Ο μόχθος στα καπνοχώραφα της Φθιώτιδας


Ο μόχθος στα καπνοχώραφα της Φθιώτιδας

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

Πέρασε το φθινόπωρο κι ήρθε ο χειμώνας. Όμως οι δουλειές δε σώνονται. Ήδη έχουν φέρει φορτώματα τα ξύλα για τζάκι και ξυλόσομπα, κι έχουν κρεμάσει στις γριντιές και τα πάτερα τ’ αποξεραμένα γεννήματα, κυρίως τ’ αραποσίτια, που θα ξεσπυρίσουν αργότερα, ένα-ένα με το χέρι, στην αυλή ή στο κατώι· μαζί τους και φρούτα, τσαπέλες με σύκα και κυδώνια.[1]

Τώρα όμως είχαν να βάλουνε το μπασκί: μια στοίβα καπνού θεόρατη, σαν θημωνιά, για να καταλάβεις. Σειρές οι αρμάθες, η μια δίπλα στην άλλη, και στοίβα όλες μαζί, η μια πάνω από την άλλη, κολλητά στον τοίχο της καπναποθήκης, απάνω σε τάβλες και σανίδια, ίσαμε κει πάνω. Εκεί θα «τυλωθούν» ώσπου να ξεραθούν καλά και να ’ρθει η ώρα της ζύμωσης, να «βράσουν», για να πατηθούν έπειτα στην ξυλένια μένη και να γίνουν δέματα εμπορεύσιμα.[2]

Ύστερα περνούσε ο Οργανισμός Καπνού με τους υπαλλήλους του, για να βαθμολογήσει την ποιότητα.[3] Συνήθως η βαθμολογία ήταν καλούτσικη, μα δεν έλειπαν οι χρονιές που τόνοι ολόκληροι κρίνονταν ακατάλληλοι, και καίγονταν δημόσια μέσα στα καπνοχώρια. Οι παραγωγοί τότε δεινοπαθούσαν για να επιβιώσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, να ξοφλήσουν υποχρεώσεις, δάνεια και χρέη.

Ύστερα έρχονταν οι καπνέμποροι και, μετά από ατέλειωτα παζάρια, αγόραζαν τα καλύτερα καπνά. Ζυγίζανε όπως κι όσο θέλανε τα δέματα και γενικά διαφεντεύανε τον χώρο της καπνοπαραγωγής, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επιπλέον, οι καπνοβιομήχανοι και η Καπνεμπορική Ομοσπονδία εξασφάλιζαν τις απαιτούμενες ποσότητες, χρηματοδοτούμενοι από το κράτος με επιδοτήσεις, κρατώντας για λογαριασμό τους ολόκληρη την εμπορική τιμή. Οι αγρότες έπαιρναν ό,τι απέμενε, πουλώντας σε σφαγιαστικές τιμές, παρότι τα ελληνικά καπνά ήταν με διαφορά από τα καλύτερα παγκοσμίως.

Είναι χαρακτηριστικό πως γίνονταν τεράστιες εξαγωγές καπνού και τσιγάρων στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιταλία, την Αίγυπτο, το Βέλγιο, τις Ανατολικές Χώρες, και προπολεμικά στη Γερμανία και την Αγγλία.

Ολοχρονίς γινόταν τούτο το πράμα. Η νέα καλλιέργεια ξεκινούσε πριν καλά-καλά φορτωθούν τα πουλημένα καπνά της περασμένης χρονιάς.

Πρώτα οι δηλώσεις καπνοκαλλιέργειας, σύμφωνα με την άδεια που είχε ο κάθε παραγωγός – γιατί η καλλιέργεια ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ελεγχόμενη.

Κι από τον Φλεβάρη άρχιζε μια σειρά εργασιών: προετοιμασία φυτωρίων, σπορά φυταριών, κι απολύμανση του εδάφους με οικολογικούς τρόπους, ρίχνοντας ζωμό από κυκλαμιὰ ή ντρίμερο.[4]

Έπειτα ερχόταν το όργωμα, η μεταφύτευση, το σκάλισμα, η συγκομιδή, το αρμάθιασμα, η αποξήρανση, η βαντακοποίηση και η δεματοποίηση. Δουλειά με θρησκευτική ευλάβεια, όχι οχτάωρο αλλά δεκαοχτάωρο, με ιδρώτα που δεν μετριόταν.

Οι εξαγώγιμοι μπασμάδες, τα καμπά-κουλάκ, τα τσεμπέλια και το μαύρο ή αράπικο ήταν οι ποικιλίες που καλλιεργούνταν. Αργότερα ήρθαν τα αμερικάνικα καπνά Βιρτζίνια, που άλλαξαν τον τρόπο καλλιέργειας κι ανακούφισαν τους παραγωγούς.

Άμα κερδίζανε τη μεγάλη μάχη με τον περονόσπορο, άρχιζε η συλλογή. Σε κάποιες παλιότερες ποικιλίες το κουραστικό και επιτήδειο σπάσιμο γινόταν νύχτα, ως νωρίς το πρωί. Ο καπνός μεταφερόταν από το χωράφι στο σπίτι σε μεγάλα καλάθια, τα γαλίκια, ή τυλιγμένος σε τσόλια.

Το αρμάθιασμα γινόταν με το χέρι, με μακριές βελόνες και σπάγκο. Οι αρμαθιαστικές μηχανές ήρθαν αργότερα, από το 1968 ως το 1972, πρώτα oi βουλγάρικες κι ύστερα οι αξιόμαχες ελληνικές της «Αρμάθα». Τα υπόλοιπα –κρέμασμα στις λιάστρες, άπλωμα στο χώμα και γύρισμα για ισομερή ξήρανση, κι έπειτα βάντιασμα– έμεναν ίδια κι απαράλλαχτα επί δεκαετίες.

Και μετά ερχόταν η ώρα του μπασκιού και της μένης, τέτοια εποχή.

Σκληρή κι απαιτητική δουλειά στο σύνολό της. Δεν ήθελε απλώς να δουλεύεις ήλιο με ήλιο, αλλά να ’χεις το νου σου κάθε στιγμή: από τις ξαφνικές καλοκαιρινές μπόρες που ανασήκωναν τα καπνόπανα και κατέστρεφαν τις αρμάθες, ως το τακτικό «χτένισμα» των δεμάτων για να μην ανάψουν από την υγρασία του χειμώνα.

Σκληρή – και όχι τόσο αποδοτική για τον αγρότη, όσο για τον καπνέμπορο, τον καπνοβιομήχανο και τον εξαγωγέα.

Κι όμως, υπήρχε πρωτογενής τομέας· κι υπήρχε μια πολυεπίπεδη, αξιόλογη παραγωγή.

Σήμερα αγναντεύουμε τα ορεινά μας καπνοχώραφα φυτεμένα με χιλιάδες στρέμματα «καθρέφτες», στο όνομα ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, αμφίβολης ποιότητας και διάρκειας.



[1] Γριντιά: Ξύλινο χοντρό δοκάρι, συνήθως κέδρινο, που βαστάζει την σκεπή. Αραποσίτι: το καλαμπόκι.

[2] Μένη: η μέγγενη, μια μεγάλη ξύλινη κατασκευή για το πάτημα και τη δεματοποίηση του καπνού.

[3] Ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού.

[4] Τους βολβούς του κυκλάμινου (ντρίμερο).













#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!