«Ο βυζαντινός αυτοκρατορικός θεσμός, η οικουμενικότητα και τα μέσα προβολής του»

 
«Ο βυζαντινός αυτοκρατορικός θεσμός, η οικουμενικότητα και τα μέσα προβολής του»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

Εισαγωγή

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στην μακραίωνη και πολυτάραχη ιστορία της, εξελίχθηκε σε μια απ’ τις μακροβιότερες κρατικές οντότητες, επιβιώνοντας για έντεκα αιώνες (324-1453 μ.Χ.), χάρη σε ένα ιδιότυπο πολιτικό πολιτισμό.

Η βάση αυτού του οικοδομήματος στηρίχθηκε σ’ ένα πλήρως συγκεντρωτικό, μοναρχικό και απολυταρχικό σύστημα, με τον αυτοκράτορα σε ρόλο πανίσχυρου αρχηγέτη, ως εκφραστή πολιτικής αυθεντίας, αλλά και πολεμάρχου, με απόλυτη στρατιωτική και θρησκευτική, ελέω θεού, εξουσία.

Κατά τη διάρκεια του βίου της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άλλαξε τον ανώτατο άρχοντά της εκατόν εννέα φορές, κάτι που αποτελεί ρεκόρ ακόμη και για μια απολυταρχική μοναρχία ανατολικού τύπου.[1]

 Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας αναπτύσσουμε τα βασικά στοιχεία που συγκροτούν την επίσημη αυτοκρατορική ιδεολογία στο Βυζάντιο, στην δεύτερη ενότητα συνδέουμε την ιδεολογία με την έννοια της Οικουμενικότητας και στην τρίτη και τελευταία ενότητα παρουσιάζουμε τα μέσα προβολής του αυτοκρατορικού θεσμού τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του Βυζαντίου.

 

Ενότητα 1: Τα βασικά στοιχεία της επίσημης αυτοκρατορικής ιδεολογίας στο Βυζάντιο

 

Τα γενικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής αυτοκρατορίας προϋπήρχαν, καθώς ένα κομμάτι της ελληνιστικής πολιτικής φιλοσοφίας απογοητευμένο από την δημοκρατία, συνέλαβε την ιδέα ενός μοναρχικού πολιτεύματος που έλαβε σάρκα και οστά κατά την ρωμαϊκή ηγεμονία.[2]

Το θρησκευτικό υπόβαθρο της βυζαντινής αυτοκρατορικής εξουσίας, που εξασφαλιζόταν από τη θεία βούληση, είχε τις ρίζες του στην ανατολή και τις περσικές δοξασίες περί καταπολέμησης του κακού μέσω της άσκησης εξουσίας κι έφτασε εδώ από τη Ρώμη, η οποία με τη σειρά της είχε επηρεαστεί από τον Μέγα Αλέξανδρο (ως ηγεμόνα πρότυπο) και τα ελληνιστικά βασίλεια.[3]

Η θρησκευτική πολιτική των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μ. Κωνσταντίνου, εξήρε το θείο και υπερκόσμιο χαρακτήρα του αυτοκράτορα, καθώς αμφότεροι επιδίωκαν μια ενιαία θρησκεία, ως θεσμοφύλακα της τάξης, της ασφάλειας και της ευμάρειας του κράτους.[4]

Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού (284 μ.Χ.), όπως η συγκεντρωτική άσκηση εξουσίας και ο εκθειασμός της θέσης του αυτοκράτορα, βοήθησαν το ρωμαϊκό κράτος να ξεπεράσει την πολιτική κρίση, δίνοντας νέα πνοή στην εξέλιξη της αυτοκρατορίας. Ο θεμελιωτής του Βυζαντίου Μέγας Κωνσταντίνος (324-337 μ.Χ.) απομάκρυνε βαθμιαία και ενσυνείδητα την απροσχημάτιστη θεοποίηση της αυτοκρατορική εξουσίας, αποσυνδέοντάς την ταυτόχρονα από τις ειδωλολατρικές θεότητες, αντικαθιστώντας τον «αυτοκράτορα-Θεό»  από τον αυτοκράτορα «ελέω Θεού».[5]

Η ιδεολογία αυτή βασίζεται στην ιδέα του θείου ανδρός, του θεόσταλτου και θεοφιλή αυτοκράτορα με την μοναδική και χαρισματική προσωπικότητα, που είναι ο εκλεκτός του Θεού και έχει ηθικό καθήκον να τον μιμηθεί, όντας προικισμένος με τα χαρίσματα της θείας εύνοιας.[6] Οι θιασώτες αυτής της ιδεολογίας υποστήριζαν πως ο αυτοκράτορας εκπορεύεται από το Θεό και καθώς είναι η ενσάρκωση όλων των αρετών, αντιλαμβάνεται τη θεία βούληση και με ιδιαίτερη δεξιότητα μπορεί να αποφαίνεται επί δογματικών ζητημάτων, μέσα από Οικουμενικές Συνόδους.[7]

Οι αντιλήψεις αυτές επιβιώνουν παράλληλα με την ρωμαϊκή πεποίθηση σύμφωνα με την οποία ο αυτοκράτορας είναι ο «άριστος», ο εκλεκτός του λαού, αλλά κυρίως των στρατευμένων, ενώ βασικός πυλώνας της αυτοκρατορίας είναι η διαρχική αντίληψη πως, εκτός από εκλεκτός του θεού, επιλέγεται και από το λαό για να κυβερνήσει τους υπηκόους του με δικαιοσύνη και φιλανθρωπία, ενώ με αίσθημα πατρικής στοργής πρέπει να τους οδηγήσει στην ευλάβεια και τη γνώση του αληθινού Θεού.[8] Στο πλαίσιο αυτό ο Θεοδόσιος Α'  αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας (380 μ.Χ.), έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκευτικές δοξασίες (392 μ.Χ.) και χρησιμοποίησε τα σύμβολα της σφαίρας και του σταυρού.[9]

Ο υπέρτατος άρχων των Βυζαντινών και της οικουμένης, ως κυρίαρχος της χριστιανοσύνης και «απόγονος» Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανέρχονταν στο θρόνο με την ισχύ, με κληρονομικό δικαίωμα, με το γάμο, το σφετερισμό της εξουσίας ή από το στρατό.[10] Η τυπική εκλογή και αναγόρευση του αυτοκράτορα ήταν έργο τριών συνιστωσών, της Συγκλήτου, του στρατού και των δήμων, ενώ καταλυτικό σημείο της ήταν οι επευφημίες των καθεστωτικών παραγόντων, τις οποίες απηύθυναν ρυθμικά προς τον νεοεκλεγέντα Ρωμαίο ηγεμόνα.[11]

Στα μέσα του 5ου αιώνα εμφανίζεται ένα νέο στοιχείο στην αυτοκρατορική αναγόρευση, η στέψη από το Πατριάρχη, μια συμβολική κίνηση παράδοσης του εμβλήματος της εξουσίας από τον επιφανέστερο και σεβασμιότερο των εκπροσώπων του λαού.[12] Ανάμεσα όμως στον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, που εκπροσωπούσε την εκκλησία, υπέβοσκε ανέκαθεν μια κρυφή αντίθεση, καθώς τα όρια της εξουσίας μεταξύ των δύο στα εκκλησιαστικά πράγματα ήταν δυσδιάκριτα, ωστόσο ο ένας είχε ανάγκη τον άλλο και ήταν αναγκασμένοι να συμβιώνουν.[13]

Οι Βυζαντινοί δεν αναγνώριζαν ως κανόνα δικαίου την κληρονομική διαδοχή, παρόλα αυτά οι αυτοκράτορες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τους γιους τους, ονομάζοντάς τους συμβασιλείς, με την αναγνώριση του στρατού. Ωστόσο, θεωρητικά, ο δρόμος για τον θρόνο ήταν ανοικτός για κάθε ικανό, ανεξαρτήτως φυλετικής προέλευσης και κοινωνικής θέσης, αρκεί να ήταν χριστιανός ορθόδοξος και αρτιμελής.[14]

Το αυτοκρατορικό αξίωμα λειτουργούσε απολυταρχικά, καθώς η εξουσία του θεωρούνταν δώρο θεού, ενώ συνέπιπταν το κοσμικό και το θείο κράτος.[15]

Ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες, τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική, ενώ σαν νομοθέτης και μόνος «ἰατήρ νόμου», ήταν υπεράνω όλων, θεωρητικά όμως, ήταν υποχρεωμένος να ζει σύμφωνα μ’ αυτούς.[16]

Θεμελιώδη αρχή της αυτοκρατορικής πολιτικής συνιστούσε επίσης και η έννοια της τάξεως σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία αντανακλούσε την αρμονία του σύμπαντος και ήταν εξόχως αξιέπαινη ενέργεια.[17]

Η θέση του αυτοκρατορικού αξιώματος στην κορυφή της πυραμιδικής ιεραρχίας του βυζαντινού κόσμου, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.[18]

 

Ενότητα 2: Διασύνδεση της ιδεολογίας με την έννοια της Οικουμενικότητας

Η αντίληψη περί βυζαντινής οικουμενικότητας, έλκει την καταγωγή της στο δόγμα της παγκοσμιότητας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέσω της οποίας επιβλήθηκε στους υποταγμένους λαούς κοινό πολιτικοοικονομικό και νομοθετικό σύστημα, αλλά εν πολλοίς και ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός.[19]

Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Βυζαντινών, η Οικουμένη αποτελούσε μια τεράστια ιεραρχημένη ομάδα λαών και ηγεμόνων, με επικεφαλής τον «βασιλέα των Ρωμαίων», δηλαδή τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, με μια σειρά από «συγγενείς», «πνευματικούς αδελφούς και τέκνα», προδήλως «κατώτερων» όμως από την μεγαλειότητα του αυτοκράτορα, γι αυτό και δεν απειλούσαν τη μοναδικότητα και τη γνησιότητα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.[20]

Η έννοια της οικουμενικότητας του χριστιανισμού ενίσχυσε έτι περαιτέρω την υπόθεση της αυτοκρατορικής οικουμενικότητας, με τις δύο παραπάνω θεωρίες να ανάγονται στην εποχή του ιδρυτή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, Οκταβιανού Αυγούστου (63 π.Χ. - 14 μ.Χ.).[21]

Σ’ ένα πολυεθνικό κράτος, όπως το Βυζάντιο, το πανανθρώπινο χριστιανικό μήνυμα προάσπισε την ιδέα της οικουμενικότητας και ενσωμάτωσε τη ρωμαϊκή πολιτικοκοινωνική ιδεολογία της πολυσυλεκτικότητας και της πολυπολιτισμικότητας.[22] 

Η θεωρία της παγκοσμιότητας της χριστιανικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου πλαισιώνεται από την ιδέα της θεϊκής φύσης της μοναρχίας, καθώς ο βυζαντινός αυτοκράτορας εμφανίζεται ως η εικόνα του θεού επί της γης και υπογραμμίζεται πως η επίγειος βασιλεία δημιουργήθηκε «κατά μίμησιν» και ο αυτοκράτορας κατά τα πρότυπα του ουράνιου βασιλιά. Η ιερή Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη ή Νέα Ιερουσαλήμ και βασιλίς των πόλεων, ήταν ο τρίτος πόλος της θεωρίας της οικουμενικότητας του Βυζαντίου, μετά τον αυτοκράτορα και την χριστιανική εκκλησία, καθώς συνιστούσε τον φορέα πολιτικής ιδεολογίας της Παλαιάς Ρώμης, αφομοιώνοντας παράλληλα στοιχεία της χριστιανικής ιδεολογίας.[23]

