«Ομηρικά και Ησιόδεια έπη»


«Ομηρικά και Ησιόδεια έπη»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 

Πρόλογος 

Ενότητα Α΄: Οι αντιθέσεις των προοιμίων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αντανακλούν τις διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων 

Ενότητα Β΄: Η έμπνευση των ποιητών από τις Μούσες στα προοίμια της Ιλιάδας, της Οδύσσειας και της Θεογονίας 

Ενότητα Γ΄: Ομοιότητα και ετερότητα ανάμεσα στον Όμηρο και τον Ησίοδο

Επίλογος 

Βιβλιογραφία

Εισαγωγή

Το δοκίμιο αυτό πραγματεύεται τις αντιθέσεις των προοιμίων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και το πώς εκείνες αντικατοπτρίζουν τις διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων, εξετάζει την έκφραση της έμπνευσης των ποιητών από τις Μούσες στα προοίμια της Ιλιάδας και της Οδύσσειας του Ομήρου και της Θεογονίας του Ησιόδου και διεξέρχεται τον εντοπισμό και την αιτιολόγηση όμοιων ή ετερογενών στοιχείων μεταξύ των δύο αυτών επικών ποιητών.


Πρόλογος

Κατά την αρχαϊκή περίοδο, στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και ως το πρώτο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., χάρη στη εξακτίνωση της χρήσης της γραφής, συναντάμε τα πρώτα σωζόμενα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, τα λεγόμενα «ομηρικά και ησιόδεια έπη».[1]

Τα παλαιότερα πλαστουργήματα της ελληνικής ποίησης που διασώζονται είναι η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια», έργα του σημαντικότερου επικού ποιητή Ομήρου, ενώ εξίσου σπουδαία είναι η «Θεογονία» και τα άλλα έπη του Ησιόδου, του πιο διακεκριμένου αρχαίου επικού ποιητή μετά τον Όμηρο.[2]

Κατά τον Ηρόδοτο, ο Όμηρος και ο Ησίοδος είναι εκείνοι που συνταίριαξαν τη θεογονία των Ελλήνων, απέδωσαν στους θεούς επωνυμίες, διένειμαν σε κείνους τέχνες και τιμές και προσδιόρισαν την φυσιογνωμία τους.[3]


Ενότητα Α΄: Οι αντιθέσεις των προοιμίων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αντανακλούν τις διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων

Πολλοί αρχαίοι ιστορικοί και φιλόσοφοι αναγνώριζαν τον Όμηρο ως ηγεμονική μορφή της εποποιίας, της τραγωδίας και της κωμωδίας, ο δε Αριστοτέλης[4] ως τέλειο πρότυπο ποίησης, παραβάλλοντας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια προς την τραγωδία, το δε Μαργίτη, κωμικό αρχαϊκό έπος που αποδίδει στον Όμηρο, προς την κωμωδία.[5]

Η Ιλιάδα είναι το έπος των πολεμικών συγκρούσεων, με προεξάρχοντα  στοιχεία τη γενναιότητα, τον ανδρισμό και την ηρωική πνευματική αρετή, που περιγράφει τα γεγονότα στην συντέλεσή τους, ενώ η Οδύσσεια είναι το μεταπολεμικό έπος του νόστου, που εξιστορεί την περίοδο της επιστροφής των πολεμιστών από τον πολύχρονο πόλεμο, μέσα από περιπέτειες, όχι αναγκαστικά πολεμικές και περιγράφει τα παθήματα του ήρωα, ως την πολυπόθητη επιστροφή στην πατρίδα, όπου κι εκεί τα βάσανά του δεν τελειώνουν άμεσα.[6]

Τα προοίμια των δύο ηρωικών επών, μέσα από τις ομοιότητες αλλά κυρίως τις αντιθέσεις τους, αντανακλούν τις συνολικότερες διαφορές στη δομή και την ανάπτυξη των δύο ποιημάτων. Τα μικρά αλλά άκρως περιεκτικά προοίμια, ακόμη κι αν παραβληθούν με τα υπόλοιπα μέρη των επών, αρθρώνουν εξαιρετικά μεστότερο λόγο.[7] Τα προοίμια της Ιλιάδας και της Οδύσσειας εμφανίζουν πρόδηλη εγγύτητα, πιθανώς οφειλόμενη στον συσχετισμό των επών, για παράδειγμα και στα δύο έπη η επίκληση της Μούσας είναι άμεση από τον πρώτο στίχο και η υπόθεση του μύθου γνωστοποιείται απευθείας, με την πρώτη κιόλας λέξη (μῆνιν, ἄνδρα).[8] Απ’ τους πρώτους στίχους του προοιμίου η Α΄ ραψωδία της Ιλιάδας μας διαφωτίζει επίσης για την έριδα μεταξύ του άνακτα Αγαμέμνονα και του ημίθεου Αχιλλέα, αλλά και την ανάμειξη των θεών στους καβγάδες και τις διαμάχες των θνητών.[9]  

Με το κάλεσμα της Μούσας και την γνωστοποίηση του θέματος ξεκινά και το προοίμιο της Οδύσσειας, εισάγοντας με τελετουργικό τρόπο τον ακροατή-αναγνώστη στην υπόθεση του έργου που αφορά τις περιπέτειες του Οδυσσέα, του τελευταίου των επιζώντων του πολέμου, που μοχθεί να επανακάμψει στην αγαπημένη του πατρίδα την Ιθάκη.[10] Ο Οδυσσέας, κεντρικός ήρωας του έπους της Οδύσσειας, αντιμετωπίζει πλήθος κινδύνων και καταστάσεων, μέσα σε μια εξωτική περιπέτεια που πλέκει τον μύθο με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής, εξισορροπώντας το φαντασιοκόπημα με την αντικειμενικότητα.[11]

Στο θαυμαστό επικό ποίημα της Ιλιάδας, ο ποιητής εξιστορεί τις περί του Ιλίου μάχες και τα δεινά που αυτές επέφεραν στους Έλληνες και τους Τρώες και παρότι ως αιτία τούτων των δεινών προαναγγέλλει την «μῆνιν», την οργή του ημίθεου Αχιλλέα, εντούτοις στη συνέχεια εμφανίζεται «φιλοαχιλλεύς» και τον παρουσιάζει ως κεντρικό ήρωα του έργου, αν και σε αντίθεση με την Οδύσσεια, δεν επιγράφει το ποίημά του «Αχίλλεια».[12] Στην Οδύσσεια ο μοναδικός ήρωας είναι ο Οδυσσέας, ως μόνος διωκόμενος, πάσχων και τελικά υπερισχύων θριαμβευτής, με την συνδρομή των θεών.[13] Αντιθέτως στην Ιλιάδα ο Αχιλλέας δεν είναι ο μοναδικός ήρωας που κινδυνεύει και πάσχει, αλλά πολλοί άλλοι ήρωες συμπάσχουν μαζί του, εξαιτίας βέβαια του δικού του τρομερού θυμού από τον οποίο προήλθαν όλα τα δεινά στους αντιμαχόμενους Έλληνες και Τρώες, κάτω απ’ την υπέρτατη βούληση του μεγίστου Διός, βάσανα που επέβαλε εκείνος στους θνητούς συμμεριζόμενος το μένος του αδικημένου ήρωα.[14] Ιχνηλατώντας τα δύο έπη σε πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο, ανακαλύπτουμε πως η μεν Ιλιάδα αντικατοπτρίζει παλαιότερα γνωρίσματα, ενώ η Οδύσσεια παραπέμπει σε μια μεταγενέστερη φάση και καλύπτει γεωγραφικά τεράστιο εύρος, σε αντίθεση με την Ιλιάδα που περιορίζεται γύρω από την Τροία.[15]

Ο Αριστοτέλης στην ποιητική του αναφέρει πως η Ιλιάδα, σε πιο απλή σύνθεση, περιγράφει πάθη και συναισθήματα όπως η έχθρα, το μίσος ή ο φθόνος, ενώ η Οδύσσεια περιγράφει ήθη και χαρακτήρες, απλά και καθημερινά συναισθήματα, όπως αγωνία, φόβο και αγάπη.[16] Η διαφορά θεματολογίας ανάμεσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια πυροδότησε τους ισχυρισμούς διανοούμενων και φιλοσόφων πως ίσως πρόκειται για έργα δύο ή και περισσότερων ποιητών, αμφισβητώντας ενίοτε την υπόσταση του Ομήρου, καθώς η Οδύσσεια ανήκει στο είδος της ηρωικής επικής ποίησης, με έντονο το ανθρώπινο στοιχείο, ενώ η Ιλιάδα, όπως προϊδεάζει το προοίμιο κι ως πολεμικό έπος, περιγράφει μάχες και βίαιες συγκρούσεις μεταξύ θνητών και θεοτήτων, αλλά και την αντίδραση του Αχιλλέα έναντι της «καταχρηστικής» εξουσίας του αρχηγέτη των Αχαιών, Αγαμέμνονα.[17]

Το προοίμιο της Οδύσσειας παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη ιδιομορφία καθώς αναφέρεται στη θεματολογία μόνο του 1/3 του έργου, χωρίς να το καλύπτει στο σύνολό του, δίνοντας έμφαση σ’ ένα μεμονωμένο περιστατικό που δεν χαρακτηρίζεται από τα σημαντικότερα, ενώ δεν γίνεται μνεία σε σοβαρότερα επεισόδια, όπως εκείνα με τον Πολύφημο, την Κίρκη ή τις Σειρήνες.[18]

Τα δύο έπη αντικατοπτρίζουν παράλληλα τις μεγάλες μετακινήσεις και τους εποικισμούς των Ελλήνων σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο, από την ηπειρωτική χώρα προς την Μικρά Ασία, τις ακτές του Ευξείνου Πόντου, στο Αιγαίο και τον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, με σκοπό το εμπόριο, την εξεύρεση νέων πατρίδων και την επαφή με πρωτόγνωρους κόσμους και πολιτισμούς, πράγμα που καταδεικνύεται και σε άλλα ποιήματα του επικού κύκλου, όπως στην Αργοναυτική εκστρατεία.[19]

Η ειδοποιός διαφορά των Ομηρικών επών με τα Κύκλια έπη ήταν, σύμφωνα με την Ποιητική του Αριστοτέλη, το ότι ο Όμηρος δεν καταπιάστηκε με την συνολική ιστορία του Τρωικού πολέμου, παρά απομόνωσε ένα ξεχωριστό επεισόδιο και του έδωσε νέα πνοή και διάσταση.[20]


Ενότητα Β΄: Η έμπνευση των ποιητών από τις Μούσες στα προοίμια της Ιλιάδας, της Οδύσσειας και της Θεογονίας

Η ιστόρηση των ηρωικών επών έπεται, κατά συνθήκη, ενός προοιμίου στο οποίο ο στιχοποιός καταφεύγει στην επίκληση της Μούσας, λειτουργώντας συνήθως ως φερέφωνό της, αποζητώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ηθική νομιμοποίηση, η οποία προσδίδει φερεγγυότητα και σοβαρότητα στα δεδομένα που αφηγείται.[21] Οι ποιητές των επών ήταν πεπεισμένοι πως τα έργα τους ήταν αληθινά και θεόσταλτα, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, καθώς οι Μούσες ήταν εκείνες που τους ενέπνεαν, ίσως και τους υπαγόρευαν, να γράφουν τις μελωδίες τους και συνεπικουρούσαν στην επίλυση ανυπέρβλητων ζητημάτων.[22] Στην Ιλιάδα ο ποιητής καλεί τη Θεά-Μούσα να τραγουδήσει για τον θυμό του Πηλείδη Αχιλλέα και στην Οδύσσεια ζητά από τη Μούσα να τραγουδήσει για τον άντρα τον «πολύτροπο», που δεν είναι άλλος απ’ τον πολυμήχανο Οδυσσέα.[23] Στα δύο ομηρικά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, η επίκληση των Μουσών δεν αποτελεί μια απλή έμπνευση ή τυπικότητα για τον δημιουργό, αλλά έχει άμεση συνάφεια με το ιστόρημα του, κάτι που προβάλλεται ήδη από τα προοίμια και τους εναρκτήριους στίχους των επών.[24]

Παρόμοια ήταν η συμμετοχή των Μουσών και στα διδακτικά έπη που είχαν ποικίλο περιεχόμενο και αποκάλυπταν αλήθειες στους ακροατές τους.[25] Στο εκτενέστερο προοίμιο της Θεογονίας ο Ησίοδος αφηγείται ως το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του την πρώτη του επαφή με τις Μούσες, όταν εκείνες τον προσέγγισαν μέσα σ’ ένα ομιχλώδες πέπλο, πάνω στο όρος Ελικώνα και τον κάλεσαν, όπως λέγει ο ίδιος, να άδει για τα περασμένα και τα μελλούμενα, δείχνοντάς του το δρόμο προς την ποίηση και τα άσματα, χρίζοντάς τον αοιδό και τραγουδοποιό.[26] Οι Μούσες τον παρακίνησαν προς την αμφιβολία και την αναζήτηση, όταν μιλώντας για το δικό τους λόγο αναφέρουν πως ίσως είναι απατηλός, όταν όμως θέλουν ξέρουν να διαλαλούν την αλήθεια, δείχνοντας πως και η ποίηση ενίοτε ψεύδεται, επιπλήττοντας ουσιαστικά τους ποιητές γι’ αυτό, ενώ ο ίδιος δηλώνει ειλικρινής.[27]


Ενότητα Γ΄: Ομοιότητα και ετερότητα ανάμεσα στον Όμηρο και τον Ησίοδο

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, οι σημαντικότεροι επικοί ποιητές της αρχαιότητας, έχουν μεταξύ τους αρκετά κοινά αλλά και σημαντικές διαφορές. Κοινή είναι η πεποίθησή των δύο δημιουργών πως τα έργα τους είναι θεόπνευστα και θα παραμείνουν μνημειώδη, για την έκταση και την ύλη τους, συλλέγοντας και συνταιριάζοντας το υλικό με τρόπο σωστό και τακτικό, με στόχο την αρτιότητα και τη σαφήνεια, αποκτώντας έτσι επιτυχία, κύρος, φήμη, επιρροή και δόξα αιώνια.[28]

Ο Ησίοδος κινείται σε μια δική του διαδρομή πρωταρχίζοντας ένα νέο είδος επικής ποίησης, τη διδακτική, αντί της ηρωικής επικής ποίησης του Ομήρου, παρόλα’ αυτά οι δύο θεράποντες των Μουσών, προσομοιάζουν καθώς χρησιμοποιούν παρόμοια γλώσσα και διάλεκτο, συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό στο λεξιλόγιο, στις στερεότυπες εκφράσεις και τις περιγραφές, στην «επική γλώσσα», με μικρές διαφορές, στους «δακτυλικούς εξάμετρους» στίχους και τη ραψωδική παράδοση.[29]

Επιπλέον όταν ο Ησίοδος περιγράφει στη Θεογονία τις συγκρούσεις μεταξύ των Θεών και των Τιτάνων, μας μεταφέρει νοερά στις πολεμικές συμπλοκές που περισσεύουν στην Ιλιάδα.[30] Ο ίδιος, όπως φανερώνουν οι στίχοι του, απέδιδε μεγάλη σημασία για την επιτυχία του στην επαφή που είχε με την ποίηση του Ομήρου.[31]

Ωστόσο, υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ τους, καθώς ο Όμηρος αποκρύπτεται πίσω από τα έπη του και εξιστορεί σε ουδέτερο ύφος, με ελάχιστες δυσδιάκριτες παρεκκλίσεις, ενώ ο Ησίοδος φροντίζει να εκδηλωθεί, με το δικό του ύφος και πάθος, κυρίως στα «Έργα και Ημέραι».[32] Επιπλέον, ο Όμηρος δραστηριοποιήθηκε στο ευρύ πνευματικό πεδίο της Ιωνίας, σε αντίθεση με το Ησίοδο ο οποίος βίωνε την αρτηριοσκληρωτική Βοιωτική κοινωνία, ο πρώτος νοιαζόταν για την χρυσοποίκιλτη κοινωνία των Μυκηναίων, βασιλιάδων, αρχόντων και αριστοκρατών, ενόσω ο δεύτερος συμβίωνε με αγρότες, βοσκούς και χωρικούς, προσπαθώντας να διδάξει ισονομία και δικαιοσύνη.[33]


Επίλογος

Τα προοίμια της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αποκαλύπτουν από τους πρώτους κιόλας στίχους το περιεχόμενο και την πλοκή τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο η σύγκρισή τους μας επιβεβαιώνει ξεκάθαρα τις ιδιαιτερότητες και τις διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων του Ομήρου. Στα προοίμια των δύο ηρωικών ομηρικών επών εμφανίζεται ως καθοριστικός παράγοντας για την έμπνευσή τους η επίκληση των Μουσών, παρότι ο ρόλος τους είναι τουλάχιστον υποτονικός στην υπόλοιπη πλοκή των δύο έργων.[34]

Αντίθετα ο Ησίοδος στη Θεογονία, όπου ισχυροποιεί το Δωδεκάθεο του Ολύμπου μέσα από αναφορές στην κοσμογονία, τη θεογονία και τη θεοκρασία, θα χρειαστεί αρκετές φορές την βοήθεια των Μουσών για να βάλει σε τάξη τη γενεαλογία των Δώδεκα Θεών και τα μπλεξίματά τους με θνητούς, παρά την εντολή που του δόθηκε από την αρχή, μαζί με το εξαίσιο κλαδί της δάφνης και τον ξεκάθαρο συμβολισμό του.[35]

Πολλές οι ομοιότητες αλλά και διακριτές οι διαφορές ανάμεσα στους δύο αρχαίους μελωδούς τον Όμηρο και τον Ησίοδο, με τον δεύτερο να επηρεάζεται από τα θεόπνευστα έργα του πρώτου, κυρίως την Ιλιάδα, δεχόμενος παράλληλα σαφείς επιρροές και από την ανατολίτικη μυθοπλασία.


Βιβλιογραφία


  • Αναστασίου, Γ. «Έπος». Στο Αλεξίου Ε. και άλλοι Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Τόμος Α: Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος. Εκδ. Ε.Α.Π. Πάτρα 2001: 53-116.
  • Βαλέττας, Ι. Ομήρου βίος και ποιήματα. Πραγματεία Ιστορική και Κριτική. Λονδίνον, 1867.
  • Κακριδής, Φ. Αρχαία ελληνική γραμματολογία. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). Επιμέλεια: Δ. Ν. Μαρωνίτης. Αθήνα 2006. (Προσβ. 10/11/15 http://www.greek-language.gr).
  • Lesky, A. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Μετάφραση Τσοπανάκη Γ. Αγαπητού. Νέα Ελληνική έκδοση αναθεωρημένη. Κυριακίδη Δέσποινα. Θεσσαλονίκη 2014.
  • Μαρωνίτης, Δ.- Πόλκας, Λ. Αρχαϊκή επική ποίηση. Ινστιτούτο Νεοελληνικών σπουδών Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Αθήνα 2007. (Προσβ. 10/11/15 http://www.greek-language.gr).
  • Μιστριώτης, Γ. Ιστορία των ομηρικών επών. Historia carminum homericorum. Τύποις Όθωνος Βιγάνδου. Λειψία 1867.
  • Στεφανόπουλος, Κ.Θ. Τσιτσιρίδης, Σ.  Αντζούλη, Λ.  Κριτσέλη, Γ. (επιμ.) Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τ. Α΄, Υπ.Πε.Π.Θ. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,  Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2002.
  • Τσακμάκης, Α. «Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία». Στο Αλεξίου Ε. και άλλοι Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Τόμος Α: Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος. Εκδ. Ε.Α.Π. Πάτρα 2001: 25-52.

  Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



[1] Τσακμάκης Α. 2001: 31.

[2] Αναστασίου Γ. 2001: 55 & 106.

[3] Κακριδής, Φ. 2006: 1,7. «Ἡσίοδον γὰρ καὶ Ὅμηρον ἡλικίην τετρακοσίοισι ἔτεσι δοκέω μευ πρεσβυτέρους γενέσθαι καὶ οὐ πλέοσι. οὗτοι δέ εἰσι οἱ ποιήσαντες θεογονίην Ἕλλησι καὶ τοῖσι θεοῖσι τὰς ἐπωνυμίας δόντες καὶ τιμάς τε καὶ τέχνας διελόντες καὶ εἴδεα αὐτῶν σημήναντες». [Ηρόδοτος, 2.53].

[4] «…οὕτως (ο Ὅμηρος) καὶ τὸ τῆς κωμῳδίας σχῆμα πρῶτος ὑπέδειξεν, οὐ ψόγον ἀλλὰ τὸ γελοῖον δραματοποιήσας· ὁ γὰρ Μαργίτης ἀνάλογον ἔχει, ὥσπερ Ἰλιὰς καὶ ἡ Ὀδύσσεια πρὸς τὰς τραγῳδίας, οὕτω καὶ οὗτος πρὸς τὰς κωμῳδίας». Ἀριστοτέλους Περὶ Ποιητικῆς, Κεφ. IV.

[5] Μιστριώτης, Γ. 1867: 73-76.

[6] Αναστασίου, Γ. 2001: 79.

[7] Μιστριώτης, Γ. 1867: 245.

[8] Στεφανόπουλος, Κ.Θ. και άλλοι: 14-15.

[9] Lesky, A. 2014: 61-62.

[10] Αναστασίου, Γ. 2001: 79.

[11] Αναστασίου, Γ. 2001: 79.

[12] Βαλέττας, Ι. 1867: 75.

[13] Βαλέττας, Ι. 1867: 75.

[14] Βαλέττας, Ι. 1867: 76.

[15] Αναστασίου, Γ. 2001: 85.

[16] Αναστασίου, Γ. 2001: 85.

[17] Αναστασίου, Γ. 2001: 84.

[18] Στεφανόπουλος, Κ.Θ. και άλλοι: 50-51.

[19] Αναστασίου, Γ. 2001: 84.

[20] Lesky, A. 2014: 71.

[21] Στεφανόπουλος, Κ.Θ. και άλλοι: 14-15.

[22] Κακριδής, Φ. 2006: 1,3.

[23] Κακριδής, Φ. 2006: 1,3. [Ιλιάδα: Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος· Οδύσσεια: Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον.]

[24] Μαρωνίτης, Δ. 2007: 8.1.

[25] Κακριδής, Φ. 2006: 1,3.

[26] Lesky, A. 2014: 152.

[27] Lesky, A. 2014: 153.

[28] Κακριδής, Φ. 2006: 1,7.

[29] Αναστασίου, Γ. 2001: 108.

[30] Αναστασίου, Γ. 2001: 108.

[31] Lesky, A. 2014: 153.

[32] Αναστασίου, Γ. 2001: 106.

[33] Κακριδής, Φ. 2006: 1,7.

[34] Μαρωνίτης, Δ. 2007: 8.1.

[35] Μαρωνίτης, Δ. 2007: 8.1.

ΕΛΠ21- 1η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη