Η Λιβαδειά

Η Λιβαδειά, ή Λειβαδιά, ή Λεβάδεια (κατά το επισημότερο παλαιότερα) είναι πρωτεύουσα του νομού Βοιωτίας, πρώην Αττικοβοιωτίας, της άλλοτε ομώνυμης επαρχίας Λιβαδειάς, έδρα του σύγχρονου δήμου Λεβαδέων και της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας.

Η πόλη βρίσκεται σε υψόμετρο 200 μέτρων, στο δυτικό τμήμα του νομού, στο άκρο της πεδιάδας της Κωπαΐδας, παρά την αποξηρανθείσα ομώνυμη λίμνη, 130 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Αθήνας και 30 περίπου χιλιόμετρα από την πλησιέστερη ακτή του νομού (Παραλία Διστόμου ή Άσπρα Σπίτια που αποτελούν το επίνειο αυτής).

Βόρεια της πόλης υψώνεται o Παρνασσός και vότια o Ελικώνας στoυς πρόπoδες τoυ oπoίoυ είναι κτισμέvη η παλιά πόλη της Λιβαδειάς. Διαρρέεται από τον μικρό ποταμό Έρκυνα. Η σύγχρονη πόλη έχει νέα ρυμοτομία με ευθείς δρόμους, καλή ύδρευση και ηλεκτροφωτισμό και με τέσσερις πλατείες: Λάμπρου Κατσώνη, Γεωργίου του Α΄, Αθανασίου Διάκου και Πανηγύρεως. Εκ των κυρίων οικοδομών της πόλης είναι το Άσυλο Ανιάτων, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και οι τέσσερις κύριοι ναοί: της Παναγίας Θεοτόκου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Γεωργίου και της Ευαγγελιστρίας. Ο πληθυσμός της Λιβαδειάς είναι 20.061 σύμφωνα με την απογραφή του 2001.

Με την σημερινή ονομασία δεν την αναφέρει ο Όμηρος πολλοί όμως ιστορικοί μεταξύ των οποίων και ο Παυσανίας θεωρούν ότι υπήρχε επί Ομήρου όπου και την ταυτίζουν με τη Μίδεια που πιθανότερο να ήταν το ομηρικό όνομά της. Με αυτό το όνομα αναφέρεται από τον Όμηρο ανάμεσα στις βοιωτικές πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο υπό τους: Πηνέλεων, Λήιτον, Αρκεσίλαον, Προθοήνορα και Κλονίον.
Αργότερα φέρεται να μετονομάστηκε σε Λεβάδεια από τον Αθηναίο Λέβαδο, που μετοίκησε τους κατοίκους σε υπώρεια παρακείμενου λόφου.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η Λιβαδειά ήταν περίφημη για το πανάρχαιο Μαντείο του Τροφωνίου, το οποίο είχαν επισκεφθεί και συμβουλευθεί ο Κροίσος, ο Μαρδόνιος, ο Αιμίλιος Παύλος κ.α. Πήρε μέρος στο κοινό των Βοιωτών, έχοντας κοινό νόμισμα και ακολούθησε την τύχη των άλλων βοιωτικών πόλεων. Το 395 π.Χ. λεηλατήθηκε από τον Λύσανδρο, λίγο πριν από τη Μάχη της Αλιάρτου και το 86 π.Χ. όπου συνέβη η κατάληψη και λεηλασία του ναού του Τροφωνίου από τον Αρχέλαο, στρατηγό του Μιθριδάτη, πριν τη Μάχη της Χαιρώνειας μεταξύ αυτού και των Ρωμαίων υπό τον Σύλλα. Παρά ταύτα γνώρισε όμως ιδιαίτερη ακμή κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα λόγω των πολλών ιερών και ναών της.

Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη δεξιά όχθη της Έρκυνας, και ερείπιά της ήλθαν στο φως μετά από ανασκαφές. Τα περισσότερα οικοδομήματα (λουτρό, αγορά, δρόμος, μητρώο) καθώς και μεγάλος αριθμός επιγραφών χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα.

Ο σημαντικότερος όμως αρχαιολογικός χώρος είναι το μαντικό ιερό του Τροφωνίου, το οποίο εντοπίστηκε και ανασκάφηκε στην αριστερή όχθη της Έρκυνας, στο όρος του Αϊ Λια. Στο ιερό αυτό άλσος, το οποίο περιγράφει αναλυτικότερα ο Παυσανίας, λειτουργούσε μέχρι την κατάργηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τον ιβηρικής καταγωγής Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο Α΄. Μέσα στο άλσος, εκτός από το ιερό του Τροφωνίου, υπήρχαν χώροι ή κτίσματα αφιερωμένα στη λατρεία της Αγαθής Τύχης, του Αγαθού Δαίμονος, της Αρτέμιδος, του Ερμή, του Διονύσου και θεοτήτων του τοκετού. Υπήρχαν επίσης ο τάφος του Αρκεσίλαου, ιερά του Απόλλωνα και της Δήμητρας, καθώς και ημίεργος ναός του Διός Βασιλέως, προς τιμήν του οποίου τελούνταν κατά τον μήνα Πάναμο τα Βασίλεια, γιορτή με αγώνες και πομπές κανηφόρων που καθιερώθηκε το 371 π.Χ. σε ανάμνηση της νίκης των Βοιωτών στα Λεύκτρα.

Βυζαντινή περίοδος

Κατά τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου η πόλη της Λιβαδειάς δεν παρουσίασε ιδιαίτερη ανάπτυξη, μετά τις καταστροφές που είχε υποστεί από τους Χριστιανούς. Παρακολούθησε τις τύχες του Ανατολικού Ιλλυρικού, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, τόσο στις πολιτικές όσο και στις εκκλησιαστικές μεταβολές, μέχρι την τελική εκκλησιαστική υπαγωγή στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Η αγροτική οικονομία της πόλης αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα από τις βαρβαρικές επιδρομές του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα, ιδίως υπό του Αλάριχου και κατά τη μεταβατική περίοδο του 7ου αιώνα λόγω σεισμών όπου και τελικά ερημώθηκε.

Κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση με την εισαγωγή του θεσμού των θεμάτων εντάχθηκε, όπως ήταν φυσικό, στο θέμα της Ελλάδος και από τον 9ο αιώνα γνώρισε αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη μέσα στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής προόδου του θέματος του ελλαδικού χώρου.

Η οικονομική ακμή της πόλης των Θηβών ευνόησε την ακμή και της Λιβαδειάς μέχρι τα μέσα του 12ου αιώνα, αλλά οι ληστρικές επιδρομές των Νορμανδών αποδυνάμωσαν την καλλιέργεια και τη βιομηχανία μέταξας στην ευρύτερη περιοχή και περιόρισαν την εμπορική κίνηση.

Φραγκοκρατία

Μετά την κατάληψη της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους της Δ' Σταυροφορίας (1204), η Λιβαδειά παραχωρήθηκε στον «κύριο των Αθηνών» Όθωνα ντε λα Ρός και, έναν αιώνα αργότερα, μετά την ήττα των Φράγκων από τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμυρού (1311), οι κάτοικοι παρέδωσαν το κάστρο της πόλης στους νικητές με αντάλλαγμα την παραχώρηση προνομίων. Την περίοδο αυτή η Λιβαδειά γνωρίζει μεγάλη εμπορική ακμή.

Η καταλανική κυριαρχία συνεχίστηκε υπό την επικυριαρχία του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου ως τον Μάιο του 1388, οπότε η περιοχή του δουκάτου των Αθηνών περιήλθε στον Νέριο Ατζαγιόλι, μέλος φλωρεντινού τραπεζικού οίκου.

Οθωμανική περίοδος

Δύο χρόνια μετά την παράδοση της Αθήνας στον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή (1458), η Λιβαδειά περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποτέλεσε καζά, διοικητική υποπεριφέρεια, που υπαγόταν ως το 1470 στο σαντζάκιο Τρικάλων και αργότερα στο σαντζάκιο Ευρίπου.

Τον 16ο αιώνα η Λιβαδειά ήταν χάσι (= τόπος χατζήδων) Οθωμανών αξιωματούχων και από την 3η ή 4η δεκαετία του 17ου αιώνα υπήρξε βακούφι της Μέκκας ή, κατ’ άλλους, της Μεδίνας. Τον 18ο αιώνα η πρόσοδος του καζά της Λιβαδειάς αφιερώθηκε στο Γενί-Τζαμί του Σκούταρι, που το είχε ιδρύσει η σύζυγος του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄, η μετέπειτα Βαλιδιέ Σουλτάνα (= Βασιλομήτωρ).

Παρά τις καταστροφές που είχε υποστεί η Λιβαδειά από τις πολεμικές συγκρούσεις στη Βοιωτία κατά τη διάρκεια του Τουρκο-ενετικού πολέμου του 1684-1699 και συγκεκριμένα το 1694 και το 1695, από τις αρχές του 18ου αιώνα οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί βοήθησαν στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας: μετά την αφιέρωση των προσόδων στο Γενί-Τζαμί, όπου και είχε τεθεί υπό την αιγίδα της Βελιδιέ Σουλτάνας χορηγήθηκαν στους κατοίκους ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοίκησης, με συνέπεια την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού και τη δημιουργία μιας τάξης αρχόντων. Ο βοεβόδας για παράδειγμα δεν μπορούσε να λάβει καμία απόφαση χωρίς τη συγκατάθεση των προκρίτων της πόλης. Δέκα περίπου οικογένειες αποτελούσαν την αριστοκρατία της γης και της πόλης, που τη σύμπνοιά τους δεν μπόρεσε να διασπάσει ούτε ο Αλή πασάς, παρά την πίεση που ασκούσε στον καζά της Λιβαδειάς, όταν είχε περιέλθει στο Πασαλίκι του. Έτσι η πόλη, που στα τέλη του 18ου αιώνα χαρακτηριζόταν ως «η μεγαλύτερη της Βοιωτίας», καθώς βρισκόταν στον εμπορικό δρόμο (ανατολική διάβαση) Πελοποννήσου-Μακεδονίας, είχε «αξιόλογη πραγματεία εις μαλλιά, σιτάρι, ρύζι, τα οποία χορηγεί εις άλλα μέρη της Ελλάδος και ξένους τόπους.

Παρά το γεγονός ότι το ρεύμα της μετανάστευσης υπήρξε περιορισμένο, από τη Λιβαδειά προήλθαν άνδρες που διακρίθηκαν στις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας και της κεντρικής Ευρώπης. Εκτός από τον Λάμπρο Κατσώνη, από τη Λιβαδειά και την περιοχή της ("Χώρα της Λιβαδειάς") κατάγονταν κληρικοί, λόγιοι και έμποροι της διασποράς.

Επανάσταση του 1821

Στις παραμονές της Επανάστασης του 1821, η "Γκιαούρ Λιβαδειά", όπως την ονόμαζαν οι Τούρκοι για τον πολυάριθμο ελληνικό πληθυσμό της, είχε 10.000 Έλληνες κατοίκους, που επιδίδονταν στη γεωργία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Το 1820 η πόλη ήταν το κέντρο των ενεργειών της Φιλικής Εταιρείας στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, στην οποία και είχαν μυηθεί οι πρόκριτοί της Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης και Ιωάννης Φίλων. Την εποχή εκείνη βοεβόδας της Λιβαδειάς ήταν ο Καρά Ισμαήλ Αγάς. Όταν ο τελευταίος έλαβε είδηση ότι κάποια κίνηση ετοιμάζουν οι Χριστιανοί κάτοικοι υποπτεύθηκε ότι ήταν ενέργεια του Αλή πασά σε αντιπερισπασμό εναντίον του οποίου κινούνταν σουλτανικά στρατεύματα. Για το λόγο αυτό ζήτησε από τον ιεραρχικά προϊστάμενό του Πασά της Χαλκίδας τη θανάτωση όλων των προκρίτων της περιοχής ή τουλάχιστον τη σύλληψή τους, όπως είχε ενεργήσει και ο καϊμακάμης της Τριπολιτσάς. Τότε οι παραπάνω τρεις πρόκριτοι όχι μόνο κατάφεραν με διάφορες ενέργειες και δωροδοκίες να κηρυχθούν αθώοι αλλά και εκμεταλλευόμενοι την υψηλή προστασία της πόλης να πετύχουν την αντικατάσταση του βοεβόδα δια του Χασάν Αγά.

Έτσι ανεπιτήρητοι πλέον οι πρόκριτοι της Λιβαδειάς συνέχισαν την προετοιμασία της εξέγερσης ορίζοντας τον κάτοικο της Λιβαδειάς Αθανάσιο Διάκο, (που είχε στο μεταξύ αποστατήσει από την Αυλή του Αλή πασά και είχε αναλάβει υπαρχηγός του αρματολού Οδυσσέα Ανδρούτσου και ειδικότερα τη φρούρηση της από Δαύλεια προς Αράχωβα και Άμφισσα (Σάλωνα) οδικής διέλευσης), την ανάληψη της αρχηγίας των όπλων στη περιοχή σε συνεργασία με τον από Αράχοβα σύντροφό του Βασίλη Μπούσγο.

Η έκρηξη της Επανάστασης στη περιοχή της Λιβαδειάς εκδηλώθηκε τη νύκτα της 25ης προς την 26η Μαρτίου του 1821 όταν έπεσε το "πρώτο βόλι" από τον Βασίλη Μπούσγο και τους ένοπλους άνδρες του, (που του είχαν θέσει στη διάθεσή του οι προύχοντες της Αράχοβας), στη θέση "στενό του Ζεμενού" σκοτώνοντας μερικούς Τούρκους. Η εμπλοκή αυτή που φέρεται να έγινε με υπόδειξη του Αθανασίου Διάκου λόγω της παρατεινόμενης ασυμφωνίας και αναβλητικότητας των προκρίτων της Λιβαδειάς, όπως ομοίως συνέβη και στα Καλάβρυτα, έσπευσε στη συνέχεια να την παρουσιάσει ευφυέστατα στον Χασάν Αγά της Λιβαδειάς ο ίδιος ο Α. Διάκος ως δήθεν επίθεση της εμπροσθοφυλακής του Ο. Ανδρούτσου που πλησιάζει με 10.000 Έλληνες επαναστάτες. Κατόπιν αυτού την ίδια ημέρα (26 Μαρτίου) ο Α. Διάκος έλαβε την άδεια της ελεύθερης στρατολόγησης ενόπλων ανδρών.

Παρότι και σε νέα προσπάθεια ο Α. Διάκος δεν πέτυχε τη σύμπνοια των προκρίτων προχώρησε σε πολεμικές ενέργειες αγνοώντας τους. Έτσι τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου ηγούμενος των στρατολογημένων από τον ίδιο επαναστατών κατέλαβε τον λόφο του Προφήτη Ηλία κατ΄ απέναντι θέση από το κάστρο της Λιβαδειάς στο οποίο καθώς και στον Πύργο Ώρα, στο μέσον της πόλης, είχαν καταφύγει οι Τούρκοι έχοντας μαζί τους ως ομήρους τους προεστώτες Ν. Νάκο και Λογοθέτη μόλις έμαθαν τον ξεσηκωμό της Άμφισσας. Από εκεί μετά την άρνηση του Χασάν αγά να παραδώσει την πόλη ο Α. Διάκος άρχισε την επίθεση. Στις 31 Μαρτίου, κατελήφθη η πόλη ενώ οι Τούρκοι, που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και στις 1 Απριλίου(13 Απριλίου ν.ημ.) παραδόθηκε το κάστρο. Σε πανηγυρική δοξολογία που φέρεται ν΄ ακολούθησε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου (Αταλάντης) και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου.

Δύο μήνες περίπου μετά στις 26 Ιουνίου διερχόμενος από την περιοχή ο Ομέρ Βρυώνης καταλαμβάνοντας την πόλη, εκτός του κάστρου πυρπόλησε μεγάλο μέρος της αυτής. Γενικά κατά τη διάρκεια της Επανάστασης η πόλη δοκιμάστηκε επανειλημμένα από τις τουρκικές στρατιές που κατευθύνονταν στην Πελοπόννησο, και στην περιοχή δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του Αγώνα. Κατά τις επιχειρήσεις του 1828 στην Ανατολική Στερεά, με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, οι Τούρκοι που βρίσκονταν στη Λιβαδειά πολιορκήθηκαν από το σώμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη και από άτακτο ιππικό, και στις 5 Νοεμβρίου 1828 παρέδωσαν την πόλη. Νέο όμως τουρκικό σώμα υπό τον Μαχμούτ πασά κατέλαβε και πάλι τη Λιβαδειά, που αναγκάστηκε όμως να την εγκαταλείψει τις 8 Φεβρουαρίου 1829, για να αποφύγει την κύκλωση με το σχέδιο που εφάρμοζε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Μετά δε τη μάχη της Πέτρας εξαφανίστηκαν και όλοι οι Τούρκοι από την Βοιωτία.
Νεότερη περίοδος

Με τη συγκρότηση του υποτυπώδους ελληνικού "κράτους κατ΄ εντολή", επί Ι. Καποδίστρια, η Λιβαδειά άρχισε να ανασυγκροτείται. Οι κάτοικοι που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές επανήλθαν και το 1841 η πόλη ήταν πλέον ένα από τα εύρωστα οικονομικά κέντρα του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου.

Η Λιβαδειά αποτέλεσε διοικητικό κέντρο της περιοχής. Αποτελεί έδρα του νομού Βοιωτίας και του Δήμου Λεβαδέων, ενώ υπήρξε έδρα της επαρχίας Λιβαδειάς. Ο πληθυσμός της παρουσιάζει συνεχή αύξηση με εξαίρεση τη δεκαετία του 1930 και 1940 που παρουσίασε ελαφριά μείωση.
Είναι παλιό αγροτικό κέντρο μιας εύφορης περιοχής, που παράγει βαμβάκι, καπνό, σιτηρά, κτηνοτροφικά κ.α. προϊόντα. Σήμερα έχει αξιόλογη βιομηχανία μεταλλικών κατασκευών, οικοδομικών υλικών, κτηνοτροφικών, καθώς και εκκοκκιστήρια βαμβακιού, νηματουργεία, κλωστήρια, υφαντουργεία, σπορελαιουργεία κ.α. Σημαντική ανάπτυξη παρουσιάζει επίσης η βιοτεχνία υφαντών και ειδών λαϊκής τέχνης. Η Λιβαδειά είναι οδικός κόμβος, ιδιαίτερα για τις συγκοινωνίες με την ορεινή Παρνασσίδα (Δελφούς, Όσιο Λουκά, Δίστομο, Δεσφίνα), με αξιόλογη εκδρομική και τουριστική κίνηση.

Στην περιοχή του Κάστρου Κωπαΐδας υπάρχει το αεραθλητικό πεδίο της Κωπαΐδας, το οποίο αποτελεί πόλο έλξης αεραθλητών από όλη την Αττική. Λειτουργεί από το 1988 υπό τη διεύθυνση του Γ. Παπαδόπουλου. Από το 2007 στο πεδίο λειτουργεί σχολή εκπαίδευσης πιλότων υπερελαφρών αεροσκαφών, στην οποία διδάσκει ο Ι. Καργαδούρης.

Αξιοθέατα

Η τοποθεσία Κρύα με δέντρα και νερά
Το πέτρινο θέατρο της Κρύας
οι αρχαίες πηγές της Λήθης και της Μνημοσύνης, στον ποταμό Έρκυνα, από τις οποίες υδρεύεται και σήμερα η πόλη
Τα ερείπια του μαντείου του Τροφωνίου,
Το βυζαντινό κάστρο, που επεκτάθηκε από τους Φράγκους και τους Καταλανούς
Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που είναι κτισμένο κοντά στα ερείπια ναού του Διός Βασιλέως
Το εκκλησάκι της Αγίας Ιερουσαλήμ στη σπηλιά της Ζωοδόχου Πηγής, δίπλα στο εκκλησάκι του Αϊ-Μηνά
Η μονή Λυκουρέση, της οποίας η σκεπή (ήταν φτιαγμένη από μόλυβδο) χρησιμοποιήθηκε κατά τη περίοδο της Τουρκοκρατίας για τη κατασκευή φυσιγγίων.
Ο Πύργος του Ρολογιού, ο οποίος χτίστηκε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας και χρησίμευε ως πυρσός.Το 1803, ο λόρδος Έλγιν, χάρισε στην πόλη ένα Ρολόι, προκειμένου να μην τον εμποδίσουν οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες και αγάδες στις ανασκαφές του Μαντείου του Τροφωνίου.Το ρολόι τοποθετήθηκε στον Πύργο λόγω της περίοπτης θέσης του και είναι ένα από τα χαρακτηριστικά σημεία στην Λιβαδειά
Ο οικισμός του Πέρα Χωριού με τη θέα που παρέχει (οι κάτοικοι της Λιβαδειάς το ονομάζουν και μικρό Παρίσι για την ομορφιά του).

Εκδηλώσεις

Κάθε Σεπτέμβριο διοργανώνονται από το Δήμο Λεβαδείας τα "Τροφώνια", πολιτιστικές εκδηλώσεις με θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις, "happenings" κ.ά. Στα πλαίσια των εκδηλώσεων του εορτασμού του χαρακτηριστικού Ρουμελιώτικου Πάσχα, η πόλη στολίζεται πανηγυρικά. Ψήνονται αρνιά, κοκορέτσια και σπληνάντερα, παλαιότερα στην κεντρική πλατεία και τους δρόμους, ενώ σήμερα στο χώρο της Κρύας, όπου οι ντόπιοι και οι επισκέπτες κερνιούνται φαγητό και κρασί. Το γλέντι ολοκληρώνεται με δημοτική μουσική και χορούς.


http://el.wikipedia.org

-->
Νεότερη Παλαιότερη