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τη στιγμή της δημιουργίας της με την θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης από το Μέγα Κωνσταντίνο (324 μ.Χ.), γίνεται προπύργιο της χριστιανοσύνης και αγκυροβόλιο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, με την Ρώμη ερειπωμένη, η Κωνσταντινούπολη γίνεται πόλος έλξης και κοιτίδα του πολιτισμένου κόσμου. Οι μόνοι που δικαιούνται πλέον να τιτλοφορούνται νόμιμοι αυτοκράτορες, υποδηλώνοντας εκείνους των Ρωμαίων, είναι οι Βυζαντινοί, ενώ ο πατριάρχης τους εξομοιώνεται ιεραρχικά με τον πάπα και αποκαλείται, αναμφισβήτητα, οικουμενικός.[24]

 

Ενότητα 3: Μέσα προβολής του αυτοκρατορικού θεσμού στο εσωτερικό και στο εξωτερικό

 

Στα μάτια του βυζαντινού λαού ο βασιλιάς ήταν ιερό πρόσωπο, καθώς το αυτοκρατορικό αξίωμα έλαβε θρησκευτικές διαστάσεις, ενώ στις επίσημες τελετές τον προσφωνούσαν «φιλόχριστον» και «ισαπόστολον» ή «δεύτερο Δαυίδ» και τον ακολουθούσαν πιστά.[25] Δεν έλειψαν όμως και οι ακραίες εκδηλώσεις λατρείας, όπως η προσκύνηση του αυτοκράτορα και των αυτοκρατορικών εικόνων, απομεινάρια της ρωμαϊκής κυριαρχίας.[26]

Η εικόνα του απροσπέλαστου αυτοκράτορα αντικατοπτρίζεται στη μεγαλοπρέπεια με την οποία εμφανίζεται ο ίδιος προς τα έξω, όπως και ολόκληρη η αυλική εθιμοτυπία.[27]

Στη βασιλεύουσα ζούσε μια κοινωνία μέσα στις απολαύσεις, την κομψότητα και την πολυτέλεια που είχε κληρονομήσει από τη Ρώμη και περνούσε τον καιρό της ανάμεσα στο αυτοκρατορικό παλάτι, στην Αγία Σοφία και στον Ιππόδρομο, με όλη τη λάμψη και την ισχύ της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.[28]

Η χλιδή και η μεγαλοπρέπεια αναδεικνύονταν σε όλο της το μεγαλείο κατά τις δημόσιες εμφανίσεις του αυτοκράτορα, το εξιτήριον και την απάντησιν, στην αναχώρησή του και την επιστροφή στην πόλη αντίστοιχα, σε λιτανείες ή θριάμβους με αθλητικούς αγώνες και παρελάσεις αλυσοδεμένων αιχμαλώτων, σε αγροτικές γιορτές όπως εκείνη του τρύγου, σε αυλικές κι εκκλησιαστικές γιορτές ή αυτοκρατορικά συμπόσια, όταν εκείνος ίππευε το άσπρο του άλογο, με τα χρυσά γκέμια και την λευκή σέλα, με τη μεταξωτή φορεσιά, τον πορφυρό μανδύα και τα καμπάγια, πορφυρά σανδάλια σύμβολο της αυτοκρατορικής του δύναμης, φορώντας το χρυσό διάδημα, ολοστόλιστο με μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια, ενώ οι τυμπανιστές και οι σαλπιγκτές με τα βούκινα και τ’ αργυρά κέρατα, ειδοποιούσαν το πλήθος πως ο βασιλιάς πλησίαζε.[29]    

Η εικόνα της δύναμης και του απλησίαστου μεγαλείου κορυφωνόταν όταν ο αυτοκράτορας υποδέχονταν στην αίθουσα του θρόνου τους ξένους πρεσβευτές, καθισμένος σε μια εξέδρα, σ’ ένα θόλο υποβασταζόμενο από τέσσερις κολώνες, ακίνητος σαν μαρμάρινο άγαλμα θεότητας, ενώ περιστοιχιζόταν από την λαμπρότητα της μαρμάρινης αίθουσας, το χρυσάφι και τα εκθαμβωτικά χρώματα των μεταξωτών ενδυμάτων των αυλικών και των αξιωματούχων, όσο οι πρεσβευτές, κατάχαμα πεσμένοι, ανέμεναν ένα νεύμα του να εγερθούν.[30]

Το παραμυθένιο αυτοκρατορικό θάμπος αντανακλούσε παντού στο Μέγα ή Ιερόν Παλάτιον, ξεκινώντας ήδη από τη μεγαλοπρεπή Χαλκή είσοδο με τα μπρούτζινα επικαλυμμένα κεραμίδια, ως τις κατοικίες και τα περίπτερά του και κυρίως στις λουσάτες αίθουσες, όπως τη Χρυσοτρίκλινο του Ιουστίνου Β΄, την Τρίκλινο του Ιουστινιανού, το Τρίκογχο του Θεόφιλου και τη Μαγναύρα του Ηρακλείου, με τις άρπες και τους αυλούς, το χρυσάφι, το ασήμι και το ελεφαντοκόκαλο στις πόρτες και στα έπιπλα, τους καλυμμένους με μάρμαρο τοίχους και τα δάπεδα με τα περίτεχνα ψηφιδωτά και τα πολύτιμα χαλιά.[31]

Η χλιδή και η λάμψη της βυζαντινής αυλής προκαλούσε το ενδιαφέρον των ξένων ηγεμόνων να συνδεθούν με εκείνη με επιγαμικούς δεσμούς και οι προτάσεις γάμου από χριστιανούς ή αλλόθρησκους, που πραγματοποιούνταν μέσω απεσταλμένων ή επιστολών, γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη βυζαντινή διπλωματία, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πλείστα παραδείγματα αυτοκρατορικών γόνων που ήρθαν εις γάμου κοινωνία με ξένους.[32]

Τα νομίσματα των βυζαντινών, ο χρυσός σόλιδος ή υπέρπυρον ή οβρύζιον, το ασημένιο μιλιαρέσιο και η ασημένια ή χάλκινη φόλλις, είχαν εξασφαλίσει παγκόσμια κυκλοφορία, χάρη στην οικονομική πολιτική του βυζαντινού κράτους, σ’ όλο τον πολιτισμένο, αλλά και το βαρβαρικό κόσμο, καθώς ίσχυαν σχετικές συμφωνίες.[33] Οι έμποροι, που περιδιάβαιναν απ’ άκρη σ’ άκρη τον τότε γνωστό κόσμο, κυκλοφορούσαν το χρυσό τους νόμισμα, το περίπυστο «βυζαντινό», κι ο κόσμος έβλεπε και γνώριζε στα πέρατα της γης τον αυτοκράτορα, στεφανωμένο από τον Χριστό ή την Παναγία, υποδηλώνοντας τη θεϊκή προέλευση της ηγεμονίας του, φορώντας στρατιωτική ενδυμασία και πλαισιωμένος από έναν άγγελο, σύμβολο νίκης και θείας πρόνοιας, κρατώντας τη σφαίρα με το σταυρό, σύμβολο της βυζαντινής οικουμενικότητας και λάβαρο ή σταυρόσχημο σκήπτρο, σύμβολο της ρωμαϊκής και χριστιανικής εξουσίας.[34] Συνήθως, κανένα νόμισμα ξένο, μη φέρον την εικόνα του Αυτοκράτορα, δεν γινόταν δεκτό στο εμπόριο εντός της επικράτειας. Κατ’ αυτόν τον μοναδικό τρόπο καταδεικνυόταν επιβλητικά, σε διαφορετικούς λαούς κι εθνότητες, οι βυζαντινές ιδεολογικές αρχές. Ο Ιουστινιανός Α' ήταν ο αυτοκράτορας που είχε την μεγαλοφυή ιδέα να απεικονίσει πάνω στα νομίσματα τον εαυτό του, κρατώντας στο χέρι τη σφαίρα με το σταυρό, ενώ οι βάρβαροι κατακτητές περιοχών της αυτοκρατορίας ή ομόδοξοι γείτονες, μιμήθηκαν τα σύμβολα και τις απεικονίσεις των Βυζαντινών στα νομίσματά τους.[35]

Κατά τον ίδιο τρόπο, αποτυπώνοντας ισχυρά θρησκευτικά σημαινόμενα, απεικονίζονται οι αυτοκράτορες σε ζωγραφικές παραστάσεις και εικόνες, ακόμη και με φωτοστέφανο, όπως για παράδειγμα στην Αγία Σοφία παριστάνονται οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Ιουστινιανός να προσφέρουν στην ένθρονη Βρεφοκρατούσα Θεοτόκο την Κωνσταντινούπολη και την Αγία Σοφία αντίστοιχα.[36] Αναφέρονται επίσης επιβλητικοί ανδριάντες αυτοκρατόρων και στρατηγών, με πιο γνωστό τον έφιππο ανδριάντα του Ιουστινιανού στην πλατεία του Αυγουσταίου, με τελευταίο αναφερόμενο αυτοκρατορικό ανδριάντα εκείνο του Κωνσταντίνου του ΣΤ΄.[37]

Στα συγγράμματα πολλών λογίων της εποχής, σε πανηγυρικούς ή εγκωμιαστικούς λόγους και σε βιογραφίες ή στα προοίμια των νομοθετικών έργων των αυτοκρατόρων, εκθειάζονταν οι αρετές του ιδανικού ηγεμόνα, οι οποίες πήγαζαν από την προσπάθεια μίμησης του Θεού και συμπεριλάμβαναν τη δικαιοσύνη, τη φιλανθρωπία, τη γενναιοδωρία, την αγνότητα, την ευνομία, αλλά πρωτίστως, την ευσέβεια.[38]

Η αίγλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας αντικατοπτρίζεται επίσης στα διάφορα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα, όπως οι στολισμένες με αστραφτερά και πολύχρωμα μάρμαρα και εξαιρετικά ψηφιδωτά εκκλησίες, της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Σεργίου και Βάκχου και της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη, του Άγιου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, ο Άγιος Βιτάλιος και οι βασιλικές του Αγίου Απολλιναρίου στη Ραβέννα, η αψίδα του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη Ρώμη (315 μ.Χ.) και οι ναοί της χριστιανικής Ανατολής, στους Αγίους Τόπους, στο Όρος Σινά και την Έφεσο.[39] Επιπλέον, εξόχως σημαντικά κτίσματα κοινής ωφέλειας, όπως υδραγωγεία, λουτρά, διοικητικά μέγαρα, αξιόλογο οδικό δίκτυο, αλλά και τα επιβλητικά κάστρα κατά μήκος των συνόρων, προπαγάνδιζαν την οικονομική και στρατιωτική ισχύ του ανώτατου βυζαντινού άρχοντα.

 

Συμπεράσματα

Το διακριτικό γνώρισμα της επίσημης αυτοκρατορικής ιδεολογίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η απολυταρχική μοναρχία, υπό την ηγεσία ενός θεόσταλτου, ικανότατου και ξεχωριστού προσώπου, με πλήθος αρετών και δυνατοτήτων, που είχε την αξιοσύνη να επιβάλλεται, επί δικαίων και αδίκων, εντός και εκτός των τειχών της αυτοκρατορίας.

Είχε την απόλυτη εξουσία να νομοθετεί και να εκτελεί τις αποφάσεις του χωρίς να υπόκειται σε κάποιο «κοινοβουλευτικό» έλεγχο, να αποφασίζει ακόμη για πολιτικά, στρατιωτικά, αλλά και δογματικά εκκλησιαστικά ζητήματα, να είναι εν ολίγοις ο απόλυτος άρχων της αυτοκρατορίας του.

Η ελληνιστική πολιτική φιλοσοφία που στηρίχθηκε στην μονοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το αυστηρό σύστημα διακυβέρνησης της πρώιμης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η χριστιανική θρησκεία και η ελληνική πολιτιστική παράδοση, παιδεία και γλώσσα, αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες στους οποίους στηρίχθηκε ετούτη η ιδεολογία.

Η οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας ήταν βασικό μέλημα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, παρότι πρακτικά διατελούσε σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς πολλοί λαοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται εκτός των φυσικών της ορίων, ενέπιπταν όμως σε μια ζώνη πολιτικοοικονομικής, στρατιωτικής, αλλά και θρησκευτικής επιρροής.

Η καθολικότητα και οικουμενικότητα της χριστιανικής θρησκείας στηρίζονταν στη θεωρία της καθολικής ή οικουμενικής εκκλησίας, η οποία συμπεριλάμβανε όλους τους χριστιανούς.

Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που διέθεταν ώστε να προβάλλουν την ηγεμονία και τη μοναδικότητα της αυτοκρατορίας τους αλλά και της προσωπικότητας ενός εκάστου, από την πολυτέλεια του Ιερού Παλάτιου, τα χρυσοποίκιλτα ενδύματά τους, τα βαρύτιμα νομίσματα, τις αγιογραφίες, τα θηριώδη αγάλματα, ως τους μεγαλοπρεπείς ναούς και τα πολυτελή κτίρια, δαμάζοντας τους υπηκόους τους και σαγηνεύοντας τους ξένους ηγεμόνες και λαούς.

 

Βιβλιογραφία

 

·       Beck, H. -G. 1990. Η βυζαντινή χιλιετία. Μετ. Δ. Κούρτοβικ. Αθήνα.

·       Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε. 1988. Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετ. Τ. Δρακοπούλου. Αθήνα.

·       Walter, G. 1990.  Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών 1081-1180. Μετ. Κ.  Παναγιώτου. Αθήνα.

·       Guillou, A. 1996. Ο βυζαντινός πολιτισμός. Μετ. P. Odorico και Σ. Τσοχανταρίδου. Αθήνα.

·       Καραγιαννόπουλος, Ι. 2001. Το βυζαντινό κράτος. Θεσσαλονίκη.

·       Πέννα, Β. 2001. «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών». Στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τομ. Β΄: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο. Πάτρα.

·       Roth, K. 1949. Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού. Μετ. Ν. Σβορώνος. Αθήνα.

·       Σαράντη, Ε. 2001. «Η οικουμενικότης του Βυζαντίου», στο Ώρες Βυζαντίου. Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο. Το Βυζάντιο ως οικουμένη. Αθήνα: 21-33.


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 




[1] Walter, G. 1990: 71.

[2] Beck, H. -G. 1990: 105.

[3] Guillou, A. 1996: 120.

[4] Πέννα, Β. 2001: 23.

[5] Πέννα, Β. 2001: 102.

[6] Beck, H. -G. 1990: 106.

[7] Beck, H. -G. 1990: 107.

[8] Καραγιαννόπουλος, Ι. 2001: 292.

[9] Σαράντη, Ε. 2001: 28.

[10] Roth, K. 1949: 9.

[11] Καραγιαννόπουλος, Ι. 2001: 292.

[12] Καραγιαννόπουλος, Ι. 2001: 293.

[13] Roth, K. 1949: 20.

[14] Roth, K. 1949: 10.

[15] Roth, K. 1949: 10.

[16] Καραγιαννόπουλος, Ι. 2001: 295-296.

[17] Πέννα, Β. 2001: 190.

[18] Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε. 1988: 166.

[19] Σαράντη, Ε. 2001: 21.

[20] Πέννα, Β. 2001: 32.

[21] Σαράντη, Ε. 2001: 21.

[22] Πέννα, Β. 2001: 29.

[23] Σαράντη, Ε. 2001: 27.

[24] Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε. 1988: 24.

[25] Roth, K. 1949: 11.

[26] Πέννα, Β. 2001: 31.

[27] Roth, K. 1949: 12.

[28] Roth, K. 1949: 58.

[29] Roth, K. 1949: 58-59.

[30] Roth, K. 1949: 59.

[31] Roth, K. 1949: 60 & Πέννα, Β. 2001: 34-35.

[32] Πέννα, Β. 2001: 49.

[33] Roth, K. 1949: 34.

[34] Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε. 1988: 31.

[35] Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε. 1988: 31.

[36] Σαράντη, Ε. 2001: 21.

[37] Roth, K. 1949: 90.

[38] Πέννα, Β. 2001: 31.

[39] Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε. 1988: 30.

ΕΛΠ20- 3η 2015-2016


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη