Η πολυπυρηνική οικογένεια και η αποδιάρθρωση της διευρυμένης παραδοσιακής οικογένειας στην Ελλάδα

 

Η πολυπυρηνική οικογένεια και η αποδιάρθρωση της διευρυμένης παραδοσιακής οικογένειας στην Ελλάδα

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

Ενότητα 1: Διασύνδεση των οικογενειακών και συγγενικών σχέσεων με τις παραγωγικές δραστηριότητες στην πολυπυρηνική πατροπλευρική οικογένεια και στην μητροπλευρική «οικογένεια-κορμό» και οι λόγοι αργοπορίας της έρευνας για την πολυπυρηνική οικογένεια στην Ελλάδα

Υποενότητα 1.1: Η συνύφανση των οικογενειακών και συγγενικών σχέσεων με τις παραγωγικές δραστηριότητες στην πολυπυρηνική πατροπλευρική οικογένεια και στην μητροπλευρική «οικογένεια-κορμό» .

Υποενότητα 1.2: Τα αίτια καθυστέρησης της έρευνας για την πολυπυρηνική οικογένεια στην Ελλάδα.  

Ενότητα 2: Στοιχεία που συνετέλεσαν στη σχετική αποδιάρθρωση της διευρυμένης παραδοσιακής οικογένειας κατά τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού και οι τρόποι επιβίωσης της συνεργασίας της οικογένειας στον αστικό χώρο ως «τροποποιημένη μορφή πολυπυρηνικής οικογένειας». 

Υποενότητα 2.1: Οι παράγοντες που συνέβαλλαν στη σχετική αποδιάρθρωση της διευρυμένης παραδοσιακής οικογένειας στη διαδικασία του εκσυγχρονισμού. 

Υποενότητα 2.2: Οι τρόποι επιβίωσης της συνεργασίας της οικογένειας στον αστικό χώρο ως «τροποποιημένη μορφή πολυπυρηνικής οικογένειας».  

Επίλογος 

Βιβλιογραφία

 

Πρόλογος

 

Η οικογένεια, ως οργανωμένη κοινωνική ομάδα, αποτελείται από μέλη διαφορετικών γενεών, καθορίζεται από κανόνες σχετικούς με την καταγωγή, την συγγένεια, όχι κατ’ ανάγκην εξ’ αίματος και την κοινωνικοποίηση των παιδιών, ενώ ως ζωντανό και δυναμικό κοινωνικό σύστημα, υπόκειται σε διαρκείς μεταλλάξεις και διαφοροποιήσεις στο διάβα του χρόνου (Γιώτσα, 2007: 25). 

Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας ερευνούμε το πως συνδέονται οι οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις με τις παραγωγικές δραστηριότητες στην περίπτωση της πολυπυρηνικής πατροπλευρικής οικογένειας και στην περίπτωση της μητροπλευρικής «οικογένειας-κορμός» και για ποιους λόγους καθυστέρησε η έρευνα για την πολυπυρηνική οικογένεια στην Ελλάδα.

Στη δεύτερη ενότητα μελετούμε ποιοι παράγοντες (οικονομικοί, πολιτισμικοί κ.λπ.) συντελούν στη σχετική αποδιάρθρωση της διευρυμένης παραδοσιακής οικογένειας κατά τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού και με ποιους τρόπους επιβιώνει η συνεργασία της οικογένειας στον αστικό χώρο ως «τροποποιημένη μορφή πολυπυρηνικής οικογένειας».

 

 

Ενότητα 1: Η διασύνδεση των οικογενειακών και συγγενικών σχέσεων με τις παραγωγικές δραστηριότητες στην πολυπυρηνική πατροπλευρική οικογένεια και στην μητροπλευρική «οικογένεια-κορμό» και οι λόγοι αργοπορίας της έρευνας για την πολυπυρηνική οικογένεια στην Ελλάδα.

 

Υποενότητα 1.1: Η συνύφανση των οικογενειακών και συγγενικών σχέσεων με τις παραγωγικές δραστηριότητες στην πολυπυρηνική πατροπλευρική οικογένεια και στην μητροπλευρική «οικογένεια-κορμό».

 

Ο όρος οικογένεια στον ελλαδικό χώρο αντιστοιχίζεται με τον επιστημονικό όρο «οικιακή ομάδα», αποτελούμενη κυρίως από συγγενείς, συστεγαζόμενους και αλληλοεξαρτώμενους, με κοινή κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα, συνιδιοκτήτες της ακίνητης περιουσίας (Αλεξάκης, 2004: 37-38).

Ο θεσμός της οικογένειας στην Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική ποικιλομορφία. Μια από τις μορφές παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας είναι η πατροπλευρική πολυπυρηνική ή πατριαρχική οικογένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από την επιρροή και εξουσία του πατέρα, αναφέρεται δε ως πατροπλευρική, καθόσον η μορφή και η δομή των συγγενών σχετίζεται με την πλευρά των ανδρών (Αλεξάκης, 2002: 55-56).

Επίσης εδράζεται στην πατροτοπικότητα, βάση της οποίας οι σύζυγοι των γιων της οικογένειας, εγκαθίστανται στην οικία των πεθερικών τους, τοιουτοτρόπως η οικογένεια αποτελείται από τους γονείς και δύο ή περισσότερους γιους (αδελφούς) με τις συζύγους τους (συννυφάδες), ενώ μετατρέπεται σε «αδελφική», μετά τον θάνατο των γονέων (Αλεξάκης, 2002: 56).

Τα μέλη της πολυκεντρικής αγροτικής οικογενειακής ομάδας, συμβίωναν εκμεταλλευόμενοι από κοινού τους αγρούς και τα ποίμνιά τους, με κοινή κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα, κατά βάση σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας, όπου κυριαρχούσε η εκτεταμένη νομαδική κτηνοτροφία (Σαρακατσάνοι, Βλάχοι της Πίνδου), αλλά και στον κάμπο  της Θεσσαλίας (Καραγκούνηδες) ή άλλες πεδινές περιοχές όπου δεν ανθούσε ακόμη η οικονομία και απαιτούνταν πολλά εργατικά χέρια για την εντατική καλλιέργεια των δημητριακών (Αλεξάκης, 2002: 56)

 Όπως αναφέρει ο Αλεξάκης (2002: 57), στην πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια λειτουργούσε, έστω συμβολικά, το έθιμο της «εξαγοράς της νύφης», με την καταβολή υλικών ανταλλαγμάτων στην οικογένειά της από το γαμπρό ή τον πεθερό της.

Η παραδοσιακή μορφή της μητροπλευρικής «οικογένειας-κορμού», αναφερόμενη και ως μητροκεντρική ή μητροεστιακή, ερείδεται στην διαμονή του γαμπρού στο πατρικό σπίτι της νύφης (σώγαμπρος), κάτι που απαντάται κατεξοχήν σε κάποια Αιγαιοπελαγίτικα νησιά (Δωδεκάνησος, Κυκλάδες, Σάμο, Χίο, Λέσβο) και στην ανατολική Κρήτη (Αλεξάκης, 2002: 60).

Σε τούτη την περίπτωση αντιστρέφονται οι ρόλοι, καθώς τη συνέχιση του «σπιτιού», όπως και το γηροκόμι των γονέων της, αναλαμβάνει συχνότερα η πρωτότοκη κόρη (πρωτοκόρη ή κανακάρα), ενώ το ζευγάρι συμβιώνει με τους γονείς της νύφης, χωρίς απαραίτητα να μένουν στο ίδιο σπίτι, αλλά πάντως σε συνεχόμενο ή γειτνιάζον (Αλεξάκης, 2002: 60).

Σύμφωνα με τον Αλεξάκη (2002: 60), αυτός ο τύπος οικογένειας συσχετίζεται οικονομικά με την ενασχόληση των ανδρών με την αλιεία, την ναυτιλία και όλα τα θαλάσσια επαγγέλματα, χωρίς ασφαλώς να αποκλείονται έτεροι παράγοντες, όπως η εμπορευματική αγροτική οικονομία και η αστική ανάπτυξη.

 

Υποενότητα 1.2: Τα αίτια καθυστέρησης της έρευνας για την πολυπυρηνική οικογένεια στην Ελλάδα.

 

Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ελάχιστα πράγματα γνωρίζαμε για την δομή της αγροτικής και αστικής ελληνικής οικογένειας, καθώς το ενδιαφέρον της κοινωνίας και της επιστήμης για το θέμα ήταν περιορισμένο και οι όποιες γνώσεις προέρχονταν από τις αναφορές παλαιών περιηγητών (Leake 1830: 209) και μερικούς ξένους κοινωνικούς ανθρωπολόγους που εργάστηκαν στην Ελλάδα (Cambell 1964, Friedl 1965, du Boulay 1974), οι οποίοι πάντως εστίασαν περισσότερο στις σχέσεις μεταξύ των μελών, παρά στη δομή της οικογένειας (Αλεξάκης, 2004: 36).

Ωστόσο όμως, ο μελετητής της βαλκανικής zadruga, Philip Mosely (1976), ο οποίος ερεύνησε τον βορειοελλαδικό χώρο στο τέλος του μεσοπολέμου, δεν εντόπισε σημαντικές διαφορές από την zadruga των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών (Αλεξάκης, 2004: 36).

Όπως αναφέρει ο Αλεξάκης (2004: 37), παρότι υπήρχαν πληροφορίες για την ύπαρξη πολυπυρηνικής οικογένειας στον ελλαδικό χώρο, το φαινόμενο θεωρούνταν σποραδικό και σπάνιο, ενώ στις δημοσιεύσεις του ίδιου περί του αντιθέτου, οι κοινωνικοί επιστήμονες αντιδρούσαν διατυπώνοντας επιφυλάξεις που εδράζονταν στην πεποίθηση πως το επικρατούν κοινωνικό μοντέλο στην Ελλάδα προσέγγιζε την Δυτική Ευρώπη παρά τα λοιπά Βαλκάνια.

Επιπλέον οι κοινωνικοί επιστήμονες θεωρούσαν ασύμβατο το θεσμό της προίκας και της ανάπτυξης του εμπορίου και της ναυτιλίας στον ελληνικό χώρο με την παρουσία πολυπυρηνικής οικογένειας, καθώς υπήρχε σαφής άγνοια των κοινωνικοοικονομικών δομών του αγροτικού ηπειρωτικού χώρου, όπως της κτηνοτροφίας και των εντατικών καλλιεργειών δημητριακών στις πεδινές περιοχές (Αλεξάκης, 2004: 37-38).

Επιπροσθέτως, πίστευαν πως η πολυπυρηνική οικογένεια ήταν χαρακτηριστικό των Σλάβων και ιδιαιτέρως των Σέρβων, μια θεωρία υποκινούμενη από τον Σέρβο ανθρωπογεωγράφο Jovan Cvijić (1918) η οποία έγινε αβίαστα αποδεκτή από τον Καραβίδα (1931), ενώ αντιθέτως θεωρούσαν ότι στην Ελλάδα κυριαρχούσε ο θεσμός της κοινότητας (Αλεξάκης, 2004: 37-38).

Οι εθνοκεντρικές αντιλήψεις της εποχής δεν αποδέχονταν την καθοιονδήποτε τρόπο συσχέτιση των Ελλήνων με τους Σλάβους, καθώς ο απόηχος της θεωρίας του Φαλμεράϋερ περί καταγωγής των Νεοελλήνων από τη Σλαβική φυλή (Σκλαβούνος, 2008: 109), δεν είχε ακόμη κοπάσει.

Η υστέρηση στην ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών (Κοινωνιολογία, Κοινωνική Ανθρωπολογία, Εθνολογία) στην Ελλάδα, οφείλεται κυρίως στην πολιτική κατάσταση (δικτατορία, συντηρητικές κυβερνήσεις) η οποία δεν ευνοούσε την ανάπτυξή τους, καθώς επίσης και στην απουσία ενός διευρυμένου επιστημονικού προβληματισμού (Αλεξάκης, 2004: 36).

 

Ενότητα 2: Τα στοιχεία που συνετέλεσαν στη σχετική αποδιάρθρωση της διευρυμένης παραδοσιακής οικογένειας κατά τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού και οι τρόποι επιβίωσης της συνεργασίας της οικογένειας στον αστικό χώρο ως «τροποποιημένη μορφή πολυπυρηνικής οικογένειας»

 

Υποενότητα 2.1: Οι παράγοντες που συνέβαλλαν στη σχετική αποδιάρθρωση της διευρυμένης παραδοσιακής οικογένειας στη διαδικασία του εκσυγχρονισμού.

 

Στις δυτικές κοινωνίες, συνηθίσαμε στην εικόνα μιας τυπικής οικογένειας που κατοικεί στο ίδιο σπίτι, αποτελούμενη από την μητέρα, τον πατέρα και τα παιδιά τους, δηλαδή την κλασσική πυρηνική οικογένεια.

Ωστόσο, ο θεσμός της οικογένειας-συγγένειας υπόκειται σε διαρκείς αλλαγές στην οργάνωση και την δομή του, καθώς την εκτεταμένη, παραδοσιακή οικογένεια του 19ου και την πυρηνική οικογένεια του 20ου αιώνα, ακολουθούν σήμερα νέες μορφές οικογένειας, εξαιτίας του εκσυγχρονισμού, της αστικοποίησης και της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών και επιστημών, οι οποίες επιφέρουν αναπόφευκτα σπουδαίες αλλαγές στα πρότυπα και τις αξίες των παραδοσιακών κοινωνιών, οδηγώντας στην μεταμοντέρνα οικογένεια (Καλογεράκη, 2008: 137).

Κατά τον Νιτσιάκο (1993: 109), δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πως υπήρξε μια γενικότερη και ομοιογενής μετάβαση από την διευρυμένη στην απλή οικογένεια, καθώς ο διαρκώς αναπροσαρμοζόμενος κύκλος ανάπτυξης μιας ομάδας εξαρτάται από τις συνθήκες λειτουργίας της, ενώ ταυτόχρονα συνιστά τοπική διαφοροποίηση και ελαστικότητα του θεσμού.

Οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην αποδιοργάνωση της διευρυμένης παραδοσιακής οικογένειας κατά την περίοδο του εκμοντερνισμού της κοινωνίας είναι πολλοί και ποικίλοι.

Κατ’ αρχάς, οι ανάγκες επιβίωσης της οικογένειας άλλαξαν άρδην καθώς υποχωρούσε η απασχόληση του Έλληνα με την παραδοσιακή γεωργία, την αλιεία και μικρές βιοτεχνικές μονάδες της επαρχίας, ενώ κατά την περίοδο της αστικοποίησης αυξάνονταν η ενασχόλησή του στις βιομηχανίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, τον τουρισμό και το δημόσιο τομέα (Γεώργας, 1999: 33).

Η τύχη της διευρυμένης οικογένειας ήταν αλληλεξαρτώμενη με το θεσμό της κοινότητας, καθώς όταν εξασθενούσε η κοινότητα ενδυνάμωνε η οικογένεια, πράγμα που σήμερα δεν συμβαίνει, καθώς η αποδυνάμωση της κοινότητας οδηγεί στην αποδόμηση των οικογενειακών δομών (Νιτσιάκος, 1993: 110).

Επίσης, η δημιουργία θεμελιωδών κρατικών θεσμών, η οικονομική φιλελευθεροποίηση, η γεωγραφική κοινωνική κινητικότητα και η βιομηχανοποίηση, εξασθενούν τις οικογενειακές δομές, στερούμενες παλαιότερες λειτουργίες τους, μια διαδικασία που αποκαλείται «απώλεια λειτουργίας» («loss of function») (Νιτσιάκος, 1993: 111).

Για παράδειγμα, η κοινωνικοποίηση των παιδιών, μία εκ των βασικότερων  οικογενειακών λειτουργιών, επαφίεται σε εξωτερικούς θεσμούς, όπως παιδική μέριμνα και εκπαίδευση (παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, σχολεία), αλλά και η φροντίδα των υπερήλικων γονέων στους οίκους ευγηρίας, ενώ η παραγωγική διαδικασία διαχωρίζεται από την στενή οικιακή οικονομία, καθώς το άτομο αποτελεί πλέον αυτοτελή οικονομική μονάδα, έχοντας ξεχωριστή δουλειά και εισόδημα, πέραν της οικογένειας (Νιτσιάκος, 1993: 111).

Η γοργή μεταβολή του κύκλου ανάπτυξης θεωρείται ένας ακόμη παράγοντας, καθώς ο ρυθμός διάσπασης της οικογένειας επιταχύνεται, κλείνοντας με τους γάμους των παιδιών (Νιτσιάκος, 1993: 111-112).

Ένας επιπρόσθετος λόγος που επηρεάζει τις οικογενειακές σχέσεις και προκαλεί εντάσεις και συγκρούσεις, είναι η μετακόμιση μελών της οικογένειας στα αστικά κέντρα, καθώς τούτο διαταράσσει παλιότατες κοινωνικές συνήθειες, όπως οι κανόνες κληρονομιάς (Νιτσιάκος, 1993: 113).

Η αιφνίδια είσοδος μιας νέας γυναίκας, συζύγου ενός εκ των αδελφών σε μια παραδοσιακή οικογένεια, πολλές φορές είναι προφανής αιτία συγκρουσιακών  καταστάσεων, καθώς συνήθως η προίκα, ως πρόσθεση περιουσίας, δημιουργεί προβλήματα στην οικονομική διαχείριση (Νιτσιάκος, 1993: 116-117).

Συγχρόνως, η ανάγκη εκπαίδευσης στις αστικοποιημένες κοινωνίες, ως μέσο κοινωνικοποίησης και εισαγωγής στην παραγωγική διαδικασία, προϋποθέτει έξοδο από την οικογενειακή σφαίρα και απαιτεί εξωτερικές κατευθύνσεις, ενώ παράλληλα διαταράσσεται η αναλογική ισορροπία παραγωγών-καταναλωτών, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως εμφανή ρήγματα στη λειτουργία της εστιακής ομάδας (Νιτσιάκος, 1993: 117-118).

Επιπροσθέτως, τα νέα ιδεώδη της ατομικότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της καταξίωσης και της ανέλιξης, όπως και η χειραφέτηση των γυναικών, διέβρωσαν έτι περαιτέρω την ομαδικότητα της διευρυμένης οικογένειας (Νιτσιάκος, 1993: 118).

Οι γυναίκες διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στις αλματώδεις αλλαγές στον οικογενειακό θεσμό, καθώς ενισχύθηκε η θέση τους στις σύγχρονες κοινωνίες, διεκδίκησαν και πέτυχαν ισότητα και ανώτερη μόρφωση, ενώ εντάχθηκαν στην αγορά εργασίας, αποκτώντας οικονομική ανεξαρτησία (Καλογεράκη, 2008: 138).

Σημαντικότατη παράμετρο για την διάσπαση της διευρυμένης οικογένειας αποτέλεσε και η κρατική μέριμνα, μέσω δανεικών διευκολύνσεων, καθώς καθίστασαι πλέον εφικτή η απόκτηση κατοικίας και συνεπώς η αυτονόμηση του νέου σπιτικού (Νιτσιάκος, 1993: 118).

Κατά τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού, εμφανίστηκαν ιδιαίτερες μορφές διάρθρωσης της οικογένειας, καθώς πολλαπλασιάστηκαν οι μονογονεϊκές ή θετές οικογένειες, ως συνέπεια των γεννήσεων εκτός γάμου και της αύξησης των διαζυγίων (Καλογεράκη, 2008: 138), θεσμοθετήθηκε το σύμφωνο συμβίωσης, διευρύνθηκαν τα ζευγάρια που αρνούνται συνειδητά την τεκνοποιία, ενώ επαναπροσδιορίζονται πλέον νομικά και ηθικά τα δικαιώματα των λεσβιακών και ομοφυλόφιλων ζευγαριών, σχετικά με την γονεϊκότητα και το γάμο.

Παράλληλα, αναφύονται περίπλοκα ηθικοκοινωνικά ζητήματα που αφορούν τις σύγχρονες τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, με τη χρήση σπέρματος δότη ή ωαρίου δότριας, παρότι οι χορηγοί είναι συνήθως ανώνυμοι, όπως και το ζήτημα της παρένθετης μητέρας, η οποία κυοφορεί έμβρυο για λογαριασμό κυρίως άτεκνων ζευγαριών, παρότι νομικά δεν αποτελούν μέρος της οικογένειας (Przecha, 2002).

 

Υποενότητα 2.2: Οι τρόποι επιβίωσης της συνεργασίας της οικογένειας στον αστικό χώρο ως «τροποποιημένη μορφή πολυπυρηνικής οικογένειας»

 

Η πολυπυρηνική οικογένεια στην Ελλάδα, ουσιαστικά διασπάσθηκε και αποδιοργανώθηκε, πλην όμως παρατηρούμε ακόμη ένα είδος συνεργασίας μεταξύ παντρεμένων αδερφών, πιθανότατα με την «τροποποιημένη μορφή» πολυπυρηνικής οικογένειας (Αλεξάκης, 2004: 53).

Σύμφωνα με τον Γεώργα (1999: 38-39), έρευνες καταδεικνύουν πως ένας σοβαρός αριθμός οικογενειών σε αστικά κέντρα έχουν εγκατασταθεί σε παρακείμενα σπίτια, ενώ οικογένειες που εμφανίζονται ως τυπικές πυρηνικές, έχουν σε διπλανές κατοικίες ή διαμερίσματα στενούς συγγενείς, αδέλφια, ξαδέλφια, θείους, παππούδες κ.ά..

Ένας σπουδαίος λόγος διατήρησης της συνεργασίας και των οικογενειακών δεσμών στο αστικό πεδίο ήταν και ο θεσμός της αντιπαροχής, καθώς ο ιδιοκτήτης οικοπέδου ελάμβανε αντάλλαγμα για το χτίσιμο πολυκατοικίας κάποια διαμερίσματα, δυνάμενος να προικίσει τις κόρες του ή να παραχωρήσει στο γιο του, με αποτέλεσμα να εγκαθίσταται τελικά όλη οι οικογένεια στο ίδιο κτίριο (Αλεξάκης, 2004: 55).

Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε με τα οικοδομικά «πανωσηκώματα», παραχώρηση δηλαδή του «αέρα» σε οικοδομή των γονέων, για μελλοντικό χτίσιμο κατοικίας και διαμονή των παιδιών τους, μετά το γάμο, όπως και στην περίπτωση της παραχώρησης κατοικίας στα παιδιά, με ταυτόχρονη παρακράτηση της ψιλής κυριότητας ή της επικαρπίας από τους γονείς, μέχρι το θάνατό τους (Αλεξάκης, 2004: 55).

Στην πραγματικότητα οι δεσμοί και η συνεργασία μεταξύ της πυρηνικής, συζυγικής οικογένειας με την ευρύτερη οικογένεια δεν αποκόπτονται ποτέ εντελώς, τουναντίον τα μέλη της ανταλλάσσουν επισκέψεις, συνδράμουν στην φροντίδα και τη φύλαξη των ανήλικων παιδιών ή σε περιπτώσεις ασθένειας, ενώ όσοι μένουν ήδη στα αστικά κέντρα βοηθούν τους νεοφερμένους να προσαρμοστούν, ενδιαφέρονται και στηρίζουν ο ένας τον άλλο (Αλεξάκης, 2004: 56).

Ένας ακόμη παράγοντας που συγκρατεί τους δεσμούς κατά τη διαδικασία μετάβασης από την διευρυμένη στην απλή πυρηνική οικογένεια, είναι και το ζήτημα της φροντίδας των γονέων, καθώς εκείνοι χρησιμοποιούν τα κληρονομικά δικαιώματα επί της πατρικής περιουσίας, ως μέσον άσκησης ελέγχου των παιδιών τους, κρατώντας οι ίδιοι ένα σημαντικότατο μέρος της περιουσίας (μοιράδι) ως δέλεαρ (Νιτσιάκος, 1993: 113).

Επίλογος

 

Κατά τον Νιτσιάκο (1993: 96-97) «η οικογένεια ακολούθησε μια προοδευτική εξελικτική πορεία από την πρωτόγονη ελευθερογαμία, μέσω του ομαδικού γάμου, της μητριαρχίας και της πατριαρχίας», έως ότου καταλήξει στην τελειότερη μορφή του, την «μονογαμική συζυγική οικογένεια».

Αποφασιστικός παράγων κοινωνικής οργάνωσης υπήρξε η συγγένεια, καθώς οι συγγενειακές σχέσεις λειτουργούσαν ως παραγωγικές (Νιτσιάκος 2004: 98), ενώ αρκετές γενιές και κλάδοι μιας εκτεταμένης οικογένειας ζούσαν στην ίδια κατοικία και είχαν κοινή κοινωνικοοικονομική δράση, είτε επρόκειτο για πολυπυρηνική πατροπλευρική οικογένεια, είτε για μητροπλευρική «οικογένεια-κορμό».

Σύμφωνα με τον Αλεξάκη (2004: 38) η αργοπορία της έρευνας για την ύπαρξη της πολυπυρηνικής οικογένειας στον ελλαδικό χώρο οφείλεται εν πολλοίς στην «ιδεολογικοποίηση και πολιτικοποίηση της επιστήμης», όπως και στα επικρατούντα ψευδή στερεότυπα.

Κατά τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού οι νέοι τείνουν να απομακρύνονται από τον τόπο που μεγάλωναν, αναζητώντας θέσεις εργασίας στις αστικοποιημένες κοινωνίες, αφήνοντας πίσω τους τις παλαιότερες γενιές.

Βασική συνέπεια των αλλαγών που συντελέστηκαν στην οικονομική κοινωνική δομή, είναι η αυτονόμηση της συγγενικής σχέσης από τις σχέσεις παραγωγής (Τσαντηρόπουλος, 2006:  41).

Ωστόσο, η συμβίωση τριών γενεών μιας οικογένειας εξακολουθεί να παρατηρείται ακόμη και σήμερα στην επαρχία, καθώς και στα αστικά κέντρα, ενώ η αλληλοβοήθεια λαμβάνει νέες και ποικίλες μορφές (Αλεξάκης, 2004: 54).

 

Βιβλιογραφία

  • Αλεξάκης, Ελευθέριος, «Οικογένεια», στο Γ. Αικατερινίδης κ.ά., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, τ. Α΄ κεφ. 2, Πάτρα, ΕΑΠ, 2002,  σ. 49-71.
  • Αλεξάκης, Ελευθέριος, «Αναζητώντας τις οικογενειακές δομές στη νεότερη  Ελλάδα. Η περίπτωση της πολυπυρηνικής οικογένειας», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τ. 29-30 (1999-2003), Αθήνα 2004, σ. 35-60.
  • Γεώργας, Δημήτριος, Ψυχολογικές διαστάσεις της σύγχρονης οικογένειας. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 98, 1999, σ.  21-47.
  • Γιώτσα, Άρτεμις. Δομή και λειτουργία της ελληνικής οικογένειας. Ομοιότητες και διαφορές με τη μορφή της οικογένειας σε άλλες χώρες. Επιστημονική Επετηρίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τόμος Γ΄, (2007), σελ. 25-41.
  • Καλογεράκη, Στεφανία, Οικογενειακά μοντέλα και γονική επιτήρηση: Μια συγκριτική μελέτη μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Σουηδίας και Ελλάδας, Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη, Τόμος 3ος, Τεύχος 2, 2008, σ. 137-151, διαθέσιμο στο: http://www.epeksa.gr/maglist.asp .
  • Νιτσιάκος, Βασίλης, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, Οδυσσέας, Αθήνα 1993, σ. 95-120.
  • Przecha, Donna, Marriage in the Modern Age. How to Record Non-Traditional Relationships in Your Family History, 2002, Πρόσβαση 4/1/2018, http://www.genealogy.com/articles/research/69_donna.html.
  • Σκλαβούνος, Γεράσιμος, Περί συνέχειας και ασυνέχειας των Ελλήνων. Αντίλογος στον Φαλμεράϋερ και στη θεωρία των βορείων Αρίων. Εκδ. Γόρδιος, Αθήνα, 2008.
  • Τσαντηρόπουλος, Άρης, «Σχέσεις και ομάδες συγγένειας στο σύγχρονο πλαίσιό τους.  Η περίπτωση της ορεινής Κρήτης», Εθνολογία 12, σ. 5-48.

ΕΛΠ41 - Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι - 2η, 2017-2018.


*Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 




Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη