«Περί δυνάμεως και εξουσίας στις διακρατικές σχέσεις, μέσα από τον Θουκυδίδη και τον Ισοκράτη»

 
«Περί δυνάμεως και εξουσίας στις διακρατικές σχέσεις, μέσα από τον Θουκυδίδη και τον Ισοκράτη»  

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Εισαγωγή 

Ενότητα 1η: Ιστορικά και κειμενικά συμφραζόμενα 

1.1.: Θουκυδίδης: Η Δημηγορία των Αθηναίων στη Σπάρτη (1,75-76) 

1.2.: Θουκυδίδης: Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων (5,92-105) 

1.3.: Ισοκράτης: Περὶ εἰρήνης (28-33) 

Ενότητα 2η: Ομοιότητες και διαφορές στην αποτίμηση της κρατικής εξουσίας 

Επίλογος  

Βιβλιογραφία 

 

Εισαγωγή

 

Ο διάλογος Μηλίων και Αθηναίων, όπως τον διέσωσε ο Θουκυδίδης, είναι δραματικά επίκαιρος σήμερα για την ανθρωπότητα, η οποία εμφανίζεται μάρτυρας πολλών και ποικίλλων αντίστοιχων διαλόγων, ανάμεσα στην σιδερόφραχτη έπαρση των δυνατών και τη θαρρετή αντίδραση των αδύνατων.[1]

Τα υπό διερεύνηση κείμενα της παρούσης εργασίας, από το πρώτο βιβλίο του Θουκυδίδη ο λόγος των Αθηναίων πρέσβεων στη Σπάρτη (1,75-76), από το πέμπτο βιβλίο ο διάλογος των Αθηναίων και των Μηλίων (5,92-105) και το χωρίο από τον Περὶ εἰρήνης λόγο του Ισοκράτη (28-33), σχετίζονται με το κεντρικό ερώτημα περί δυνάμεως και εξουσίας στις διακρατικές σχέσεις, καθώς το δίκαιο του ισχυρού υπήρξε ανέκαθεν ο διαμορφωτής των πολιτικών συσχετισμών.

Στην μεν πρώτη από τις δύο ενότητες της εργασίας εντάσσουμε τα χωρία στα ιστορικά και κειμενικά τους συμφραζόμενα, ενώ στη δεύτερη πραγματευόμαστε και ερμηνεύουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές τους ως προς την αποτίμηση της κρατικής εξουσίας.



Ενότητα 1η: Ιστορικά και κειμενικά συμφραζόμενα

Στα χωρία από την Ξυγγραφή του Θουκυδίδη (τη δημηγορία και το διάλογο) και στο απόσπασμα από τον Περὶ εἰρήνης λόγο του Ισοκράτη, αναζητούμε και αναλύουμε τα ιστορικά και κειμενικά τους συμφραζόμενα.

 

1.1.: Θουκυδίδης: Η Δημηγορία των Αθηναίων στη Σπάρτη (1,75-76)

Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα του πρώτου βιβλίου της Ιστορίας (ξυγγραφή) του αρχαίου Έλληνα ιστορικού Θουκυδίδη, στο οποίο εξιστορούνται τα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων.[2] Το πρώτο βιβλίο του Θουκυδίδη έχει εισαγωγικό χαρακτήρα, ξεκινά με μια συνοπτική επισκόπηση της παλαιότερης ιστορίας και προβαίνει σε ευθεία σύγκριση του Πελοποννησιακού πολέμου με τα Μηδικά.

Στη συνέχεια παρουσιάζονται γεγονότα και διεργασίες σε Αθήνα και Σπάρτη, που οδήγησαν στην έναρξη του πολέμου, κυρίως σε δύο συνελεύσεις στην Απέλλα της Σπάρτης (432 π.Χ.), όπου κυρίαρχο λόγο έχουν οι Κορίνθιοι, φανατικοί υπέρμαχοι της πολεμικής διαχείρισης του αθηναϊκού επεκτατισμού, μαζί με το Σπαρτιάτη έφορο Σθενελαΐδα.[3] Ο Θουκυδίδης παραθέτει (Θουκ.1,75-76), τον αντίλογο με τις απόψεις των Αθηναίων πρεσβευτών που παρευρίσκονταν στην συνέλευση των Πελοποννησίων στην πόλη της Σπάρτης και απαντούν στους Κορινθίους, δικαιολογώντας την ηγεμονική τους θέση, λόγω της προσφοράς τους στους περσικούς πολέμους,[4] τονίζοντας δε πως η ηγεμονική αυτή συμπεριφορά είναι σύμφωνη με την ανθρώπινη φύση, σε μια περίοδο παντοδυναμίας της Αθήνας, ενώ επικαλέστηκαν το δέος για την μετατροπή τη αρχηγίας τους σε απολυταρχία (Θουκ.1,75,3-1,76,2).[5]

Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η δημηγορία ετούτη των Αθηναίων είναι υπέρ του δέοντος προκλητική για να είναι αληθινή και τη θεωρούν ολόκληρη ως μια επινόηση του Θουκυδίδη.[6]


1.2.: Θουκυδίδης: Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων (5,92-105)

Ο Θουκυδίδης αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πέμπτου βιβλίου του στην εξιστόρηση των γεγονότων κατά τη διάρκεια της Ειρήνης του Νικία (421-415 π.Χ.), καθώς πίστευε πως η εκεχειρία δεν τηρήθηκε ποτέ.[7] Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην βίαιη υποταγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων του νησιού της Μήλου, που ήταν δωρική αποικία, σε μια προσπάθεια αποκατάστασης του πληγωμένου γοήτρου των πανίσχυρων θαλασσοκρατόρων Αθηναίων (416 π.Χ.).[8] Το χωρίο, σε διαλογική μορφή, το οποίο είναι γνωστό ως  διάλογος Μηλίων και Αθηναίων (Θουκ.5,92-105), έχει μείνει στην ιστορία ως η αντιπαράθεση του δικαίου έναντι της ισχύος και αναφέρεται στον διάλογο μεταξύ εκπροσώπων των Μηλίων και των Αθηναίων, όταν οι πρώτοι επιθυμούν ουδετερότητα στη διαμάχη μεταξύ των ιδρυτών τους Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, οι οποίοι κυνικά διακηρύσσουν το δίκαιο του ισχυρού, δικαιολογώντας την απολυταρχική τους πολιτική με το ανάλγητο επιχείρημα πως η διαγωγή τους καθορίζεται από φυσικούς νόμους[9] και πως όποιος κι αν βρισκόταν στην θέση τους όμοια θα έπραττε (Θουκ.5,105,2).[10]

Σ’ ένα διάλογο με σαφές πολιτικό δίδαγμα, οι ασθενέστεροι Μήλειοι επικαλούνται το δίκαιο (Θουκ.5,98,1), καθώς έρχονται αντιμέτωποι με την πιο απάνθρωπη μορφή του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, ενώ οι πανίσχυροι Αθηναίοι κομπάζουν για την υλική τους υπεροχή.[11] Οι θέσεις αυτές των Αθηναίων απηχούν ισχυρά τις απόψεις κάποιων εκπροσώπων της σοφιστικής, στα τέλη του 5ου αι. π.Χ.[12]

Η κατάληψη, η καταστροφή της Μήλου και η σφαγή του πληθυσμού της, που προέκυψαν από την αδυναμία συμφωνίας, δεν έδωσε ασφαλώς κανένα πρακτικό πλεονέκτημα στους νικητές, ενώ ηθικά οι Αθηναίοι έχασαν την εκτίμηση και προκάλεσαν το μίσος  πολλών από τους συμμάχους τους, δίδοντας επιχειρήματα στην εχθρική προπαγάνδα.[13]

Από το κείμενο αναφύεται η αδίστακτη, σκληρόκαρδη και κραυγαλέα υπεροψία της δύναμης και η ροπή της προς το άδικο και την αυτοκαταστροφή, που επακολουθεί ως καθαρμός, καθώς μετά την ύβρη της σφαγής, η Σικελική εκστρατεία απέτυχε με οικτρό τρόπο, πιθανώς με τη νομοτελειακή παρεμβολή της Νέμεσης.[14]

 

1.3.: Ισοκράτης:  Περὶ εἰρήνης (28-33)

Το απόσπασμα από τον «Περὶ εἰρήνης λόγο» του Ισοκράτη, Αθηναίου ρήτορα, λογογράφου και ρητοροδιδάσκαλου, ο οποίος γράφτηκε κατά το 355 π.Χ., μετά τον λεγόμενο συμμαχικό πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, έχει παραινετική μορφή και απευθύνεται προς τους Αθηναίους προτείνοντας την διαρκή ειρήνευση με τους πρώην συμμάχους τους και ταυτοχρόνως εμπεριέχει ένα σχέδιο για μια γενική αναδιάρθρωση της αθηναϊκής πολιτικής και τη συμμαχία όλων των Ελλήνων.[15] Η Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία (378 π.Χ.), ο συνασπισμός ελληνικών πόλεων με επικεφαλής την Αθήνα και βασικούς όρους την αυτονομία, την ελευθερία και την μη επιβολή φόρων, γνώρισε άνθηση προσελκύοντας νέες πόλεις, λόγω της συνετής πολιτικής των Αθηναίων στρατηγών Τιμόθεου και Χαβρία.[16]

Η κακή συμπεριφορά όμως των Αθηναίων προς τους συμμάχους τους και η αποτυχία σε στρατηγικές επιλογές, αποδυνάμωσε τη συμμαχία, οδηγώντας στην αποστασία τους Χίους, τους Ρόδιους, τους Κώες και τους Βυζαντίους και ένα χρόνο αργότερα, το 357 π.Χ., ξεσπά ο «Συμμαχικός πόλεμος», που τελειώνει (355 π.Χ.) αφήνοντας την Αθήνα στα πρόθυρα της οικονομικής και πολιτικής καταστροφής.[17]

Ο Ισοκράτης οδηγήθηκε στη συγγραφή του Περὶ εἰρήνης λόγου, καθώς διέβλεπε τη δυσμενή κατάσταση της πόλης, για να βοηθήσει τους Αθηναίους να απεμπολήσουν τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, σχετικά με τη θαλασσοκρατορία των Αθηνών.[18] Ο Ισοκράτης στο χωρίο κάνει μνεία στο παρελθόν της πόλης, όταν λόγω της πολυπραγμοσύνης περιήλθε σε έσχατους κινδύνους, ενώ τότε που εκείνη ήταν δίκαιη κι ενδιαφερόταν όχι μόνο για τα του οίκου της αλλά και για τους συμμάχους και όλους τους Έλληνες, απολάμβανε την εμπιστοσύνη τους.[19]

Ο Ισοκράτης αποδοκίμασε την αθηναϊκή πολιτική μετά τη δεύτερη συμμαχία στο σύνολό της, καθώς το μόνο που πέτυχε η Αθήνα ήταν να καταπιέζει τους Έλληνες με την συνεχή απαίτηση καταβολής φόρων.[20] Ο σεβασμός της αυτονομίας των πόλεων, η τήρηση των συνθηκών, η αδιάβλητη και συνεπής συμπεριφορά έναντι όλων των Ελλήνων, ήταν οι αρχές ορόσημα στην πολιτική των Αθηναίων, όπως τα περιέγραψε ο Ισοκράτης στον Περὶ εἰρήνης λόγο του, με σκοπό την επωφελή ειρήνη.[21]

 

Ενότητα 2η: Ομοιότητες και διαφορές στην αποτίμηση της κρατικής εξουσίας

Τα τρία κείμενα της μελέτης, έχουν ως κεντρικό τους θέμα την πολιτική και στρατιωτική ισχύ και τη βίαιη επικράτησή της. Τα δύο χωρία του Θουκυδίδη παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς την αποτίμηση της κρατικής εξουσίας, όσον αφορά τους φυσικούς νόμους και την υπεροχή του ισχυρού, διαφέρουν όμως ως προς την προσέγγιση του ανθρώπινου παράγοντα (δέος, τιμή, ὠφελία), όσο και στην αποτύπωση της μετριοπαθούς, σώφρονος και επιεικούς εξουσίας.[22]

Ο ρήτορας Ισοκράτης, δεν ακολουθεί την ακριβή παρατήρηση φυσικών νόμων που καθορίζουν την λειτουργία της ανθρώπινης φύσης, σε αντίθεση με το ρεαλισμό του Θουκυδίδη, αλλά προτείνει ηθικές λύσεις (αρετή, δικαιοσύνη), συμφωνεί ως προς το συμφέρον, διαχωρίζει όμως τα μέσα σε καλά και επιζήμια, αντί του φόβου προτείνει την αποδοχή, ώστε να ενεργεί με σωφροσύνη σαν φίλος κι όχι σαν εξουσιαστής των συμμάχων της και θεωρεί τη ναυτική υπεροχή αιτία κακών που ώθησε στην πλεονεξία, καθώς γνωρίζει τον φυσικό νόμο που οδηγεί τον ιμπεριαλισμό στην καταστροφή του.[23]

Ο Θουκυδίδης εκπροσωπώντας τη ρεαλπολιτίκ,[24]αναζητεί βαθύτερα ψυχολογικά κίνητρα της δύναμης, ρίχνοντας φως σε μερικές σκληρές απόψεις για τον ιμπεριαλισμό και τη φιλοσοφία του.[25] Στο πρώτο κείμενο, στο συνέδριο της Σπάρτης, οι Αθηναίοι αναγάγουν τη συμπεριφορά και τη θέση τους σε τρία θεμελιώδη κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, το δέος, την τιμήν και την ὠφελίαν (Θουκ.1,75,3-1,76,2), με επίκεντρο της ρητορικής τους το δέος, αρχικά ως φόβο κατά των Περσών και μετά ως φόβο έναντι του φθόνου και του μίσους των συμμάχων τους για την διατήρηση της τυραννικής εξουσίας, ενώ επικαλούνται το φόβο για την ασφάλεια της θαλασσοκρατορίας τους, ως βασικό επιχείρημα για την υποδούλωση των Μηλίων.[26]

Έναντι των Μηλίων η αξία της δικαιοσύνης τίθεται στο περιθώριο με κυνισμό, ενώ στη Σπάρτη ακολουθώντας τη νομοτέλεια τη ανθρώπινης φύσης, προτάσσουν το συμφέρον του δικαίου (Θουκ.1,76,2).[27] Στην δημηγορία τους Αθηναίοι πρεσβευτές, που φέρεται να βρέθηκαν τυχαία στην Σπάρτη, επιχειρώντας να τεκμηριώσουν την ηγεμονία της πόλης τους, αξιολογούν ως αδικαιολόγητο τον υπερβολικό φθόνο έναντι της κυριαρχίας και της εξουσίας τους (Θουκ.1,75,1), ενώ επίσης κεντρικό σημείο στην επιχειρηματολογία τους (Θουκ.1,75,3-4) είναι το προαγωγείν, δηλαδή η μετατροπή της εκούσιας ηγεμονίας που τους εμπιστεύθηκαν οι Έλληνες σε μοναρχική εξουσία.[28] Στο διάλογο με τους Μηλίους, με σχετικά επιχειρήματα, οι Αθηναίοι θεωρούν τη φιλία ως δείγμα ασθένειας, ενώ αντιθέτως το μίσος ως ένδειξη ισχύος έναντι των υπηκόων τους.[29] Με σαφείς ηθικούς συνειρμούς, στον Περὶ εἰρήνης λόγο, περιγράφεται το πώς η αθηναϊκή και σπαρτιατική ηγεμονία, ως τυραννικές εξουσίες, καταπάτησαν το ανθρώπινο και ηθικό δίκαιο και σαν αποτέλεσμα της ύβρεως, υπέστησαν τα ίδια δεινά που προξένησαν στους άλλους (91,100,105).[30]

Ο Ισοκράτης, ως απάντηση στην ρεαλιστική πολιτική του Θουκυδίδη, δεν αντιμετωπίζει την ειρήνη ως αυτοσκοπό, ενώ δεν απορρίπτει εν τω συνόλω όλους τους παράγοντες που μετέτρεψαν την ηγεσία της Αθήνας σε μια αυταρχική μοναρχία,  δηλαδή την τιμήν, το δέος και την ὠφελίαν, ούτε απαρνείται τις ανταγωνιστικές αξίες (δύναμη, υπεροπλία, υπεροχή), στη βάση μιας πλατωνικής προσέγγισης της αρετής ως αυτοσκοπού της ηθικής πράξης, ενώ παράλληλα υπερασπίζεται την τιμή και την ὠφελία, απορρίπτοντας το δέος, ως γνήσιος εκφραστής παραδοσιακών αξιών, ενώ προπαγανδίζει την αρετή και ιδιαίτερα τη δικαιοσύνη, ως μόνη πολιτική για τους Έλληνες η οποία εγγυάται το πλέον ἔχειν, υπό την έννοια της «δίκαιης πλεονεξίας».[31]

Κατά τον Θουκυδίδη, η γενική ανθρώπινη φύση και ο διαρκής αγώνας για τη δύναμη, ως μια ασίγαστη ώθηση, ενέχει μια προϋπάρχουσα, ενδόμυχη νομοτέλεια.[32] Αυτή τη νομοτέλεια της ανθρώπινης φύσης επικαλέσθηκαν, με ορθολογιστικά κριτήρια, οι Αθηναίοι στο συνέδριο της Σπάρτης, ενώ προέταξαν το συμφέρον έναντι του δικαίου και ισχυρίστηκαν πως ήταν αξιέπαινοι γιατί στάθηκαν πιο δίκαιοι απ’ ότι τους επέτρεπε η ισχύς τους (Θουκ.1,76,3).[33]

Ο Θουκυδίδης αποτυπώνει στην ιστορία του το δίκαιο του ισχυρότερου υπό το πρίσμα της σοφιστικής κίνησης και τις πιο ακραίες αντιλήψεις της, καθώς θεωρείται «παιδί» της, τόσο στο φιλοσοφικό, όσο και στο ρητορικό κλάδο, με επιδράσεις από τον Πρόδικο και το Γοργία.[34]

 

Επίλογος

Με θεμελιακά σοφιστικό τρόπο, ο Θουκυδίδης περιορίζει την ιστορία του σε φαινόμενα ανθρώπινης διαγωγής και αποκλείει μεταφυσικές και θρησκευτικές εξηγήσεις.[35]

Τα δύο χωρία του Θουκυδίδη, ο λόγος των Αθηναίων πρέσβεων στη Σπάρτη και ο διάλογος των Μηλίων, οριοθετούν τη νοητή γραμμή των πολιτικών μεταλλάξεων, όπως είναι η μετάπτωση της αθηναϊκής συμμαχίας σε αθηναϊκή ηγεμονία και ο τελικός εκφυλισμός της σε ωμή τυραννία.[36]

Στην περίπτωση της Μήλου και την διερεύνηση της ηθικής του δικαίου και της ισχύος που καταλήγει σε μια απροκάλυπτα κυνική θεωρία της βίας, ο ιστορικός διέκρινε, εκτός της αδικαιολόγητης επίθεσης σ’ ένα μικρό νησί, την πρακτική μιας πολιτικής που δικαιολογείται μόνο υπό την προϋπόθεση του πολιτικού αμοραλισμού.[37] Ο Ισοκράτης, στον Περὶ εἰρήνης λόγο, παραμένει με συνέπεια πιστός στις απόψεις των κατά παράδοση Αθηναίων συντηρητικών και καλεί αταλάντευτα και σαφέστατα να υψωθούν στις δυνατότητες της πολιτιστικής ενότητας.[38]

Ήταν πεποίθηση του ρήτορα πως ο ολικός ανασχηματισμός της αθηναϊκής πολιτικής θα ξεκινούσε μόνο με την ειρήνευση, ενώ από τις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε στην αθηναϊκή εσωτερική και εξωτερική πολιτική θα ωφελούνταν όλοι οι Έλληνες.[39]

Η θεωρία του δικαίου της πυγμής και της ισχύος, επιβάλλει τη βία ως νομοτέλεια της φύσης, σύμφωνα με την οποία ο ισχυρότερος εξαναγκάζει τον ασθενέστερο να αποδεχθεί βιαίως το δίκαιό του και εξακολουθεί να αποτελεί βασικό πυλώνα εξωτερικής και όχι μόνο, πολιτικής από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα.[40]

 

Βιβλιογραφία

 

   Αλεξίου Ε., «Ἀρχὴ τῆς θαλάττης ἀρχὴ τῶν κακῶν; Θουκυδίδειες – Ψευδοξενοφώντειες ανταγωνιστικές αξίες και η ρητορική της πλεονεξίας στον Ισοκράτη», Ελληνικά  63 (2013-14): 7-28.

   Βώρος Φ. Κ., Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων: Ένα μήνυμα σύγχρονης πολιτικής σκέψης  και πράξης (www.voros.gr/epik/ar0407.doc - ημερομηνία ανάκτησης 23/12/2015).

   Easterling, P.E. – Knox, B.M.W., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Μετάφραση, Κονομή Ν., Γρίμπα Χρ., Κονομή Μ., 7η έκδοση αναθεωρημένη, επιμ. Στεφανής Α., εκδόσεις Παπαδήμα. Αθήνα 2005.

   Ξανθού, Μ., Ἰσοκράτης, Περὶ Εἰρήνης, Κατὰ Σοφιστῶν, Ἐπιστολὴ πρὸς Φίλιππον (III), Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀλέξανδρον. Εισαγωγή – μετάφραση - σχόλια Μαρία Γ. Ξανθού, εκδ. Ζήτρος. Θεσσαλονίκη 2001: 22-25.

   De Romilly J., Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, Αθήνα 2000: 476-479

   Hornblower S., Θουκυδίδου Ιστορίαι, τόμ. Α, Θεσσαλονίκη  2006: 305-311.

   Κωνσταντινόπουλος Β. Λ., «Η ιδεολογία της αθηναϊκής ηγεμονίας. Από τη Realpolitik στη Machtpolitik» στο Δ.Γ. Μαγριπλής, Η ιδεολογία στο χρόνο μέσα από εκφάνσεις του πολιτιστικού φαινομένου, Θεσσαλονίκη 2009: 22-43.

   Lesky, A., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Μετάφραση Τσοπανάκη Γ. Αγαπητού. Νέα Ελληνική έκδοση αναθεωρημένη 6η, εκδ. Κυριακίδη Δέσποινα. Θεσσαλονίκη 2014.

   Mathieu, G., Οι πολιτικές ιδέες του Ισοκράτη, Αθήνα 1995: 177-194.

   Τσακμάκης, Α. «Ιστοριογραφία – Πολιτικές πραγματείες και φυλλάδια». Στο Αλεξίου Ε. και άλλοι Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Τόμος Α: Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος. Εκδ. Ε.Α.Π. Πάτρα 2001: 367-396.


 Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.


[1] Βώρος Φ. Κ. 2001: www.voros.gr , ημερομηνία ανάκτησης 23/12/2015.

[2] Τσακμάκης, Α. 2001: 380.

[3] Τσακμάκης, Α. 2001: 386.

[4] «…καὶ γὰρ αὐτὴν τήνδε ἐλάβομεν οὐ βιασάμενοι, ἀλλ' ὑμῶν μὲν οὐκ ἐθελησάντων παραμεῖναι πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τοῦ βαρβάρου, ἡμῖν δὲ προσελθόντων τῶν ξυμμάχων καὶ αὐτῶν δεηθέντων ἡγεμόνας καταστῆναι·», Θουκυδίδης, 1.75.2.

[5] Τσακμάκης, Α. 2001: 386.

[6] Hornblower, S. 2006: 305.

[7] Τσακμάκης, Α. 2001: 387.

[8] Τσακμάκης, Α. 2001: 387.

[9] «…τὸ ἀνθρώπειόν τε σαφῶς διὰ παντὸς ὑπὸ φύσεως ἀναγκαίας, οὗ ἂν κρατῇ, ἄρχειν·»: Θουκυδίδης, 5.105.2.

[10] Τσακμάκης, Α. 2001: 388.

[11] «Πολιτικώτατον δίδαγμα ὁ ἐν Θουκυδίδῃ μεταξύ Μηλίων καὶ Ἀθηναίων διάλογος∙ ἐν αὐτῷ τὰ μὲν δίκαια ἐπικαλοῦνται οι ἀσθενεῖς Μήλιοι, οἱ δ’ ἰσχυροί Ἀθηναίοι ἐπί τῇ ὑλικῇ αὑτῶν ὑπεροχή κομπάζουσιν»: Σαρίπολος, Ν. 1874, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, Τομ. 1 – σελ. 104. Αθήνα.

[12] Τσακμάκης, Α. 2001: 388.

[13] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1': Κλασσικός Ελληνισμός, Εκδ. Αθηνών, Αθήνα 1972, σ. 242. 

[14] Βώρος Φ. Κ. 2001: www.voros.gr , ημερομηνία ανάκτησης 23/12/2015.

[15] Mathieu, G. 1995: 184.

[16] Ξανθού, Μ. 2001: 22.

[17] Ξανθού, Μ. 2001: 22-23.

[18] Ξανθού, Μ. 2001: 22-23.

[19] «καὶ γὰρ τὸ πρότερον ἐκ μὲν τῆς τοιαύτης πολυπραγμοσύνης…»: Θουκυδίδης,  Περὶ εἰρήνης (30).

[20] Mathieu, G. 1995: 187.

[21] Mathieu, G. 1995: 188.

[22] Κωνσταντινόπουλος Β. Λ. 2009: 30-37.

[23] De Romilly J. 2000: 477-479.

[24] Ρεαλπολιτίκ, γερμανικά Realpolitik: Είναι η πολιτική ή διπλωματία που βασίζεται κατά κύριο λόγο σε εκτιμήσεις πάνω σε δεδομένες συνθήκες και παράγοντες, παρά σε ιδεολογήματα ή ηθικές αξίες.

[25] Κωνσταντινόπουλος Β. Λ. 2009: 25.

[26] Αλεξίου, Ε. 2013-14: 11-12.

[27] Αλεξίου Ε. 2013-14: 12.

[28] Αλεξίου Ε. 2013-14: 9-10.

[29] Αλεξίου Ε. 2013-14: 14.

[30] Αλεξίου Ε. 2013-14: 20.

[31] Αλεξίου Ε. 2013-14: 22.

[32] Lesky, A. 2014: 645-646.

[33] Κωνσταντινόπουλος Β. Λ. 2009: 31-32.

[34] Easterling, P.E.Knox, B.M.W. 2005: 590.

[35] Easterling, P.E.Knox, B.M.W. 2005: 590.

[36] Κωνσταντινόπουλος Β. Λ. 2009: 27.

[37] Κωνσταντινόπουλος Β. Λ. 2009: 37.

[38] Easterling, P.E.Knox, B.M.W. 2005: 677.

[39] Mathieu, G. 1995: 194.

[40] Για την υπ’ όψη εργασία αντλήθηκαν στοιχεία και από την εμπεριστατωμένη και διεξοδική ανάλυση, κατά την παρουσίαση του θέματος στην 2η ΟΣΣ, από την κ. Ευανθία Δρακωνάκη-Καζαντζάκη Επίκουρη Καθηγήτρια, Κλασικής Φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΛΠ21- 2η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη