«Η ιδιότητα του πολίτη στην αρχαία Αθήνα και στη Σπάρτη»

«Η ιδιότητα του πολίτη στην αρχαία Αθήνα και στη Σπάρτη»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

Εισαγωγή

Στις περισσότερες αρχαίες Ελληνικές πόλεις αναφέρονται τρεις πληθυσμιακές ομάδες, πολίτες, μέτοικοι και δούλοι, με διαφοροποιήσεις στην Σπάρτη, όπου υπάρχουν οι πολίτες, οι περίοικοι και οι είλωτες, ενώ στην Κρήτη, τρίτη ομάδα είναι οι «κλαρώτες» και στη Θεσσαλία οι «πενέστες».[1]

Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τα κριτήρια για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ., ανιχνεύει το συσχετισμό της θεμελιακής ιδιότητας του πολίτη με εκείνη του οπλίτη στην αρχαία Αθήνα, παράλληλα με τη διασύνδεση της ιδιότητας του πολίτη και του στρατιώτη στην πόλη της Σπάρτης και τέλος, διερευνά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του  πολίτη στις δύο αυτές πόλεις.


Ενότητα 1: Προϋποθέσεις για την ιδιότητα του πολίτη στην Αθήνα του 5ου και 4ου αι. π.Χ.

 Στην δημοκρατική Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. ο όρος «ελεύθερος πολίτης» έλαβε την ορθή του διάσταση, καθώς ήταν πραγματικά ελεύθερος και ενεργός, παρά τα εμπόδια στο διάβα των αιώνων.[2] Αθηναίοι πολίτες ορίζονταν εκείνοι που γεννήθηκαν από πατέρα και μητέρα Αθηναίους και οι «ποιητοί πολίται», μέτοικοι ή ξένοι, κατ’ απονομή Αθηναίοι πολίτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν όμως να γίνουν άρχοντες ή ιερείς.[3]

Στα αρχαιότερα χρόνια, ως τα μέσα του 5ου αι., για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη ήταν αρκετή η καταγωγή από πατέρα Αθηναίο πολίτη ή αστό,[4] έστω και από ξένη μητέρα, δηλαδή «μητρόξενο», όμως το 451 π.Χ. επί Περικλέους, απαγορεύθηκε με νόμο η είσοδος στην Εκκλησία του Δήμου τέτοιων «ετεροθαλών» Αθηναίων.[5] Τέκνα που γεννήθηκαν από κάθε άλλη σχέση εκτός του νόμιμου γάμου, θεωρούνταν νόθα και ως τέτοια δεν απολάμβαναν κανένα δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά και δεν κέρδιζαν ποτέ την ιδιότητα του πολίτη.[6]

Πρόσβαση στην ιδιότητα και τα προνόμια του πολίτη είχαν μόνο τα άρρενα τέκνα των Αθηναίων, μετά την ενηλικίωσή τους, με τελετουργικό τρόπο στον εορτασμό των Απατουρίων και τον όρκο του νεαρού πολίτη στο ιερό της θεάς Αθηνάς, προσδιοριστικό της ένταξης της θρησκευτικότητας στην πολιτική ζωή.[7] Στην ηλικία των 18 ετών, εισέρχονταν υποχρεωτικά σε μια από τις 12 «φρατρίες» ή «πάτρες» (αντίστοιχα με τις «ωβές» της Σπάρτης) και σ’ ένα από τα 360 γένη, θεωρούμενοι Αθηναίοι πολίτες, με πλήρη δικαιώματα στα 20.[8] Κάθε πολίτης κατατάσσονταν επίσης σε έναν από τους 174 δήμους και σε μια από τις αρχικά τέσσερις και από την εποχή του Κλεισθένη, δέκα φυλές.[9]

Οι νεαρές Αθηναίες δεν αποκτούσαν ποτέ τον τίτλο του πολίτη και ως πρωταρχικό γεγονός στη ζωή τους είχαν το γάμο,[10] ίσως και την γέννηση ενός αγοριού που θα έφερε τον τιμητικό τίτλο.

Οι ξένοι, μέτοικοι ή περίοικοι, δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα, με εξαίρεση κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις που έλαβαν, μετά από εξαιρετικές πράξεις, ανδραγαθήματα ή υπηρεσίες προς την πόλη.[11]

Η δεύτερη κατά σειρά απαίτηση για την απόκτηση της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη ήταν εκείνη της εγγείου ιδιοκτησίας, η οποία ονομαζόταν «έγκτησις» και ήταν αποκλειστικό προνόμιο των ελεύθερων πολιτών, καθιστώντας τη γαιοκτησία ταυτόσημη με την ιδιότητα του πολίτη.[12]

Οι μέτοικοι και οι ξένοι είχαν τη δυνατότητα να μισθώνουν γαίες από τους πολίτες ή την πολιτεία, καθότι η συμμετοχή τους στα οικονομικά δρώμενα της πόλης ήταν όχι απλώς καλοδεχούμενη αλλά και ζητούμενη, αν και θεωρητικά, είχαν το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης, κατόπιν ειδικού ψηφίσματος της Εκκλησίας του Δήμου.[13]

Στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη στη δημοκρατική Αθήνα και την πιστοποίηση της ιδιότητας του πολίτη από τους καταλόγους του Δήμου, το προαπαιτούμενο της γαιοκτησίας και της περιουσίας πέρασε σε δεύτερη μοίρα, ενώ με τις αλλαγές του Εφιάλτη και του Περικλή η προσωπική αξία υφίσταται ως προεξάρχον στοιχείο, αποδεσμεύοντας τη συμμετοχή στα κοινά από την ατομική περιουσία.[14]

Κατά παράβαση της νομιμότητας και λόγω της φειδούς στην απονομή της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη, είναι πιθανό κάποιοι εύποροι μέτοικοι ή ξένοι να εξαγόρασαν την εγγραφή τους στους νόμιμους καταλόγους των πολιτών, έναντι αδρής αμοιβής.[15]

 


Ενότητα 2: Η σύνδεση της ιδιότητας του πολίτη και του οπλίτη στην Αθήνα και τη Σπάρτη.

 Υπέρτατο καθήκον των πολιτών της αρχαίας ελληνικής πόλης ήταν οι στρατιωτικές υποχρεώσεις. Η «οπλιτική ικανότητα», η δυνατότητα δηλαδή ενός υγιούς πολίτη να προμηθεύεται τον οπλισμό του και να στρατεύεται, αποτελεί το τέταρτο χαρακτηριστικό της ιδιότητας του πολίτη, καθώς μεταξύ πολιτείας και στρατού υπήρχε πλήρης αντιστοιχία, ανάλογη με την ταύτιση πολίτη και στρατιώτη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους Σπαρτιάτες.[16]

Έως τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. η φύλαξη των οικισμών ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των πλουσίων και των ευγενών, όμως η εξέλιξη του θεσμού της πόλης και η καθιέρωση της φάλαγγας, μιας πολεμικής τακτικής που απαιτούσε περισσότερο έμψυχο δυναμικό, είχαν ως αποτέλεσμα την είσοδο των λαϊκότερων στρωμάτων στις τάξεις του στρατού, σηματοδοτώντας την εποχή της ταύτισης των ιδιοτήτων του πολίτη και του οπλίτη.[17]


 2.1. Ο Αθηναίος πολίτης – οπλίτης


Από τον 7ο αιώνα π.Χ. και ως την εποχή του Κλεισθένη η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη και του οπλίτη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες, όμως εκείνος με τις μεταρρυθμίσεις του τις αποσύνδεσε  σταδιακά.[18] Οι οπλίτες πλέον προέρχονταν από τις ευπορότερες τάξεις των πεντακοσιομέδιμνων, των ιππέων και των ζευγιτών, τη στιγμή που οι φτωχότεροι θήτες υπηρετούσαν ως ναύτες στο ισχυρό ναυτικό των Αθηνών, ενώ παροιμιώδης ήταν η προθυμία τους για στράτευση, ιδιαιτέρως μετά τους νικηφόρους περσικούς πολέμους, καθώς θεωρούνταν μέγιστη τιμή.[19]

Οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα πολίτες των Αθηνών βρίσκονταν σε διαρκή στρατιωτική υπηρεσία για σαράντα χρόνια, έως το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους και οι έφηβοι, από τα δεκαοχτώ τους σε διετή στρατιωτική θητεία εκπαιδευόμενοι στα σύνορα της Αττικής, ορκιζόταν πως δε θα ντροπιάσουν τα ιερά τους όπλα και δεν θα εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους, οι δε φτωχότεροι υπηρετούντες στο στόλο ελάμβαναν χρηματική αποζημίωση.[20]

Η προθυμία τους να υπηρετήσουν και να προσφέρουν στο στρατό της πόλης εβλήθη στις αρχές του πελοποννησιακού πολέμου, λόγω των σοβαρών απωλειών σε έμψυχο δυναμικό, διαρρηγνύοντας πλέον την ταύτιση του πολίτη με τον οπλίτη.[21] Από τα τέλη του 5ου αι. ο στρατός της Αθήνας χρησιμοποίησε μισθοφόρους, κάτι που παγιώθηκε τελικά λόγω των συνεχών απωλειών από τις μάχες και το λοιμό.[22]


 2.2. Ο Σπαρτιάτης πολίτης – στρατιώτης


 Τα χαρακτηριστικά του Σπαρτιάτη πολίτη είναι μοναδικά στην αρχαιότητα καθώς και εκείνος είχε διττή ιδιότητα, ως πολίτης και ταυτόχρονα μόνιμος στρατιώτης, υπό τις διαταγές των ταγών της πόλεως.[23] Η ανάγκη διαρκούς αστυνόμευσης και κυριαρχίας έναντι ενός εν συγκρίσει τεράστιου αριθμού υποτελών, είχε δομήσει μια αυστηρά στρατοκρατούμενη κοινωνία όπου οι ιδιότητες του πολίτη και του στρατιωτικού ταυτίζονταν απόλυτα κι οι Λακεδαιμόνιοι, από τα είκοσί τους χρόνια ως τα εξήντα τους, ήταν πρώτα απ’ όλα στρατιώτες και κατόπιν πολίτες.[24]

Από τα επτά τους χρόνια εντάσσονταν στις αγέλες, όπου εκπαιδεύονταν και παράλληλα έπαιζαν και αθλούνταν, ως επαγγελματίες οπλίτες με στρατιωτική πειθαρχία και οργάνωση, χωρίς τις οικονομικές φροντίδες της οικογένειας, καθώς αυτές ήταν υποχρέωση της πολιτείας.[25]

Ο Σπαρτιάτης πολίτης μετά την ενηλικίωσή του συμμετείχε στα συσσίτια, κοινά και λιτά δείπνα με συγκεκριμένα φαγητά και συνδαιτυμόνες, με τους οποίους ήταν «όμοιοι» και μοιράζονταν ένα κοινό τρόπο ανατροφής και διαβίωσης, με σκοπό την υπακοή, την ανδρεία και την πειθαρχία.[26] Εκτός από τα συσσίτια το πρόγραμμα περιελάμβανε πολιτικούς κι όχι μόνο, λόγους από τους παλαιοτέρους, ενώ δεν έλλειπαν τα παιχνίδια και τα πειράγματα.[27]

Δεν επιτρεπόταν στον πολίτη να ασκεί καμιά άλλη δραστηριότητα πέραν αυτής του στρατιωτικού, καθώς τις χειρωνακτικές εργασίες είχαν αναλάβει αποκλειστικά οι είλωτες και οι περίοικοι.[28] Η απόλυτη ταύτιση της στρατιωτικής με την πολιτική ιδιότητα του Λακεδαιμόνιου, ήταν αναγκαία επιδίωξη της στρατοκρατούμενης πολιτείας, η οποία θεμελίωσε εκεί το κοινωνικοπολιτικό της οικοδόμημα.[29]


Ενότητα 3: Δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών στην αρχαία Αθήνα και τη Σπάρτη

Ο τίτλος του πολίτη στις αρχαίες Ελληνικές πολιτείες δεν ήταν απλή υπόθεση, καθότι ο ρόλος του ήταν σημαντικότατος και η συμμετοχή του ενεργή σε όλα τα επίπεδα κάθε κοινωνικής, πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως στη νομή της εξουσίας.[30] Προνομιούχοι κοινωνικά και πολιτικά, οι πολίτες καθόριζαν τα πάντα, αποφάσιζαν για πόλεμο ή ειρήνη και οτιδήποτε σχετικό με την ασφάλεια, την οικονομία και εν γένει τη ζωή της πόλης τους.[31]


 3.1. Δικαιώματα και υποχρεώσεις του πολίτη στην Αθήνα


Ο Αθηναίος πολίτης κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα είχε το ιδιαίτερο προνόμιο της ενεργού συμμετοχής στα κοινά και στη λήψη των αποφάσεων μέσα στα θεσμικά όργανα, όπως η Εκκλησία του Δήμου, ο Άρειος Πάγος, η Βουλή των 500, το δικαστήριο της Ηλιαίας και το ολιγάριθμο σώμα των αρχόντων.[32] Άλλα σπουδαία δημόσια αξιώματα ήταν ο «Επώνυμος άρχων», με αρμοδιότητα κυρίως το οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο, ο «Βασιλέας» σχετικά με τη δημόσια λατρεία, ο «Πολέμαρχος» ως αρχιστράτηγος και κατόπιν με θρησκευτικά καθήκοντα και οι «έξι θεσμοθέτες».[33]

Καθοριστικές ήταν οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα για τα δικαιώματα ατομικής ελευθερίας, καθώς με τη σεισάχθεια διέγραψε τα χρέη φτωχών αγροτών και διαίρεσε τους πολίτες σε τέσσερις τάξεις, ανάλογα με το εισόδημα.[34] Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα απαγορεύτηκε η υποδούλωση για χρέη, με αποτέλεσμα να μην κινδυνεύει η προσωπική ελευθερία εξαιτίας υπερχρέωσης.[35]

Ο πολίτης είχε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και ο Σόλωνας αγωνίσθηκε να συμβιβάσει τις αξιώσεις των ευγενών με εκείνες του λαού, διατηρώντας τον πλούτο και τη γαιοκτησία στους ευγενείς, δίνοντας όμως το δικαίωμα στους υπόλοιπους πολίτες να αποκτήσουν περιουσία μέσα από τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.[36]

Ο πολίτης διατηρούσε το δικαίωμα απαλλαγών από φόρους και σε νομικό πλαίσιο την ικανότητα προς δικαιοπραξία, μπορούσε  να παρίσταται σε δίκες και  να συντάσσει διαθήκη.[37]

Εκτός από τους πολίτες και τους δούλους, στην Αθήνα υπήρχαν οι μέτοικοι, οι οποίοι αν και ελεύθεροι δεν είχαν κανένα ουσιαστικό πολιτικό δικαίωμα.[38] Ο Αθηναίος πολίτης αποστερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα, ταυτόχρονα με τα νομικά, με την επιβολή «ατιμίας» για σοβαρούς λόγους, που του στερούσε μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος των δικαιωμάτων του.[39]

Σημαντική υποχρέωση του πολίτη ήταν η στράτευσή του και η παρουσία του στις θρησκευτικές τελετουργίες. Οι ευπορότεροι πολίτες βαρύνονταν ενίοτε με τον περιουσιακό φόρο της «εισφοράς» αλλά και το κόστος «λειτουργιών», όπως η χορηγία, η γυμνασιαρχία και η τριηραρχία, που αφορούσαν την επιχορήγηση θρησκευτικών τελετών και αγώνων, αλλά και την άμυνα της πόλης.[40]

Γενικά υποβαθμισμένη ήταν η κοινωνική, πολιτική και νομική θέση της γυναίκας στην πόλη της Αθήνας, καθώς  δεν είχε δικαίωμα να υπογράφει συμβόλαια, να παρίσταται σε δικαστήρια, δεν δικαιούταν να κληρονομήσει το σύζυγο, ούτε να κατέχει γη, εκπροσωπούνταν πάντα από κάποιον άνδρα και συμμετείχε μόνο σε θρησκευτικές γιορτές και ιεροτελεστίες.[41]

 

3.2. Δικαιώματα και υποχρεώσεις του πολίτη στη Σπάρτη


 Το πολιτικό σύστημα των Λακεδαιμονίων βασίστηκε στη συλλογική συνείδηση, καθώς ο Σπαρτιάτης θυσίαζε τα πάντα για την κοινότητα στην οποία συμπεριλαμβανόταν.[42] Οι άρρενες γεννημένοι από γονείς Σπαρτιάτες, υγιείς και αρτιμελείς, είχαν τα δικαιώματα του πολίτη και στην ηλικία των 30 ετών εισέρχονταν στην Απέλλα, ενώ μετά τα 60, στη Γερουσία.[43]

Όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, οι μόνοι ξένοι που είχαν πολιτογραφηθεί Σπαρτιάτες ήταν τα αδέλφια Τισαμενός και Ηγίας από το γένος των Ηλείων Ιαμιδών.[44] Οι Δωρικές φυλές της Σπάρτης ήταν τρεις, χωρίζονταν σε «ωβές» και «οίκους» και οι πολίτες είχαν ίσα πολιτικά δικαιώματα, εξαιρουμένου του βασιλικού οίκου.[45]

Στην ολιγαρχία της Σπάρτης, η ουσιαστικά τυπική συμμετοχή των πολιτών στη διοίκηση, αφορούσε τη Συνέλευση του Δήμου, τη Γερουσία ή το Συμβούλιο και το σώμα των αρχόντων, όπου απλά επικύρωναν αποφάσεις ανώτερων οργάνων, ενώ δικαστές ήταν ελάχιστοι προνομιούχοι πολίτες.[46] Κατ’ επίφαση πολίτες και υποχρεωτικά μόνιμοι στρατιώτες οι Λακεδαιμόνιοι, περνούσαν τη ζωή τους κυρίως σε στρατόπεδα και μάχες, χωρίς επαγγελματική δραστηριότητα.[47]

Κάθε Σπαρτιατικός οίκος αποκτούσε, συνήθως έναντι μισθώματος, έναν κλήρο γης με μεγάλη οικονομική και κοινωνική αξία, χωρίς όμως πλήρη κυριότητα, καθόσον οι καλλιεργήσιμες γαίες και τα δάση ανήκαν στην πολιτεία, με χαρακτηριστικά κοινοκτημοσύνης, καθώς επιτρεπόταν στον πολίτη να χρησιμοποιεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κυνηγετικά σκυλιά, άλογα, δούλους ή τρόφιμα άλλων Σπαρτιατών.[48]

Στους αρχαιότερους χρόνους επιτρεπόταν στους Σπαρτιάτες να χρησιμοποιούν μόνο σιδηρά νομίσματα, ενώ απαγορευόταν αυστηρά η κατοχή χρυσών ή αργυρών, υπό το φόβο της φιλοχρηματίας και της διαφθοράς.[49]

Ιδιόμορφη ήταν η θέση των γυναικών στην αρχαία Σπάρτη, οι οποίες παρότι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, απολάμβαναν σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία, αποκτούσαν γη, δεν ήταν περιορισμένες στο σπίτι, γυμναζόταν για να αποκτήσουν υγιή τέκνα και ασκούσαν σημαντική επιρροή στους άντρες.[50]


Συμπεράσματα


Από όλα τα παραπάνω, συμπεραίνουμε πως ήταν εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση η κτήση της ζωτικής ιδιότητας του πολίτη στην αρχαία Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα και τη Σπάρτη, καθώς τις σωρευτικές προϋποθέσεις πληρούσε σημαντικά μικρός αριθμός πολιτών.

Επίσης γίνεται φανερό πως οι ιδιότητες του πολίτη και του στρατιωτικού ταυτίζονται απολύτως στις δύο πόλεις, ιδιαίτερα στην ολιγαρχική Σπάρτη, λόγω της δομής της πολιτείας και του στρατοκρατικού περιβάλλοντός της.

Για τον ίδιο λόγο, φειδωλά στην Σπάρτη ήταν και τα δικαιώματα των πολιτών, με περισσές τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, σε αντίθεση με τη δημοκρατική Αθήνα της κλασικής εποχής.

Προαπαιτούμενα για την ιδιότητα του πολίτη στην αρχαία Ελλάδα ήταν, η γαιοκτησία, τα πολιτικά δικαιώματα και η γέννησή του από γονείς αμφότερους πολίτες, ενίοτε με γενεαλογία τριών γενεών.[51] Οι πολίτες σ’ όλες τις πόλεις αποτελούσαν μειοψηφία, ιδιαίτερα στη Σπάρτη.[52]

Η ιδιότητα του πολίτη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με κείνη του οπλίτη, καθώς είχε την υπέρτατη υποχρέωση να διαθέτει πλήρη προσωπικό οπλισμό και να υπερασπίζεται την πόλη σε κάθε κίνδυνο, θέτοντας συνήθως  τις δύο ιδιότητες σε απόλυτη ταύτιση.[53]

Οι πολίτες είχαν αδιαμφισβήτητα πολιτικά δικαιώματα αλλά και σημαντικές υποχρεώσεις, εκτός της στράτευσης, όπως η οικονομική συνεισφορά στην πολιτεία, μέσω λειτουργιών ή εισφορών.[54]  

  


Βιβλιογραφία 


·   Zaidman L. B., Schmitt Pantel P. 2004. Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής. Μετ. K. Mπούρας. Aθήνα.

·   Μήλιος, Α. «Η έννοια του ελεύθερου πολίτη», στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως κα τα μεταβυζαντινά χρόνια, εκδ. ΕΑΠ. Πάτρα 2000: 23-112.

·   Μπιργάλιας, Ν. «Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή», στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, εκδ. ΕΑΠ. Πάτρα 2000: 136-142.

·   Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884. Εγχειρίδιον της Γενικής Ιστορίας. Κατά τα δοκιμώτερα βοηθήματα Βιβλίον Πρώτον Περιέχον την Αρχαίαν Ιστορίαν2. Εν Αθήναις.

 

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



[1] Μήλιος, Α. 2000: 33.

[2] Μήλιος, Α. 2000: 50.

[3] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 109 & Μήλιος, Α. 2000: 63.

[4] Οι «αστοί» ήταν ελεύθεροι πολίτες που τους είχαν αφαιρεθεί, για σοβαρότατο πειθαρχικό παράπτωμα, τα πολιτικά τους δικαιώματα, οι γιοι τους όμως εγγράφονταν στους καταλόγους των πολιτών.: (Μήλιος, Α. 2000: 59).

[5] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 109 & Μήλιος, Α. 2000: 59.

[6] Μήλιος, Α. 2000: 59.

[7] Zaidman L. B. 2004: 69-70.

[8] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 109.

[9] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 109.

[10] Zaidman L. B. 2004: 69-70.

[11] Μήλιος, Α. 2000: 34,43.

[12] Μήλιος, Α. 2000: 61.

[13] Μήλιος, Α. 2000: 61.

[14] Μήλιος, Α. 2000: 62.

[15] Μήλιος, Α. 2000: 65.

[16] Μήλιος, Α. 2000: 47.

[17] Μήλιος, Α. 2000: 72.

[18] Μήλιος, Α. 2000: 74.

[19] Μήλιος, Α. 2000: 74.

[20] Μήλιος, Α. 2000: 74-75.

[21] Μήλιος, Α. 2000: 75.

[22] Μήλιος, Α. 2000: 75.

[23] Μήλιος, Α. 2000: 49.

[24] Μήλιος, Α. 2000: 76.

[25] Μήλιος, Α. 2000: 76.

[26] Μήλιος, Α. 2000: 75-76.

[27] Μήλιος, Α. 2000: 77.

[28] Μήλιος, Α. 2000: 77.

[29] Μήλιος, Α. 2000: 77.

[30] Μήλιος, Α. 2000: 43.

[31] Μήλιος, Α. 2000: 33.

[32] Μπιργάλιας, Ν. 2000: 135-136.

[33] Μήλιος, Α. 2000: 92.

[34] Μήλιος, Α. 2000: 50.

[35] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 109.

[36] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 109.

[37] Μήλιος, Α. 2000: 44-45.

[38] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 109.

[39] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 109.

[40] Μήλιος, Α. 2000: 33&79-81.

[41] Μήλιος, Α. 2000: 68.

[42] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 105.

[43] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 108.

[44] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 105.

[45] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 105.

[46] Μήλιος, Α. 2000: 43-46.

[47] Μήλιος, Α. 2000: 47.

[48] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 106.

[49] Παπαρρηγοπούλος, Κ. 1884: 106.

[50] Μήλιος, Α. 2000: 69.

[51] Μήλιος, Α. 2000: 33,43.

[52] Μήλιος, Α. 2000: 33.

[53] Μήλιος, Α. 2000: 47.

[54] Μήλιος, Α. 2000: 79-81.

ΕΛΠ20- 1η 2015-2016


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.


Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη