«Ανάβρα Μαγνησίας (Γούρα): Θεών αέτωμα της Όθρυος», γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


Ανάβρα Μαγνησίας (Γούρα): Θεών αέτωμα της Όθρυος

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


Μια θεριοφωλιά στην Όθρη

Ανάμεσα στα σύννεφα της Κεντρικής Ελλάδας, εκεί όπου οι ορίζοντες της Μαγνησίας συναντούν τη Φθιώτιδα, στέκει η Ανάβρα — το χωριό που μοιάζει να έχει φυτρώσει πάνω σε θεϊκό αγκώνα, στις δυτικές πλαγιές της Όθρυος. Στα 780 μέτρα υψόμετρο, ο αέρας μυρίζει βελανιδιά και τσάι του βουνού, ρίγανη και πλατάνια, και κάθε ρυάκι τραγουδά τη μουσική του λόγγου. Στις δροσερές χαράδρες της σμίγουν τα αγρίμια με τα ήμερα ζώα των τσελιγκάδων, κι ο τόπος πάλλεται από μια παράξενη, αρχέγονη ενέργεια — σαν ανάσα θεών που δεν ξεχάστηκαν.




Η Γη και το Όνομα

Πριν γίνει Ανάβρα, λεγόταν Γούρα — όνομα παλιό, πλεγμένο στις γλώσσες των Σλάβων, των Αλβανών και των Βλάχων.
Κάποιοι λένε πως προέρχεται από τη σλαβική Γκόρα, το βουνό· άλλοι από την αλβανική γκουρ, τη λιθιά και τη ρίζα της πέτρας.[1] Ίσως όμως το πιο ταιριαστό είναι το βλάχικο γκούρα — στόμα, πηγή, νερομάνα. Γιατί πράγματι, στα νότια του χωριού αναβλύζει κρυφό, φλεβίσιο νερό, που δεν στερεύει ποτέ. Από εκεί, στην μετονομασία του 1928, γεννήθηκε και το νέο της όνομα: Ανάβρα — ο τόπος «αναβρύζει» ζωή.




Η Όθρη των Θεών και των Ηρώων

Η Όθρυς δεν είναι απλώς βουνό· είναι αρχαίος μύθος, θεϊκό πεδίο. Είναι η οροσειρά των θεών, των ημίθεων και των Τιτάνων, τα Αχαϊκά της Φθίας όρη του Ξενοφώντα. Δάγρασι και Διλαχάς ονομαζόταν από τους ντόπιους τούτο το βουνό, κατά το Μεσαίωνα.[2] Παράλληλα και ως τα τέλη του 19ου αι. αναφέρεται ως Τραγοβούνι και «βουνά της Γούρας». Εδώ πρωτόπαιξε ο πολυφημισμένος Κέραμβος το σουραύλι και τη λύρα του. Εδώ, λένε, στάθηκαν οι Τιτάνες για να πολεμήσουν τους Ολύμπιους, εδώ αντήχησε το ουράνιο κρότημα της Τιτανομαχίας. Κι όταν ο κόσμος πνίγηκε στον κατακλυσμό, εδώ λένε πως προσάραξε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρας, για να ξεκινήσει ξανά το ανθρώπινο γένος με τον Έλληνα, τον πρωτόπλαστο των Ελλήνων.

Στις ρεματιές και τα λαγκάδια της περπάτησαν Κένταυροι και Νύμφες, στοιχειά και νεράιδες. Στα μεσαιωνικά χρόνια, βρήκαν εδώ καταφύγιο οι κλέφτες και οι αρματολοί, και μαζί τους οι λήσταρχοι που ’γιναν θρύλοι.[3]
Η Γούρα, σκαρφαλωμένη στις πλαγιές της, ήταν πάντα ένας τόπος σκληρός αλλά δίκαιος· τόπος ανθρώπων ανθεκτικών, που έμαθαν να επιβιώνουν δίπλα στο πέτρινο βλέμμα των θεών.




Ο Ενιπέας και τα Νερά της Μνήμης

Από τα σπλάχνα της Όθρυος αναβλύζει κι ο ποταμός Ενιπέας, ο «θείος ποταμός», που οι Τούρκοι αποκαλούσαν Τσιναρλή, απ’ τα πλατάνια που σκεπάζουν την κοίτη του.[4] Εδώ, κατά τον μύθο, η όμορφη Τυρώ συνάντησε και αγάπησε τον θεό Ενιπέα, προτού ο Ποσειδώνας πάρει τη μορφή του για να την ξεγελάσει. Από την ένωση εκείνη γεννήθηκαν ο Πελίας και ο Νηλέας, οι πρόγονοι των Μυκηναίων.

Ο ποταμός συνεχίζει το αιώνιο ταξίδι του ανάμεσα στα χωριά Νιχώρι και Αβαρίτσα, μαζί με τον Γουριώτικο ποταμό απ’ τα βουνά της Γούρας, ποτίζοντας με νερό και θρύλους τη γη. Στις όχθες του, ο επισκέπτης σήμερα μπορεί να σταθεί κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια και να ακούσει τον ίδιο ήχο που κάποτε ενέπνευσε μύθους.




Η Γούρα του Χρόνου – από τη Δόξα στην Πληγή

Η Ανάβρα κατοικείται από τα βάθη της προϊστορίας. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες στην Κλαρρόραχη φανερώνουν πρωτοελλαδικό νεκροταφείο· ενώ γύρω της στέκουν ακόμη ακροπόλεις και ερείπια αρχαίων πόλεων, όπως η Φυλιαδώνα, οι Καράνδες και οι Χαλές.

Η κώμη της Γούρας πρέπει να χτίστηκε κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Η πρώτη σημαντική αναφορά σ’ αυτή γίνεται στα μέσα του 12ου αιώνα (1150), από τον Ιουδαίο γεωγράφο Βενιαμίν εκ Τουδέλης της Ισπανίας, ο οποίος περιηγήθηκε  στην Ανατολή προς εξακρίβωση του Εβραϊκού πληθυσμού και αναφέρει ότι βορειότερα της Λαμίας υπήρχε συνοικισμός Βλάχων σκηνιτών, ανάμικτος με των Ελλήνων κατοίκων της Γούρας.[5] Στα βυζαντινά χρόνια, η Γούρα γνώρισε άνθηση και πλούτο. Αφιερωτές από τη Γούρα αναφέρονται στην πρόθεση ης Μονής Ρεντίνας των Αγράφων, στην πρώτη γραφή του 1640 και στο φ. 25α, μαζί με τους οικισμούς Αβαρνίτζα, Δραμάλα, Λευθεροχώρι και Παλαμά.

Στον 18ο αιώνα αριθμούσε πάνω από δέκα χιλιάδες ψυχές· ένα κεφαλοχώρι όπου οι γυναίκες ύφαιναν και οι άνδρες εμπορεύονταν τα προϊόντα τους σε ολόκληρη τη Θεσσαλία και ως τη Σύρο και τη Βλαχία. Ώσπου ήρθε το 1815. Η πανώλη, η πανούκλα της λήθης, χτύπησε ανελέητα — κι ό,τι δεν πήρε ο λοιμός, το αποτέλειωσαν οι επιδρομές και οι σεισμοί.[6]

Κι όμως, μέσα απ’ τα ερείπια, η Γούρα συνέχισε να ζει.[7] Την αναφέρουν περιηγητές και γεωγράφοι, άλλοτε ως εμπορική εστία, άλλοτε ως καταφύγιο. Στην Επανάσταση, οι Γουριώτες πολέμησαν πλάι στους αρματολούς της Όθρυος· πλήρωσαν το τίμημα της ελευθερίας, μα δεν την αρνήθηκαν ποτέ.[8]




Οι Εκκλησιές και οι Άγιοι του Βουνού

Ο Θεός δεν λησμόνησε τη Γούρα. Οι παλιές εκκλησιές της —του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Αθανασίου— στέκουν ακόμη, πέτρινες και ταπεινές, με τοιχογραφίες που λάμπουν στο φως των καντηλιών.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα οι επιγραφές μιλούν για μια κοινότητα ευκατάστατη, βαθιά θρησκευόμενη, που στόλιζε τους ναούς της με τέμπλα χρυσά.[9]

Στην παράδοση των Γουριωτών ζει ακόμη το θαύμα του Αγίου Σεραφείμ: η λιτανεία του 1816, όταν η κάρα του Αγίου πέρασε μέσα απ’ το χωριό κι η πανούκλα σταμάτησε. Από τότε, κάθε 29 Μαΐου, όπου κι αν βρίσκονται οι Γουριώτες, γιορτάζουν τη μέρα που ο Άγιος έδιωξε τον θάνατο.




Η Ανάβρα της Ανάστασης

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι φωτιές των Ιταλών κατέκαψαν το χωριό —δεκάδες σπίτια χάθηκαν μέσα σε μια νύχτα. Μα οι άνθρωποι της Ανάβρας, γεννημένοι από πέτρα και νερό, ξαναέχτισαν τη ζωή τους.[10]

Σήμερα, η Ανάβρα είναι πρότυπο ορεινό χωριό. Με αιολικό πάρκο στην Αλογόραχη, περιβαλλοντικό πολιτισμικό πάρκο στις πηγές της Γούρας, και λαογραφικό μουσείο που διασώζει τον βίο των κτηνοτρόφων, έγινε σύμβολο μιας Ελλάδας που μπορεί να προοδεύει χωρίς να ξεχνά τις ρίζες της. Εδώ, η ενέργεια προέρχεται από τον άνεμο, το νερό και την ψυχή των κατοίκων της.

Η κοινότητα μετρά πια πάνω από πεντακόσιους μόνιμους κατοίκους και θεωρείται από τα πλουσιότερα αγροτικά χωριά της χώρας. Τα κρέατά της, ζώων ελεύθερης βοσκής, φημίζονται πανελλαδικά. Κι αν περπατήσεις στα μονοπάτια της Βρυσούλας ή στις Τρεις Βρύσες, θα καταλάβεις γιατί: η γη της δίνει απλόχερα τα πάντα, όπως τότε που οι θεοί περπατούσαν ακόμα ανάμεσά μας.




Επίλογος – Εκεί που ακόμη φυσά ο άνεμος των θεών

Η Ανάβρα είναι κάτι περισσότερο από χωριό. Είναι θύμηση, είναι ανάσα, είναι ύμνος στην αντοχή του ανθρώπου και στη μαγεία της φύσης. Στο βλέμμα των κατοίκων της καθρεφτίζεται η σοφία του βουνού· στα νερά της πηγής της, η αιώνια επιστροφή της ζωής.

Κι όταν ο ήλιος πέφτει πίσω απ’ την Όθρυ και το φως χρυσίζει τις στέγες, νομίζεις πως κάπου εκεί, ανάμεσα στα πλατάνια, στέκουν ακόμα οι παλιοί θεοί — και χαμογελούν.

*



[1] ΘΕΣΣΑΛΙΑ, αρχαιολογικόν περιοδικόν δημοσίευμα - επιστημονικόν όργανον της Φιλαρχαίου Εταιρείας Βόλου, Βόλος. Τόμος Α', Βόλος, 1958.


[2] Μιχαήλ Γεωργίου εξ Αμπελακίων, 1809 & Βίλχελμ Μούνιτς (Wilhelm Münnich) 1826. Ο Μελέτιος στη Γεωγραφία του, σ. 385 την αναγράφει ως «Όρθρυ» και αναφέρει ότι από τους ντόπιους αποκαλείται «Δελαχά». Οι Δημητριοίς στη Γεωγραφία νεωτερική, Βιέννη 1791, σ. 95, αναγράφουν και τις δύο ονομασίες «Οθρυς-Δελεχά όρος»


[3] Το 1917, οι ληστές της συμμορίας του Κώστα Μπλαντέμη, απήγαγαν τον νεαρό Μίμη Μαλαμάκη, που ο πατέρας του είχε αλευρόμυλο στο Βελεστίνο και ζήτησαν 250.000 δραχμές ως λύτρα για την απελευθέρωσή του, κρυμμένοι στα βουνά της Γούρας. Ο λήσταρχος Γιάννης Τσουλής, από την Ανάβρα, είχε πλούσια δράση κυρίως στην περιοχή του Αλμυρού. Σκοτώθηκε στις 14.5.1895 στο χωριό Λιμογάρδι της Λαμίας. (Τζανακάρης Βασίλης Ι., Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 89).


[4] Το πλατάνι στα τουρκ. τσινάρ.


[5] Ἔκθεσις ἀρχαιολογικῆς ἐκδρομῆς ὑποβληθεῖσα εἰς τὸν κ. Πρόεδρον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος». Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 10 Σεπτεμβρίου 1900, Ν . Ι .Γιαννόπουλος.


[6] Ο Ιωάννης Μάγνης στην περιήγησή του τη δεκαετία του 1850, αναφέρει: «Γούρα, χώρα χριστιανική επί της νοτιοδυτικής πλευράς της Όρθρυος με 200 οικίας, οι κάτοικοι ζώσιν από τα προϊόντα του τόπου, περισσότερον όμως από τα υφάσματα μάλλινα, οίον τσέργας, καρπέτας, ενδρομίδας, γυάμπολας, κελίμια και τα τούτων παραπλήσια, τα οποία εμπορεύονται καθ’ άπασαν την Θεσσαλίαν, και εις άλλα μέρη εκτός της Επικράτειας, από τα οποία ωφελούνται σημαντικά». Ο Γεωργιάδης αναφέρεται στη Γούρα του 1880, λίγο πριν την απελευθέρωση από τους Τούρκους: «Το δε χωρίον Γούρα κατοικούμενον εν τοις πρότερον χρόνοις υπό 1000 περίπου οικογενειών και ικανώς ακμάζον, ηρημώθη διά την διηνεκή ληστείαν οι δε κάτοικοι αυτού διεσκορπίσθησαν πανταχού και κατοικείται σήμερον υπό 80 περίπου οικογενειών των οποίων και κυριωτέρα ενασχόλησης είνε η βυρσοδεψική και η κατασκευή μαλλίνων καλυμμάτων».[6]


[7] Ο Εξ’ Αλμυρού Αστ. Αλέξανδρος, ανέφερε στην Εκκλησιαστική Αλήθεια του 1906, ότι η Γούρα κατοικούνταν τότε από 100 περίπου οικογένειες, ενώ εξήρε τη μεγάλη ακμή του απώτερου παρελθόντος της, αλλά και τον πλούτο από τις ποικίλες βιομηχανίες, όπως η βυρσοδεψική και η ταπητουργία. Την παρακμή της κωμόπολης, αποδίδει στις ποικίλες καταδρομές, αναφερόμενος προφανώς στους Τούρκους και τους Λήσταρχους. Τα έτη 1871-72, υπήρχε  στη Γούρα ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο. Ο διδάσκαλος μισθοδοτούνταν υπό του «εν Σύρω κ. Μεταξά». Η Γούρα ήταν έδρα του Τούρκου Ζαμπίτη (στρατιωτικού διοικητή και επιτηρητή) της περιοχής.[7]


[8] Ο Απόστολος Βακαλόπουλος αναφέρει στις απαρχές του αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας, πως ο ιερέας Παπακυρίτσης από τη Γούρα του Αλμυρού, αρχίζει να συνειδητοποιεί την αλήθεια ότι «με τους ξένους δεν είναι δυνατόν ν’ απελευθερωθεί η Ελλάδα». Ο Δημήτριος Παπάζογλου από τη Γούρα, ήταν σύντροφος και δεξί χέρι του οπλαρχηγού Γεωργάκη Κοντογιάννη στον καζά Πατρατζίκ (Υπάτης), κατά την επανάσταση του 1821. Μεταξύ των περίπου τριακοσίων Ελλήνων καπετάνιων κλεφταρματολών που φόνευσαν οι Τούρκοι στα Φάρσαλα ή στο Νταουκλή Δομοκού, με εντολή του Ρούμελη Βαλεσή (Δερβύς Πασά) της Στερεάς Ελλάδος, την 12η Δεκεμβρίου 1830, ήταν και ο «Καπιτάνος Γούρας» Σάββας Βούλγαρης.


[9] Επί Τουρκοκρατίας, για μεγάλο χρονικό διάστημα και μέχρι του έτους 1860, η Επισκοπή Θαυμακού έδρευε στη Γούρα, καθώς οι εκάστοτε Επίσκοποι απέφευγαν να μένουν μόνιμα στον Δομοκό, υπό τον φόβο των Τούρκων, εφόσον στην πόλη υπήρχε πάντοτε ισχυρή Τουρκική στρατιωτική φρουρά, το δε επισκοπικό μέγαρο στη Γούρα, σωζόταν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο τότε επίσκοπος Θαυμακοῦ Ἰάκωβος τιτλοφορούνταν και υπέγραφε ως «Θαυμακοῦ καὶ Γούρας». Αργότερα, το έτος 1900, και μετά την κατάργηση της Επισκοπής Θαυμακού - Δομοκού, η Γούρα προσαρτήθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδος, με έδρα τη Λαμία. Τό 1918 διά τοΰ ύπ’ άριθ. 1482 Νόμου οί τέως δήμοι Άλμυροϋ, Πλατάνου καί Όθρυος (Γούρας) έπανυπήχθησαν εις τήν πνευματικήν δικαιοδοσίαν τοΰ Επισκόπου Δημητριάδος, αργότερα ωστόσο επανήλθε στη δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος. Κατά τό 1753, όπως μαρτυρεί σχετική επιγραφή, ο «εντιμότατος κύριος Δημήτριος, υιος του Χατζιοικονόμου εκ χώρας Γούρας, ανήγειρε με δικά του έξοδα ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον άγιο Ανδρέα Κρήτης, στο χώρο του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου κοντά στο χωριό Νεράιδα Στυλίδας. Από την Γούρα καταγόταν και ο Ιερομόναχος Θεοφάνης Κωνσταντίνου, που διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αντινίτσης στην Όθρη. Ο Θεοφάνης, γεννήθηκε το 1769 στη Γούρα και εισήλθε στο μοναχικό βίο το 1800, σε ηλικία 31 ετών. Ηγούμενος της μονής ανέλαβε το 1834, σε ηλικία 66 ετών. 


[10]  Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου,  η περιοχή της Ανάβρας αποτέλεσε θέατρο σφοδρών συγκρούσεων των αντάρτικων ομάδων και των ναζιστών καταχτητών. Το 1ο τάγμα των Γερμανών, είχε επιφορτιστεί την κάλυψη της Νότιας Μαγνησίας με  έδρα την Γούρα (Ανάβρα) στην Όθρη. Ο ΕΛ.Α.Σ. τους καλοκαιρινούς μήνες του 1944 , είχε δημιουργήσει πολεμική βιομηχανία στην Όθρη και στην τοποθεσία Τσουρνάτ της Γούρας, όπου κατασκευάζονταν νάρκες και ατομικές χειροβομβίδες «τσουρνάτ», με πρωτεργάτη έναν ευρεσιτέχνη μηχανουργό καπετάνιο τον Αλέκο Παπαγεωργίου και δεκάδες εργαζομένους, που επισκεύαζαν όπλα, ασυρμάτους και διάφορα ακόμη υλικά πολέμου. Στις 23 Απριλίου 1943, οι Ιταλοί πυρπόλησαν την Ανάβρα, σε αντίποινα για την υπόθαλψη ανταρτών αγωνιστών από τους ντόπιους, καταστρέφοντας ουσιαστικά το σύνολο των παραδοσιακών πέτρινων κτισμάτων και αρχοντικών κατοικιών. Μετέπειτα, στα χρόνια του Εμφύλιου, το χωριό γίνεται και πάλι κέντρο επιχειρήσεων της αλγεινής εμφύλιας σύρραξης, με πολλά θύματα εκατέρωθεν.



*Δημήτρης Β. Καρέλης

Δημόσιος Ιστορικός  (Master of Arts in Public History)

Πολιτισμολόγος με ειδίκευση στον Ελληνικό Πολιτισμό

Συγγραφέας - Αρθρογράφος

Copyright © 2025 - All Rights Reserved*


*Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος άρθρου με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα Δημήτρη Καρέλη. Νόμος 2121/1993 και Νόμος 3057/2002, ο οποίος ενσωμάτωσε την οδηγία 2001/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.


ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ: https://www.facebook.com/photo/?fbid=2318789628376745&set=pb.100076506612971.-2207520000https://www.greekscapes.gr/index.php/2010-01-21-16-47-29/landscapescat/48-2009-07-28-10-32-03/92-anavra







#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!