«Οι διαβατήριες τελετές στην Αθήνα και τη Σπάρτη»

 

«Οι διαβατήριες τελετές στην Αθήνα και τη Σπάρτη»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

Εισαγωγή

Κατά την αρχαιότητα, η μετάβαση από μια φάση της ζωής των ανθρώπων στην επόμενη, από τη γέννηση στην ενηλικίωση και το γάμο, αλλά και όσα διαδραματίζονται στο τέλος του βίου, τον θάνατο, σηματοδοτούνται από μια σειρά τελετουργικές και μυητικές πρακτικές, στο πλαίσιο θρησκευτικών αντιλήψεων και δοξασιών, συναθροιζόμενες υπό τον όρο «διαβατήριες τελετές».[1]

Στην παρούσα εργασία προσδιορίζουμε τις λεπτομέρειες συμμετοχής σε διαβατήριες τελετουργίες στην κλασική Αθήνα και παρουσιάζουμε επιγραμματικά διαβατήριες τελετές που προσημαίνουν το σταδιακό πέρασμα από την εφηβική στην ενήλικη ζωή των ανδρών και των γυναικών στη Σπάρτη.

 

Ενότητα 1: Η συμμετοχή σε διαβατήριες τελετουργίες στην Αθήνα

Κατά την κλασική εποχή στην Αθήνα λάμβαναν χώρα μια σειρά από έθιμα, τελετουργίες, ιεροτελεστίες και μυήσεις, από τον ιδιωτικό βίο στο πλαίσιο του οίκου, ως το δημόσιο βίο και στην όμαιμη κοινωνικοπολιτική ένωση της φρατρίας, οι οποίες ακολουθούν το βίο του ανθρώπου, από τη γέννηση ως το θάνατό του.


1.1: Γέννηση

Αποκλειστικός σκοπός της σύζευξης στην αρχαία Αθήνα ήταν η τεκνοποίηση. Τα παιδιά γεννιόνταν σε υποτυπώδεις συνθήκες υγιεινής, στο γυναικωνίτη του οίκου, με τη βοήθεια μιας μαίας, η οποία μοχθούσε να καταλαγιάσει τις οδύνες, κάνοντας μαλάξεις και ξόρκια (επωδές), με ύστατη καταφυγή στην θεότητα του τοκετού Ειλείθυια ή σε τελετουργικές προσφορές στην Άρτεμη και τη Δήμητρα Κουροτρόφο, για αίσια έκβαση της γέννας.[2]

Από την στιγμή που γεννιόταν ένας γόνος αθηναϊκής οικογένειας, ξετυλίγονταν ένας μίτος δοξασιών και εθίμων, καθώς κρεμούσαν πάνω από την εξώπορτα, αν ήταν αγόρι ένα κλαδί ελιάς, σύμβολο ανδρείας και δόξας κι αν ήταν κορίτσι, μια τούφα μαλλιού που συμβόλιζε την αξιοσύνη, την  προκοπή και τη νοικοκυροσύνη, έχοντας και αποτρεπτικό ρόλο, τον ίδιο με τα φυλακτά.[3]

 Όταν το βρέφος ήταν ανεπιθύμητο, επειδή ήταν νόθο ή ένα ακόμη κορίτσι ή είχε κάποια δυσμορφία, το εξέθεταν (απέθεταν), με εντολή του κυρίου του σπιτιού, σε κάποια δυσπρόσιτη περιοχή, για ν’ αποφύγουν εκτός των άλλων, το μίασμα του φόνου.[4]

Οι ιεροτελεστίες συνεχιζόταν στην πατρική εστία και το νεογέννητο συνδεόταν με την άσβεστη φλόγα της, αποκτώντας κοινωνική οντότητα. Πέντε έως επτά μέρες μετά τη γέννηση, στην πατρική οικία, παρουσία του πατέρα που το αναγνώριζε ως δικό του τέκνο, γιορτάζονταν το χαρμόσυνο γεγονός, σε μια κλειστή οικογενειακή τελετή γνωστή ως αμφιδρόμια, με καθαρμό του «μιάσματος» του τοκετού, εξαιτίας του αίματος, συμβολικό ιερουργικό πλύσιμο των χεριών και περιφορά του νεογνού γύρω από την εστία, με στόχο την ενσωμάτωσή του στην οικογένεια, με μυητικές τελετές ή «τελετουργίες περάσματος» κι ένα λαχταριστό δείπνο να ακολουθεί, πεσκέσι των συγγενών, που δεν παρευρίσκονταν.[5] Δέκα ημέρες μετά, ακολουθούσε η ονοματοδοσία του μωρού, σε μια ιεροτελεστία με την ονομασία επέτειος δεκάτη, με τις φτωχές οικογένειες να τη συγχωνεύουν με τα αμφιδρόμια, που περιελάμβανε θυσία, εορταστικό δείπνο και συμπόσιο, αλλά και δώρα των συγγενών που έβλεπαν για πρώτη φορά το παιδί, τα γενέθλια ή οπτήρια.[6] Η οριστική κάθαρση της μητέρας επέρχονταν σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό, σε μια χαρούμενη γιορτή στο σπίτι, την «Τεσσαρακοσταία»,[7] ενώ είχαν προηγηθεί έθιμα όπως ράντισμα με καθαρτήριο ύδωρ, θαλάσσια λουτρά, χυμένο αίμα γουρουνιού, καύση λιβανιού και θειαφιού.[8]

Σημαντικές διαβατήριες τελετές ήταν για τα αγόρια το μείον και το κούρειον και για τα κορίτσια η γαμηλία, κατά τη διάρκεια της τρίτης ημέρας της εορτής των Απατουρίων, στις φρατρίες. Αρχικά η τελετή που ονομαζόταν μείον σηματοδοτούσε την είσοδο των αγοριών στη φρατρία, με τελετουργικό τρόπο και θυσία, προς τιμή του φράτριου Δία και της φράτριας Αθηνάς, τον επόμενο χρόνο από τη γέννηση του παιδιού.[9] Σημαντικότερη όμως ήταν η θυσία και η τελετή που ακολουθούσε την κουρά των μαλλιών του αγοριού, το κούρειον, που συμβόλιζε το πέρασμα στην εφηβεία, όπου ο πατέρας ορκιζόταν ενώπιον της φρατρίας πως ήταν δικό του τέκνο, από νόμιμη σύζυγο και αν αυτό γινόταν αποδεκτό ακολουθούσε η μοιρασιά του ζώου της θυσίας, διαφορετικά το απομάκρυναν από το θυσιαστήριο. Λίγο αργότερα ο έφηβος παρουσιαζόταν στο δήμο από τον πατέρα του για να εγγραφεί ως Αθηναίος πολίτης.[10]

 

1.2: Γάμος

Στην Αθήνα ο γάμος αποτελούσε ιδιωτική υπόθεση κι ενώ ιδανική ηλικία γάμου για τους άντρες θεωρούνταν περίπου τα τριάντα, η γυναίκα υποχρεούταν να νυμφευθεί αμέσως μετά την παρέλευση τεσσάρων ετών από την ήβη, δεκατεσσάρων ως δεκάξι ετών.[11]

Η εγγύη, μια επίσημη διαβεβαίωση μεταξύ του πατέρα ή κηδεμόνα της κοπέλας και του μνηστήρα της, ενώπιον μαρτύρων, κάτι σαν αρραβώνας, προηγούνταν της επίσημης ένωσης του ζεύγους. Η ιεροτελεστία ξεκινούσε με μια θυσία, την προτέλεια ή προαύλια ή προγάμια, την οποία νύφη και γαμπρός τελούσαν χωριστά, όπου οι κοπέλες αφιέρωναν βόστρυχο από την κόμη τους στην Άρτεμη και τις Μοίρες, πράξη που συμβόλιζε το τέλος της παρθενίας, ενώ συχνά αφιέρωναν κι όλα τα παιδικά τους παιχνίδια.[12] Στο προγαμιαίο λουτρό των μελλονύμφων, ως ιεροτελεστικός καθαρμός, μεταφερόταν νερό σε λουτροφόρους από την Εννεάκρουνο γονιμοποιό πηγή της Καλλιρρόης, ενώ οι παρευρισκόμενοι με αναμμένους δαυλούς απέτρεπαν τα δαιμόνια που απειλούσαν το ζευγάρι κατά τη μετάβασή του στον έγγαμο βίο.[13]

Ο γάμος ή έκδοση, η επίσημη παράδοση της νύφης από τον πατέρα ή τον κηδεμόνα της στον γαμπρό, μαζί με την προίκα της, κρατούσε τρεις ημέρες και διεξαγόταν κατά προτίμηση τον μήνα Γαμηλιόνα, σημερινούς Ιανουάριο-Φεβρουάριο, όταν εορταζόταν οι γάμοι του Δία και της Ήρας και ακολουθούνταν από την παρουσίαση της νύφης στη φρατρία του γαμπρού, στα πλαίσια του εορτασμού των Απατουρίων, το φθινόπωρο. Την αποδοχή της νύφης, απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση ως Αθηναίων πολιτών των αρρένων τέκνων του ζεύγους, ακολουθούσε η γαμηλία, θυσία που προσφερόταν από το γαμπρό και στοιχειοθετούσε αναγνώριση της νύφης ως θυγατέρα Αθηναίου πολίτη.[14]

Επακολουθούσε γαμήλιο γεύμα, στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού ή σε κάποιο ευρύχωρο ιερό, όπου οι γυναίκες, σε αντίθεση με τ’ άλλα συμπόσια, κάθονταν στον ίδιο χώρο αλλά σε διαφορετικά τραπέζια με τους άντρες, η νύφη φορούσε πέπλο και στεφάνι στο κεφάλι κι ενώ τη μακάριζαν, της προσέφεραν γλυκίσματα με σουσάμι, το σπόρο της γονιμότητας.[15]

Η νύφη φορούσε και αφαιρούσε τελικά το πέπλο ως μια συμβολική κίνηση αναγέννησης, καθώς από την ανωνυμία μετέβαινε, ως νόμιμη σύζυγος, σε ένα καινούριο χώρο, ενώ η μίμηση της αρπαγής στην αρχή της τελετής, παρίστανε την τελετουργική αντίδραση των οικείων της, αλλά και της ίδιας, στον αποχωρισμό.[16]

Στο γεύμα ο μελλόνυμφος συνοδευόταν από τον πάροχο και η νύφη, κρατώντας φρύγετρον (καβουρδιστήρι κριθαριού), από την νυμφεύτρια, ενώ ένα αγόρι αμφιθαλές -με τους γονείς εν ζωή- στεφανωμένο με κλαδιά βελανιδιάς, μοίραζε ψωμάκια από ένα κάνιστρο. Η τελευταία πράξη εξελισσόταν στα στολισμένα με δάφνες και κλαδιά ελιάς σπίτια των νεόνυμφων, καθώς ξεκινούσε η πομπή με δαυλούς, από το σπίτι του πατέρα της νύφης προς στο σπίτι του γαμπρού, σε αμάξι που το έσερναν μουλάρια ή βόδια, υπό το άσμα του υμέναιου. Στο κατώφλι του νέου της σπιτιού ανέμεναν τη νύφη τα πεθερικά, επισημοποιώντας την ένταξή της ως νέο μέλος του οίκου κι ενώ εκείνη περιδιάβαινε τη νέα της κατοικία, οι παρευρισκόμενοι έραιναν το ζευγάρι με καταχύσματα -καρύδια και ξερά φρούτα- κι αφού η νύφη με τελετουργικό τρόπο αποκάλυπτε το πρόσωπό της στο σύζυγό της, έφταναν στο θάλαμο με τη νυφική κλίνη, όπου τους τραγουδούσαν ένα επιθαλάμιο. Tα επαύλια, δώρα των συγγενών της νύφης, έκλειναν την τριήμερη τελετή και το ζευγάρι συγκατοικούσε (συνοικείν) στο νέο του σπιτικό.[17]

 

1.3: Θάνατος

Ο θάνατος ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας στην αρχαία Αθήνα, σ’ όλες τις ηλικιακές ομάδες, είτε σαν αποτέλεσμα μαχών, είτε από παθολογικά αίτια ή ατυχήματα, είτε για τις γυναίκες, στη διάρκεια του τοκετού. Οι Αθηναίοι έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στη φροντίδα των νεκρών συγγενών τους, καθώς επιμελούνταν ακόμη και τις σκληρές δουλειές, ως κλιμακοφόροι, νεκροφόροι ή ταφείς, θεωρώντας αδιανόητη και προσβλητική την παράδοση τους σε ξένους, αλλά και γιατί πίστευαν πως είχαν μεγάλη ευθύνη για το τελευταίο τους ταξίδι στην Αχερουσία λίμνη. Ήταν αποδεκτές ακραίες αντιδράσεις ή εκδηλώσεις θλίψης, όπως το ξερίζωμα των μαλλιών, το ξέσκισμα των ρούχων, τα αυτοχτυπήματα, οι θρήνοι και οδυρμοί και η αποφυγή του φαγητού ή του ποτού, που λογίζονταν τιμή για το νεκρό.[18] Οι στιγμές εκείνες ήταν μια προσωπική υπόθεση, ενώ απέφευγαν ακόμη και τη συνδρομή των θεών για να απαλύνουν τον πόνο τους. Η διαδικασία της κηδείας του εκλιπόντος άρχιζε με την έκθεση (πρόθεσις) του νεκρού στο σπίτι, από τις γυναίκες του οίκου. Το νεκρό σώμα πλενόταν, επαλειφόταν με αρωματικά έλαια ή ελαιόλαδο, ντυνόταν, καλυπτόταν με σάβανο και τοποθετούνταν σε κλίνη με το κεφάλι ανασηκωμένο και τα πόδια προς την πόρτα, ενώ με την τακτοποίησή του ψάλλονταν θρηνητικοί ύμνοι. Για εξαγνισμό, αλλά και λόγους υγιεινής, τοποθετούνταν έξω από το σπίτι ένα αγγείο με καθαρτήριο ύδωρ. Ακολουθούσε η εκφορά ως τον τόπο της ταφής, η πομπή με τους νεκροφόρους ή την άμαξα που έφερε το νεκρό, με τη συνοδεία των θρηνωδών και η οποία στην Αθήνα γινόταν εντός τριημέρου από τον θάνατο, πριν την ανατολή του ήλιου, προς αποφυγή όχλησης του κοινού.[19]

Στον τόπο της ταφής γινόταν ενταφιασμός ή καύση του νεκρού, η οποία προσέδιδε περισσότερο κύρος, με τη στάχτη του να τοποθετείται σε τεφροδόχο υδρία και στη συνέχεια να θάβεται, ενώ τοποθετούνταν ως σήμα κάποια επιτύμβια στήλη και επακολουθούσε επικήδειο γεύμα.

Μετά την ταφή γινόταν κάθαρση του σπιτιού με τελετουργικό τρόπο, για να απομακρυνθεί το μίασμα. Παρότι δεν υπήρχε προκαθορισμένος τόπος ταφής, οι εθνικοί δρόμοι των Αθηνών πλαισιώνονταν από τάφους, όπως στην περιοχή του Κεραμικού, στην Δίπυλο και την Ιερά Πύλη, πρακτική που οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην απαγόρευση της ταφής εντός των τειχών, αλλά και για λόγους επίδειξης πλούτου και κύρους από την πλευρά των συγγενών, με την κατασκευή ογκωδών και ακριβών οικογενειακών τάφων, εκατέρωθεν των οδών.[20] Στην κλασική Αθήνα επικρατούσε η αντίληψη της συνένωσης του οίκου στην άλλη ζωή, αρκεί να είχαν ενταφιαστεί στο ίδιο μέρος, ενώ δεν υπήρχε κοινή αντίληψη για την μετά θάνατον ζωή.[21] Οι συγγενείς διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τον θανόντα για αρκετό καιρό, καθώς πίστευαν πως η ευημερία του στον άλλο κόσμο εξαρτιόνταν από την φροντίδα των ζώντων και προσέφεραν συχνά, πολλά και ποικίλα δώρα, όπως ελαιόλαδο, φύλλα μυρτιάς, στεφάνια, γλυκίσματα και ποτά, ενώ συνήθιζαν να ραίνουν την ταφόπλακα με ελαιόλαδο και να δένουν γύρω της πολύχρωμα μαντήλια.[22]

Στην Αθήνα η λατρεία των νεκρών αποτελούσε κεντρικό θρησκευτικό στοιχείο, για την οικογένεια και την πόλη, με την πανάρχαια εορτή Γενέσια, την 5η ημέρα του Βοηδρομιώνος, μια γιορτή που ήταν δημοτελής -με δημόσια δαπάνη- και είχε σκοπό να τιμήσει τη μνήμη τους.[23]

Στα Ανθεστήρια, γιορτή προς τιμήν του Διονύσου, κατά την οποία τιμούσαν τους νεκρούς τον μήνα Ανθεστηριώνα, περί τα τέλη Φεβρουαρίου, την πρώτη ημέρα, στα Πιθοίγια, ανοιγόταν τα σφραγισμένα από το φθινόπωρο βαρέλια του κρασιού, τη δεύτερη, στις Χοές, συνέχιζαν με διαγωνισμό οινοποσίας και εορτασμό των γάμων του Διονύσου, τη δε τρίτη ημέρα, έβραζαν διάφορα δημητριακά μέσα σε Χύτρους, τα οποία και προσέφεραν στον ψυχοπομπό Χθόνιο Ερμή, ενώ στο τέλος ξόρκιζαν τα πνεύματα των νεκρών λέγοντας: «Έξω Κήρες, τα Ανθεστήρια τελείωσαν!».[24]

 

Ενότητα 2: Διαβατήριες - μυητικές τελετές ενηλικίωσης στη Σπάρτη

Ο σκληρός και λιτός βίος των Σπαρτιατών, ανδρών και γυναικών, ξεκινούσε με τη γέννησή τους, έχοντας ήδη την πρώτη τους δοκιμασία, καθώς το πλύσιμο του νεογνού γινόταν με δυνατό κρασί, ως μια πρωταρχική δοκιμασία αντοχής στις κακουχίες και τις ανάγκες του ενήλικου βίου. Πολλά από αυτά πέθαιναν σφαδάζοντας, αλλά τα υγιή και αρτιμελή μωρά έπαιρναν την άγουσα για τη Λέσχη όπου συνεδρίαζε η Γερουσία, για ν’ αποφασίσει, αντί για τους γονείς, πια από αυτά θα μεγάλωναν και πια θα κατέληγαν να εκτεθούν στους Αποθέτες, ένα βάραθρο στον Ταΰγετο. Οι δύο μέθοδοι παρεμφαίνουν την τάση των Σπαρτιατών για ευγονισμό, την τεχνική επιλογή των νεογέννητων, με σκοπό την βελτίωση του γένους.[25]

Τα παιδιά των Σπαρτιατών, από την ηλικία των επτά ετών και έως τα δεκαοκτώ τους, εισέρχονται σε μια νέα δοκιμασία. Πρόκειται για την σπαρτιατική αγωγή, ένα δημόσιο-κρατικό σύστημα εκπαίδευσης, με κύριο στόχο την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς όσοι αρνούνταν να συμμετάσχουν ή αποτύγχαναν, δεν γίνονταν ποτέ όμοιοι. Η παιδεία στις αγέλες ήταν ομοιόμορφη, ομοιογενής και υποχρεωτική για όλους και αφορούσε αγόρια και κορίτσια, με τη συνδρομή της οικογένειας και πρόγραμμα που περιελάμβανε σωματική και πνευματική άσκηση, δίδασκε γραφή, ανάγνωση, μουσική, ποίηση, χορό, ασκήσεις, αλλά εμπεριείχε και άλλα πεδία έκφρασης όπως ομαδικότητα, δοκιμασίες (κλοπή και κρυπτεία), αγωνίσματα, το λακωνίζειν και την παιδεραστία, τρόπους για να συμβιώνουν αρμονικά στα πρότυπα της πόλης και του πνεύματος της εποχής.[26] Ο τρόπος τοποθέτησης στους κοιτώνες είχε σχέση με μια από τις μεγαλύτερες γιορτές τα Υακίνθια, τα Κάρνεια ή τις Γυμνοπαιδιές, στις οποίες και συμμετείχαν.[27]

Οι Σπαρτιάτες λέγεται ότι κατά τη διάρκεια της αγωγής εκπαίδευαν τους νέους να κρύβονται και να σκοτώνουν είλωτες, στη δοκιμασία της κρυπτείας.[28] Στα κοινά δείπνα, τους έδιναν λίγη και κακής ποιότητας τροφή για να μάθουν να κλέβουν τρόφιμα, εθίζοντάς τα στην τόλμη και το δόλο.[29]

Παρόμοια σκληρή δοκιμασία γινόταν στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος, προστάτιδας της μετάβασης στην ενηλικίωση, όπου οι έφηβοι υπέμεναν τη μαστίγωση από τους μεγαλύτερους, προκειμένου να κλέψουν περισσότερο τυρί από το βωμό.[30] Η αγωγή αποσκοπούσε στο να κάνει τους νέους πιστούς στην εξουσία, υπομονετικούς στο μόχθο και άξιους στη μάχη, με κύριο φορέα έκφρασής της τα συσσίτια στα οποία συμμετείχαν όλοι οι Σπαρτιάτες με την ενηλικίωσή τους.[31]

Οι κοπέλες εκπαιδεύονταν για να αποκτήσουν, ως γυναίκες-σύζυγοι, υψηλό αίσθημα ευθύνης και συνείδησης, ενώ γυμνάζονταν για να φέρουν στον κόσμο ρωμαλέα και υγιή παιδιά.[32]

Για τη γυναίκα της Σπάρτης ουσιαστική μετάβαση στην ενηλικίωση αποτελούσε ο γάμος και μάλιστα με αρπαγή της νύφης, που ίσχυε κυρίως για τους απλούς Σπαρτιάτες, καθώς αποτελούσε εξαίρεση στους αριστοκρατικούς κύκλους και είχε συμβολική μορφή. Ο γάμος παρέμενε κρυφός για καιρό και η νύφη μεταφερόταν κρυφά στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί η νυμφεύτρια κούρευε το μαλλί της νύφης κοντό και την έντυνε αντρικά, σε μια διαδικασία τραβεστισμού και εφόσον συνευρίσκονταν για λίγη ώρα με τον σύζυγό της, σ’ ένα λιτό σκηνικό, εκείνος αποχωρούσε για τους στρατιωτικούς κοιτώνες, κάτι που συνεχιζόταν για καιρό.[33] Το κούρεμα της νύφης σηματοδοτούσε την μεταμόρφωσή της από παρθένο σε νόμιμη σύζυγο και η αντρική της αμφίεση ερμηνευόταν ως αποτροπαϊκό έθιμο, πάντως πιστεύεται πως μ’ αυτό τον τρόπο διευκολύνονταν η μετάβαση του νεαρού γαμπρού από την ομοφυλοφιλική του αγωγή στον ετεροφυλικό έγγαμο βίο.[34]

Αξιοπρόσεκτο, αν και σύνηθες, ήταν στη Σπάρτη και το έθιμο της πολυανδρίας, με κάποιους Σπαρτιάτες, ιδίως αδέλφια, να μοιράζονται την ίδια σύζυγο και τα παιδιά τους να είναι κοινά.[35]

 

Συμπεράσματα

Οι διαβατήριες τελετές σηματοδοτούσαν την μετάβαση του ατόμου από τη μια κοινωνική ομάδα ή κατάσταση σε μιαν άλλη και κάθε κρίσιμο στάδιο του βίου, από τη γέννηση, την παιδική ηλικία, την κοινωνική εφηβεία, το γάμο, τον  τοκετό, τη θρησκευτική μύηση, ως τις κηδείες.[36]

 

 

Βιβλιογραφία

·       Μήλιος, Α. 2000. «Η έννοια του ελεύθερου πολίτη». Στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως κα τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. Α΄ Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα. Πάτρα: 23-113.

·       Μπιργάλιας, Ν. 2000. «Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή». Στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως κα τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. Α΄ Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα. Πάτρα: 179-181.

·       Πετροπούλου, Α. 2000. «Οικογενειακοί θεσμοί». Στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα Ι: από την Αρχαιότητα έως κα τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. Α΄ Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα. Πάτρα: 279-329.

·       Baltrusch, E. 2004. Σπάρτη. Η ιστορία, η κοινωνία και ο πολιτισμός της αρχαίας λακωνικής πόλης2. Μετ. Χ. Π. Μπαλόγλου. Αθήνα.

·       Blundell, S. 2004. Γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα. Η θέση της γυναίκας στην τέχνη, στην κοινωνία, στη θρησκεία και στην οικογένεια. Μετ. Λ. Ι. Χατζηφώτη. Αθήνα.

·       Bruit Zaidman, L. και P. Schmitt Pantel 2004. Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής. Μετ. K. Mπούρας. Αθήνα.

·       Cartledge, P. 2008. «Το μεγαλείο της Σπάρτης». Στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Αθήνα και Σπάρτη. Αρχαϊκή-Κλασσική Περίοδος. Ανθολόγιο. Κείμενα από τη σύγχρονη βιβλιογραφία. Επιμ. Δίπλα, Α. Πάτρα: 63-79.

·       Garland, R. 2001. Οι αρχαίοι Έλληνες: Η καθημερινή τους ζωή. Μετ. Δ. Γεδεών. Αθήνα.

·       Flacelière, R. 1993. Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων10. Μετ. Γ. Βανδώρος. Αθήνα.


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.




[1] Bruit Zaidman L. B. και Schmitt Pantel 2004: 67.

[2] Πετροπούλου 2000: 305-306.

[3] Bruit Zaidman L. B. και Schmitt Pantel 2004: 68.

[4] Πετροπούλου 2000: 307-308.

[5] Πετροπούλου 2000: 309-310.

[6] Πετροπούλου 2000: 310.

[7] Πετροπούλου 2000: 310-311.

[8] Bruit Zaidman L. B. και Schmitt Pantel 2004: 68.

[9] Πετροπούλου 2000: 313-314.

[10] Πετροπούλου 2000: 313-314.

[11] Πετροπούλου 2000: 282-283.

[12] Πετροπούλου 2000: 297.

[13] Πετροπούλου 2000: 297-298.

[14] Πετροπούλου 2000: 296-297.

[15] Πετροπούλου 2000: 299.

[16] Blundell 2004: 189.

[17] Bruit Zaidman L. B. και Schmitt Pantel 2004: 71-72.

[18] Garland 2001: 161-162.

[19] Garland 2001: 162-165.

[20] Garland 2001: 161-163.

[21] Garland 2001: 167.

[22] Garland 2001: 165-167.

[23] Bruit Zaidman L. B. και Schmitt Pantel 2004: 76.

[24] Bruit Zaidman L. B. και Schmitt Pantel 2004: 76.

[25] Πετροπούλου 2000: 314-315.

[26] Μπιργάλιας 2000: 179-181.

[27] Cartledge 2008: 70.

[28] Μήλιος 2000: 38.

[29] Flacelière 1993: 111.

[30] Cartledge 2008: 73.

[31] Μήλιος 2000: 76.

[32] Baltrusch 2004: 90.

[33] Πετροπούλου 2000: 302.

[34] Πετροπούλου 2000: 303.

[35] Πετροπούλου 2000: 303.

[36] Πετροπούλου 2000: 310.

ΕΛΠ20- 2η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.







Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη