«Ομοιότητες και διαφορές των επικών προσώπων στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου Ροδίου και την Ιλιάδα του Ομήρου και στοιχεία της βιογραφίας στην «Ιππαρχία» του Διογένη Λαέρτιου»


 «Ομοιότητες και διαφορές των επικών προσώπων στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου Ροδίου και την Ιλιάδα του Ομήρου και στοιχεία της βιογραφίας στην «Ιππαρχία» του Διογένη Λαέρτιου»


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 

Ενότητα 1η: Ομοιότητες και διαφορές στην παρουσίαση των επικών προσώπων στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου Ροδίου και την Ιλιάδα του Ομήρου 

Ενότητα 2η: Ενότητα 2η: Χαρακτηριστικά στοιχεία της βιογραφίας στην «Ιππαρχία», από τους «Βίους φιλοσόφων» του Διογένη Λαέρτιου 

Επίλογος  

Βιβλιογραφία 

Εισαγωγή

Κατά την ελληνιστική περίοδο, η φιλολογία γνωρίζει για πρώτη φορά συστηματική ανάπτυξη, ενώ η ποιητική παραγωγή αποκτά λόγιο χαρακτήρα και ειδολογική ποικιλία, ως προσπάθεια ανανέωσης του ποιητικού λόγου.[1] Γνωστότερος επικός ποιητής της ελληνιστικής περιόδου είναι ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο οποίος μας παρέδωσε το μοναδικό ακέραια σωζόμενο έπος του αρχαίου κόσμου,[2] ανάμεσα στον Όμηρο και την Αινειάδα του Βιργιλίου, το αφηγηματικό έπος Αργοναυτικά, για το οποίο ανάσκαψε όλη σχεδόν την προηγούμενη ελληνική λογοτεχνία και κυρίως άντλησε από τα ομηρικά έπη.[3] Η επίδραση του Ομήρου στο έργο του Απολλώνιου είναι ορατή, αλλ’ όχι ως απλή μίμηση, καθώς έναντι των ομηρικών επών, ο δεύτερος εφαρμόζει τις δύο τυπικές αρχές της ελληνιστικής ποίησης, δηλαδή την «αντίθεση μέσω της μίμησης» και την «αρχή του ανταγωνισμού με την παράδοση», ενώ τα Αργοναυτικά εμπεριέχουν στοιχεία και άλλων λογοτεχνικών ειδών, όπως η τραγωδία και η λυρική ποίηση.[4]

Στη λογοτεχνική παραγωγή της αυτοκρατορικής εποχής (Δεύτερη Σοφιστική), ανθεί και εκτιμάται ιδιαίτερα το είδος της βιογραφίας, ενώ ο βιογράφος των φιλοσόφων Διογένης Λαέρτιος επιχειρεί μια προσωπογραφική κατάταξη της φιλοσοφίας, ως την εποχή του.[5]

Στην πρώτη ενότητα της παρούσας εργασίας καλούμαστε να εντοπίσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές στην παρουσίαση των επικών προσώπων και των μεταξύ τους σχέσεων, στο χωρίο από  τα Αργοναυτικά του Απολλωνίου Ροδίου (3ο, σ. 275-300) και το απόσπασμα από την Ιλιάδα του Ομήρου (Ζ 381-502), λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση του ελληνιστικού ή νεωτερικού έπους του Απολλώνιου Ρόδιου με το αρχαϊκό ή παραδοσιακό του Ομήρου. Στη δεύτερη ενότητα, εντοπίζουμε τα χαρακτηριστικά στοιχεία της βιογραφίας στο απόσπασμα του Διογένη Λαέρτιου από τους «Βίους φιλοσόφων» (ΣΤ΄ 6.96-98, Ιππαρχία), σχολιάζοντας επίσης τη σημασία της παιδείας κατά την αυτοκρατορική περίοδο.

Ενότητα 1η: Ομοιότητες και διαφορές στην παρουσίαση των επικών προσώπων στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου Ροδίου και την Ιλιάδα του Ομήρου

Οι ήρωες των επών του Ομήρου λειτουργούν ως σύμβολα, είναι χαρακτηριστικοί τύποι μυθικού ηρωισμού, ενώ στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου, το χαρακτηριστικό νεωτερικό έπος, παρουσιάζονται μέσα από έναν ατομικό, ψυχογραφικό ρεαλισμό, σκιαγραφώντας τον ψυχισμό των χαρακτήρων μέσα από τη δράση, ενώ ο ίδιος εισάγει στο τοπίο και την γυναίκα, ως κυρίαρχη προσωπικότητα. Αν και το ύφος του Απολλώνιου είναι οικεία ομηρικό, ο αισθησιακός ερωτικός φωτοτροπισμός του σε τίποτε δεν θυμίζει τον Όμηρο.[6] Κοινό στοιχείο είναι το δακτυλικό εξάμετρο, ενώ η γλώσσα των Αργοναυτικών έχει ως βάση την ομηρική.[7]

Στην πολυξάκουστη σκηνή της Ιλιάδας, Ἕκτορος και Ἀνδρομάχης ὁμιλία, παρουσιάζεται ο  μεγαλύτερος ήρωας των Τρώων, όχι ως πολυθρύλητος πολεμιστής, αλλά σαν γιος, αδερφός, σύζυγος και πατέρας και μας υποδεικνύει τους δεσμούς που τον κρατούν μέσα στην πόλη και ταυτόχρονα τον ωθούν έξω στη μάχη για να τους υπερασπιστεί.[8]

Σε μια πολύ δύσκολη καμπή του πολέμου της Τροίας, ο Έκτορας, ακολουθώντας τις υποδείξεις του μάντη Έλενου, επιστρέφει εντός των τειχών της πόλεως για να συναντήσει τη μητέρα του Εκάβη, ώστε εκείνη να προβεί, μαζί με τις τρωάδες, σε δεήσεις για τη σωτηρία τους, ενώ σπεύδει να συναντήσει την σύζυγό του Ανδρομάχη και το γιο τους Αστυάνακτα, για να τους αποχαιρετήσει σαν να ήταν η τελευταία φορά.

Τους συναντά τελικά στις Σκαιές πύλες, όπου η Ανδρομάχη του ζητά με σοβαρά επιχειρήματα να παραμείνει μαζί τους, θυμίζοντάς του πως είναι για κείνη τα πάντα, όμως εκείνος δείχνει απαθής στο δέος του επερχόμενου θανάτου, παρότι συμμερίζεται την αγωνία της και καθώς γνωρίζει την τύχη της πόλης, της λέει πως προτιμά να είναι νεκρός παρά να δει τη γυναίκα του αιχμάλωτη των εχθρών Αχαιών και της επισημαίνει πως δεν μπορεί να μείνει, εφόσον το καθήκον προς την πατρίδα τον καλεί.[9]

Στην συνέχεια επιχειρώντας να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα, στρέφεται πως το μικρό του γιο, που αποτραβιέται στη θέα της πανοπλίας και της περικεφαλαίας, ο ίδιος γελά κι αποθέτει για λίγο το κράνος του, αγκαλιάζοντας και παίζοντας με το παιδί του για τελευταία φορά, ενώ ζητά απ’ τους θεούς να του μοιάσει και να τον ξεπεράσει.[10]

Κατόπιν αφήνει τους οικείους του, έχοντας ένα εσωτερικό διχασμό, ενώ η φύση του ήρωα-πολεμιστή υπερισχύει εκείνης του συζύγου- πατέρα, καθώς βάζει πάνω απ’ όλα το κλέος, την τιμή και την ανδρεία.[11]

Για την αλεξανδρινή λογοτεχνική σκηνή, η περίπτωση του «ερωτικού αντιήρωα» Ιάσονα αντιπροσωπεύει τη νέα, πιλοτική κατεύθυνση της ποίησης η οποία οφείλει να αντιπαλέψει με το γόητρο ενός μεγάλου και θαυμαστού λογοτεχνικού παρελθόντος.[12]

Ο Ιάσονας διαθέτει σαγηνευτική, αισθητική παρουσία, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τους επικούς ήρωες, αλλά ως ήρωας του έπους καταφέρνει να φέρει εις πέρας την αποστολή του μόνο και μόνο επειδή διαθέτει αυτή την αισθησιακή παρουσία και την ερωτική ευγλωττία, κάτι που συνηθίζεται στα Αργοναυτικά, όπως και στις ρομαντικές μυθιστορίες.[13]

Στο τρίτο βιβλίο των Αργοναυτικών ο Απολλώνιος πραγματεύεται πλέον τα γεγονότα υπό το πρίσμα της Μήδειας κι όχι από τη σκοπιά του Ιάσονα και ο έρωτας της πριγκίπισσας της Κολχίδας γίνεται κυρίαρχο θέμα του έπους, ένας έρωτας καταλυτικός για την επιτυχία του Αισονίδη στην επίτευξη του απώτερου στόχου του, την αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος.[14]

Το κείμενο εμφανίζεται ως μια συναρπαστική ανάλυση της καταλυτικής παθολογίας του έρωτα, καθώς από το προοίμιο ακόμη ο ποιητής επικαλείται τη Μούσα Ερατώ, την κατ’ εξοχήν μούσα του ερωτισμού, ενώ αναφέρει την συνάντηση της Ήρας με την Αθηνά και της Αφροδίτης με τον Έρωτα, με σκοπούμενο την επίτευξη του τελικού στόχου, έστω και με δόλο.[15]

Εδώ προκρίνεται το ατομικό και συναισθηματικό στοιχείο απλών καθημερινών ανθρώπων, το οποίο, μαζί με τον αισθησιασμό, εξαίρει τα νεωτερικά χαρακτηριστικά της ελληνιστικής εποχής. Στο χωρίο ετούτο εξιστορείται η κομβική φάση του έργου, κατά την οποία ο «αγριωπός»[16] Έρωτας τοξεύει τη Μήδεια, «βγάζοντας από τη φαρέτρα του ένα καινούριο βέλος», μια κλασική αναφορά που έχει ως ομηρικό πρότυπο την ρίψη του βέλους του Πανδάρου προς τον Μενέλαο.[17] Ο ποιητής σε μια καλολογική αναφορά, εισάγει το κοινό στοιχείο της παρομοίωσης, χαρακτηριστικό εκφραστικό τρόπο των ομηρικών επών, όταν περιγράφοντας τον Έρωτα τον παρομοιάζει με «μύωπα» την ενοχλητική εκείνη αλογόμυγα που «εκνευρίζει τις νεαρές φοράδες», όπως κι όταν θέλοντας να τονίσει την αμηχανία της Μήδειας, παρομοιάζει τον «γλυκό πόνο» με «φλογερό δαυλί».[18] Με δυναμική εκφραστικότητα μας αφηγείται ο ποιητής την στιγμή του ερωτικού σκιρτήματος της πυρφόρας καρδιάς της νεαρής Μήδειας για τον ευειδή νεαρό άνδρα που είχε μπροστά της, όταν στη θέα και μόνο του Ιάσονα κι ενώ τον κοίταζε με «πύρινες ματιές», «φλόγα μεγάλη άναψε το βέλος». Τούτο το δριμύ και μοιραίο συναίσθημα, ο παθιασμένος έρωτας κι η φλόγα που πότε κιτρίνιζε και πότε κοκκίνιζε τα «δροσερά μάγουλα» της Μήδειας, είναι στοιχείο που δεν θα συναντήσουμε στον Όμηρο. Δύο ουσιώδεις θεματικές προσεγγίσεις του νέου έπους που διαπιστώνουμε ακόμη σ’ αυτή τη σκηνή είναι αφενός η παραδοσιακή θεϊκή δράση των ομηρικών επών, η οποία επηρεάζει άμεσα την ανθρώπινη, ενώ από την άλλη η αμιγώς ψυχολογική θεώρηση του ανθρώπου, που εδώ βιώνει αναπάντεχα το ερωτικό πάθος, καθώς σύμβαση και ρεαλισμός συνυπάρχουν στο ελληνιστικό έπος.[19]

 

Ενότητα 2η: Χαρακτηριστικά στοιχεία της βιογραφίας στην «Ιππαρχία», από τους «Βίους φιλοσόφων» του Διογένη Λαέρτιου

Το κυριότερο έργο του Διογένη Λαέρτιου, οι Βίοι Φιλοσόφων, το οποίο συμπεριλαμβάνει τους βίους των αρχαίων φιλοσόφων ως την εποχή που ο ίδιος έζησε (3ο μ.Χ. αι.), αποτελούν διαχρονικά μια από τις πιο αξιόλογες μαρτυρίες για την ιστορία της φιλοσοφίας από την αρχαιότητα ως την ελληνιστική περίοδο.[20]

Στο έκτο βιβλίο των Φιλοσόφων βίων του Διογένους Λαέρτιου και στο χωρίο για την Κυνική φιλόσοφο Ιππαρχία (5ο-4ο αι. π.Χ.), προκύπτουν πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της βιογραφίας. Αρχικά τίθεται τα ζήτημα της καταγωγής της Ιππαρχίας, αδελφής του Μητροκλή, που ήταν από τη Μαρώνεια («Μαρωνεῖται δ' ἦσαν ἀμφότεροι»[21]), ενώ ο σύντροφός της Κράτης ήταν από τη Θήβα και οι δυο τους πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος του κοινού τους βίου στην πόλη των Αθηνών.[22] Έπειτα, τα  διατρέξαντα πριν η Ιππαρχία και ο Κράτης ξεκινήσουν την σχέση τους, προσλαμβάνουν περίπου παραμυθική πλοκή, καθώς η νεαρή κοπέλα ερωτεύεται σφοδρά έναν άντρα ακατάλληλο γι αυτήν, ενώ αποκρούει όλες τις άλλες προτάσεις,[23] με εμμονική και αντικομφορμιστική συμπεριφορά, υπό την απειλή της αυτοκτονίας, επιδιώκει επίμονα αίσιο τέλος στην αγάπη της, κόντρα στο συμβατικό πλαίσιο του γάμου και χωρίς την υποχρεωτική συγκατάθεση του πατέρα της, εμφανίζοντας ένα ακόμη σπουδαίο στοιχείο ετούτης της βιογραφίας, τη διάρρηξη με τους κοινωνικούς και ηθικούς θεσμούς.[24]

Ο Κράτης, ο οποίος δεν πληροί πλέον κανένα από το τρίπτυχο των κριτηρίων για την επιλογή του ως μνηστήρα της, δηλαδή «πλούτου», «εὐγενείας» ή «κάλλους», στην καταλυτική συνάντησή του με την Ιππαρχία, όταν καλείται από τους γονείς της να τη νουθετήσει,[25] ξεγυμνώνεται προσχηματικά, καθώς δεν δείχνει προσπάθεια αποφυγής της, αλλ’ αντίθετα είναι πιθανό να ανιχνεύει τα δικά της όρια, ενώ παράλληλα ανατροφοδοτεί την πεποίθηση περί της αναισχυντίας των Κυνικών φιλοσόφων.[26] Το ζευγάρι όχι μόνο καταστρατήγησε την ιεροτελεστία του γάμου, θεμελιώνοντας τη σχέση τους πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αλλά προχώρησε και σε άλλες πράξεις ελευθεριότητας όπως η δημόσια ερωτική συνεύρεση, ενέργεια που έγινε γνωστή ως κυνογαμία, δηλοποιώντας τους Κυνικούς, υπονοώντας όμως και τη «σκυλίσια» κοινωνική τους διαγωγή και την μακαριότητά τους για τη δημόσια εικόνα τους.[27]

Το ζήτημα του ιστορικού πλαισίου του συμποσίου δεν απαντάται με σαφήνεια στο κείμενο, με πιο πιθανό ο οικοδεσπότης να είναι ο Λυσίμαχος ο Μακεδόνας, σωματοφύλακας του Μ. Αλεξάνδρου και μετέπειτα ηγεμόνας της Θράκης, της Μ. Ασίας και της Μακεδονίας και το συμπόσιο να πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα.

Ο Θεόδωρος ο οποίος φέρεται να συνομιλεί με την Ιππαρχία, είναι προφανώς ο Θεόδωρος ο Άθεος, Κυρηναϊκός ή Ηδονιστικός Φιλόσοφος (340 π.Χ.),[28]οι «αιρετικές» απόψεις του οποίου περί των θεών, τον έφεραν πολλές φορές σε δύσκολη θέση. Η προσβλητική ενέργεια του Θεόδωρου να ανασηκώσει το ένδυμα της Ιππαρχίας την ώρα του συμποσίου είχε ως προφανή στόχο να υποβιβάσει τη κοινωνική της υπόσταση, καθώς οι «καθωσπρέπει» γυναίκες δεν είχαν θέση σε τέτοιους χώρους. Επίσης εμφανής διακειμενικότητα συνίσταται από τη χρήση της φράσης «αυτή δεν είναι που άφησε του αργαλειού τη σαΐτα», στίχος από τις Βάκχες του Ευριπίδη (1236, «ἣ τὰς παρ᾽ ἱστοῖς ἐκλιποῦσα κερκίδας»), ο οποίος αναφέρεται στο καύχημα της Αγαύης προς τον πατέρα της Κάδμο, όταν υπό την επήρεια της βακχικής μάνητας νόμιζε πως σκότωσε άγρια θηρία, ενώ αντί αυτών θανάτωσε το γιο της, βασιλιά της Θήβας Πενθέα.[29]

Εδώ ο Θεόδωρος παρομοιάζει καταφανώς με μαινάδα την Ιππαρχία και υπαινίσσεται πως μόνο σύμφορες έφερε η απομάκρυνσή της από το κλασικό νοικοκυριό, ενώ η Ιππαρχία σηκώνει το γάντι της πρόκλησης και απαντά ψύχραιμα και φιλοσοφημένα, αποδεχόμενη, με μια αχνή ειρωνεία, το παράτημα του αργαλειού, εξαίροντας το ρόλο της παιδείας,[30] χωρίς όμως να απορρίπτει ούτε να ενστερνίζεται τα υπόλοιπα, καθώς αν οι ενδυματολογικές της επιλογές είναι τέτοιες, τότε ούτε η ύφανσή τους έχει σημασία.[31]

 Καταλυτικό στοιχείο είναι εδώ και το ζήτημα της παιδείας, καθώς κατά την περίοδο που διαδραματίζονται τα γεγονότα, είναι σαφές πως ο προσανατολισμός των κοριτσιών ήταν προς την οικιακή οικονομία κι όχι προς τα γράμματα και τη φιλοσοφία. Αντιθέτως όμως κατά την Αυτοκρατορική ρωμαϊκή περίοδο, στην οποία έζησε και έγραψε τις βιογραφίες του ο Διογένης Λαέρτιος, η παιδεία εδράζεται στην ελληνική πολιτιστική δημιουργία της κλασικής εποχής την οποία αποδέχεται και διαχειρίζεται με την φιλοσοφική σκέψη και τη ρητορική.

Η Κυνική φιλοσοφία έχει πλέον υπολογίσιμη διαδρομή και ιστορική συνέπεια, με αποτέλεσμα η στάση της Ιππαρχίας να θεωρείται παραδειγματική και εμβληματική και το γεγονός εκείνο αποτελούσε μια αξιομνημόνευτη και ριζοσπαστική πράξη, μια νέα στάση ζωής.[32]  

 

Επίλογος

 

Στο απόσπασμα της Ιλιάδας, Ἕκτορος και Ἀνδρομάχης ὁμιλία, οι ήρωες παρουσιάζονται περισσότερο ανθρώπινοι απ’ όσο συνηθίζει ο Όμηρος, καθώς ο Έκτορας συναντά την σύζυγο και μητέρα του παιδιού του Ανδρομάχη και στη σύντομη στιχομυθία τους αναδεικνύεται η σπαρακτική αγωνία της γυναίκας που ικετεύει τον άντρα της ν’ αφήσει το κλέος και την πόλη για τη σωτηρία της ίδιας και του ανήλικου παιδιού τους, ενώ ο γενναίος Έκτορας, εναποθέτει για λίγο στην άκρη την ιδιότητα του μαχητή και λαμβάνει εκείνη του πατέρα και συζύγου, με την πρώτη όμως να υπερισχύει τελικά, χάρη στην ηρωική του αγωγή.

Τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ροδίου, περιγράφουν το ταξίδι της Αργώς στην Κολχίδα και τον άθλο του Ιάσονα να αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας, με τη βοήθεια της Μήδειας, κόρης του Αιήτη, που τον ερωτεύτηκε κατά το θέλημα της Ήρας.

Ο έρωτας είναι το κοινό παραδοσιακό στοιχείο των δύο επών, με νεωτερικό στοιχείο την ανθρώπινη διάστασή του στην περίπτωση της Μήδειας και του Ιάσονα. Κοινά στοιχεία ακόμη, η υποκίνηση των πράξεων των θνητών από τους θεούς και οι παρομοιώσεις. Οι χαρακτήρες στα έπη του Ομήρου είναι τυπικοί μυθικοί ήρωες, ενώ στα Αργοναυτικά είναι πλέον απομυθοποιημένοι, περισσότερο ανθρώπινοι, συναισθηματικοί κι ερωτικοί, ίσως αντιήρωες.

Ο Διογένης Λαέρτιος στην Ιππαρχία περιγράφει την ερωτική ιστορία δύο Κυνικών φιλοσόφων της Ιππαρχίας και του Κράτη, μένοντας κυρίως στην αντισυμβατική συμπεριφορά της πρώτης, η οποία για χάρη του ερωτά της άφησε τα πάντα και ενστερνίστηκε έναν αντικομφορμιστικό τρόπο ζωής, θέτοντας τις βάσεις ενός νέου εκπαιδευτικού ιδεώδους.

Βιβλιογραφία

 

·       Βασίλαρος Γ., Αλεξανδρινή Μούσα. Συνέχεια και νεωτερισμός στην ελληνιστική ποίηση. Επιμ. Φ.Μανακίδου-Κ. Σπανουδάκης. Εκδόσεις: Gutenberg .Αθήνα 2007.

·       Μανακίδου Φ., Αφηγηματικό Έπος και Επύλλιον. Στο Βερτουδάκης Β. και άλλοι, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Τόμος Β: Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος. Εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001: 33-51.

·       Όμηρος, Ἰλιάς Ζ 381-502, Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία, στον τόμο: Κείμενα από την 3τομη «Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας» (ΟΕΔΒ) Γραμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. E.A.Π., Πάτρα 2014, σελ. 24-33.

·       Παπαγγελής Θ., Ελληνική και Ρωμαϊκή Ποιητική, η Ποιητική των Ρωμαίων «Νεωτέρων», Προϋποθέσεις και προεκτάσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 1994.

·       Fantuzzi M. - Hunter R., Ο Ελικώνας και το Μουσείο, η Ελληνιστική ποίηση από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως την εποχή του Αυγούστου. Μετ. Δ. Κουκουζίκα-Μ. Νούσια, επιμ. Θ. Παπαγγελής - Α. Ρεγκάκος, εκδόσεις Πατάκη, 2002.

·       Φυντίκογλου, Β. Γενικά χαρακτηριστικά της ελληνιστικής εποχής. Στο Βερτουδάκης Β. και άλλοι, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Τόμος Β: Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος. Εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001: 21-32.

·       Χριστόπουλος Μ., Δεύτερη Σοφιστική, η πνευματική παραγωγή των αυτοκρατορικών χρόνων. Εκδ. Παπαδήμα. Αθήνα 2002.

·       Χριστόπουλος Μ., Διογένους Λαερτίου Ιππαρχία, εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 1999.

·       Χριστόπουλος Μ., Βιογραφία. Στο Βερτουδάκης Β. και άλλοι, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Τόμος Β: Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος. Εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001: 225-247.

·       Χριστόπουλος, Μ., Βερτουδάκης, Β., Μπάζου, Α., Ανθολογία κειμένων από τη γραμματεία των ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Αθήνα, 2015. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης η 24η Φεβρουαρίου 2016, από: https://www.academia.edu/

 

Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.


[1] Φυντίκογλου, Β., 2002: 28-29.

[2] Fantuzzi M. - Hunter R., 2002: 163.

[3] Χριστόπουλος, Μ., 2015: 35.

[4] Μανακίδου Φ., 2001: 38.

[5] Χριστόπουλος Μ., 2001: 227-228.

[6] Παπαγγελής Θ., 1994: 73.

[7] Μανακίδου Φ., 2001: 41-42.

[8] Όμηρος, 2014: 25

[9] Όμηρος, 2014: 25

[10] «αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν, εἶπε δ᾽ ἐπευξάμενος Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσι· «Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί, δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι παῖδ᾽ ἐμόν, ὡς καὶ ἐγώ περ, ἀριπρεπέα Τρώεσσιν, ὧδε βίην τ᾽ ἀγαθόν, καὶ Ἰλίου ἶφι ἀνάσσειν·»: Ομήρου Ιλιάς (Ζ 474-478).

[11] Όμηρος, 2014: 25

[12] Παπαγγελής Θ., 1994: 74.

[13] Παπαγγελής Θ., 1994: 74.

[14] Βασίλαρος Γ., 2007: 253.

[15] Μανακίδου Φ., 2001: 41.

[16] Μανακίδου Φ., 2001: 43. (Ομοίως και οι επόμενοι στίχοι σε εισαγωγικά, ως το τέλος της 2ης Ενότητας).

[17] Βασίλαρος Γ., 2007: 254.

[18] Μανακίδου Φ., 2001: 43.

[19] Μανακίδου Φ., 2001: 51.

[20] Χριστόπουλος Μ., 2002: 88-89.

[21] Διογένης Λαέρτιος, «Φιλοσόφων βίων»: 6.96.

[22] Χριστόπουλος, Μ. και άλλοι, 2015: 108.

[23] «Καὶ ἤρα τοῦ Κράτητος καὶ τῶν λόγων καὶ τοῦ βίου, οὐδενὸς τῶν μνηστευομένων ἐπιστρεφομένη, οὐ πλούτου, οὐκ εὐγενείας, οὐ κάλλους· ἀλλὰ πάντ' ἦν Κράτης αὐτῇ. Καὶ δὴ καὶ ἠπείλει τοῖς γονεῦσιν ἀναιρήσειν αὑτήν, εἰ μὴ τούτῳ δοθείη.»: Διογένης Λαέρτιος, «Φιλοσόφων βίων»: 6.96.

[24] Χριστόπουλος, Μ. και άλλοι, 2015: 108.

[25] «Ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Θυρεπανοίκτης διὰ τὸ εἰς πᾶσαν εἰσιέναι οἰκίαν καὶ νουθετεῖν·»: Διογένης Λαέρτιος, «Φιλοσόφων βίων»: 6.86.

[26] Χριστόπουλος, Μ. και άλλοι, 2015: 109.

[27] Χριστόπουλος, Μ. και άλλοι, 2015: 109.

[28] «Θεόδωρον τὸν ἐπίκλην Ἄθεον»: Λαέρτιος, «Φιλοσόφων βίων»: 6.97.

[29]Χριστόπουλος, Μ. και άλλοι, 2015: 109.

[30] «Ἐγώ,» φησίν, «εἰμί, Θεόδωρε· ἀλλὰ μὴ κακῶς σοι δοκῶ βεβουλεῦσθαι περὶ αὑτῆς, εἰ, τὸν χρόνον ὃν ἔμελλον ἱστοῖς προσαναλώσειν, τοῦτον εἰς παιδείαν κατεχρησάμην;»: Διογένης Λαέρτιος, «Φιλοσόφων βίων»: 6.98.

[31] Χριστόπουλος, Μ. και άλλοι, 2015: 109.

[32] Χριστόπουλος, Μ. και άλλοι, 2015: 109-110.

ΕΛΠ21- 3η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη