«Κλασική αρχαιότητα, νεοκλασικισμός και εθνική ταυτότητα», του Δημήτρη Β. Καρέλη

«Κλασική αρχαιότητα, νεοκλασικισμός και εθνική ταυτότητα», του Δημήτρη Β. Καρέλη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………...………………………………………………………………….. 2

Ενότητα Α΄:  Οι ομοιότητες της Ακαδημίας Αθηνών με τα κλασικά κτίρια της Ακρόπολης …………………………………………………………………………... 3

Ενότητα Β΄: Η αξία του Ερεχθείου, του Παρθενώνα και του τύμβου της Αμφίπολης, σε σχέση με το παρόν…………………………………………………... 6

Συμπεράσματα ……..….…………………………………………………………….. 8

Βιβλιογραφία ...………………………………………………………………………..9


Εισαγωγή

Όπως έγραφε το «Εθνικόν Ημερολόγιον» του 1871, «…η ανεγειρόμενη με φιλότιμη δαπάνη του εκ Μακεδονίας Βαρώνου Σίμωνος Σίνα Ακαδημία, ανακαλεί στη μνήμη μας και την αρχαία Ακαδημία του Πλάτωνος και τον φιλόκαλο, βαθύπλουτο και μεγαλόδωρο Ηρώδη τον Αττικό».[1]
Το δοκίμιο αυτό, στην πρώτη του ενότητα, πραγματεύεται τις ομοιότητες που παρουσιάζει το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών, έργο των Θ. Χάνσεν και Ε. Τσίλλερ από την εποχή του Όθωνα, με τα κλασικά κτίρια του Ερεχθείου και του Παρθενώνα στην Ακρόπολη, επεξηγώντας τους λόγους για τους οποίους αυτές υφίστανται. 
Στη δεύτερη ενότητά του, αναλύει το είδος της αξίας που προσέλαβαν και προσλαμβάνουν τα πολιτισμικά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος, το κομψό οικοδόμημα του Ερεχθείου και ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη των Αθηνών αλλά και ο τύμβος της Αμφίπολης, στην Κεντρική Μακεδονία.



Ενότητα Α΄:  Οι ομοιότητες της Ακαδημίας Αθηνών με τα κλασικά κτίρια της Ακρόπολης

Ένα από τα αδιαφιλονίκητα κοσμήματα της Αθήνας, είναι το περικαλλές μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, η Σιναία Ακαδημία, που θεωρείται το ωραιότερο νεοκλασικό οικοδόμημα του κόσμου, σχεδιασμένη από τον ελληνολάτρη Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν, με επίβλεψη του Ερνέστου Τσίλερ και δαπάνες του ομογενούς βαρώνου Σίμωνος Σίνα. Η πανηγυρική θεμελίωσή της έγινε στις 2 Αυγούστου 1859, παρουσία των βασιλέων, της κυβέρνησης και πλήθους επισήμων και ολοκληρώθηκε το 1885, με συνολική δαπάνη 3.360.000 φιορίνια, ποσό ανυπολόγιστης αξίας για τις τότε συνθήκες.[2] Η κλασική αρχιτεκτονική του 5ου αιώνα στην Αθήνα, αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη του Χάνσεν, ο οποίος, για τα στοιχεία ιωνικού ρυθμού στο μέγαρο της «Σιναίας Ακαδημίας», άντλησε την έμπνευσή του από το κομψοτέχνημα του Ερεχθείου και τον Παρθενώνα. Όλη η αρχαία ελληνική παράδοση, τα οράματα και ιδανικά του Ελληνισμού αποτυπώνονται γλαφυρά και ξεκάθαρα στον ζωγραφικό και γλυπτικό διάκοσμο του κτιρίου. Το θαυμάσιο και μεγαλοπρεπές αυτό κτίριο, μέρος της νεοκλασικής «αρχιτεκτονικής τριλογίας» των Χάνσεν (Βιβλιοθήκη - Πανεπιστήμιο - Ακαδημία), είναι φημισμένο για το μεγάλο αέτωμα της Ιωνικής εισόδου, από πεντελικό μάρμαρο, που αναπαριστά τη γέννηση της θεάς Αθηνάς, όπως και το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα και παρουσιάζει επίσης ομοιότητες στην εξάστυλη πρόσοψή της, με την ανατολική πρόσοψη του Ερεχθείου, στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Για να εξηγήσουμε τις ομοιότητες των νεοκλασικών κτιρίων, εξαίσιων δειγμάτων αρχιτεκτονικής, που ανεγείρονται στην Αθήνα, που αναδομείται την περίοδο εκείνη, με τα εξαιρετικά οικοδομήματα της κλασικής αρχαιότητας, θα πρέπει να εξετάσουμε την εποχή και τις συνθήκες κατά τις οποίες κατασκευάζονται. Στα τέλη του 18ου αιώνα, αναπτύσσεται στην Ευρώπη μεγάλο ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες, ως πηγή πληροφοριών για το παρελθόν, κυρίως για τα αρχαιολογικά υπολείμματα της κλασσικής αρχαιότητας της Μεσογείου.[3]
Το καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριαρχεί στην Ευρώπη την ίδια περίοδο είναι ο νεοκλασικισμός, με το ιδεώδες της υψηλής τέχνης.[4] Οι ιστορικοί της τέχνης αποκαλούν τη νέα τεχνοτροπία «νεοκλασικισμό», τονίζοντας την ιδιαίτερη σημασία που είχαν για αυτήν, τα πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας, καθώς αντλεί την έμπνευση της δημιουργίας της από την αρχαία και νεότερη ιστορία, τη μυθολογία, ακόμη και τη λογοτεχνία, στην περίπτωση της ζωγραφικής.[5] Στα μέσα του 18ου αιώνα τα αρχαιοελληνικά πρότυπα μονοπώλησαν το ενδιαφέρον εξαιτίας των αρχαιολογικών ευρημάτων της Πομπηίας και της Ηράκλειας.
Ο γερμανός αρχαιολόγος Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (1717-1768), θεωρητικός του νεοκλασικισμού και πατέρας της αρχαιολογικής επιστήμης, ανέδειξε το βασικό στοιχείο της κλασικής ελληνικής τέχνης, δηλαδή την «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο»[6], προτρέποντας τους καλλιτέχνες να τη διδαχθούν και να τη μιμηθούν. Οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν τις ελληνικές αρχαιότητες κομμάτι της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς και ο διακαής πόθος για την απόκτηση τους, με προορισμό τα ευρωπαϊκά μουσεία, υποστηρίζει ένα ιδιότυπο εμπόριο αρχαιοτήτων με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο.[7] Το 1801, ο λόρδος Έλγιν, λεηλατεί τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και τον Παρθενώνα, αρπάζοντας αμύθητης αξίας έργα τέχνης. Οι ευγενείς περιηγητές γυρίζοντας από τα ταξίδια τους, στολίζουν τις πολυτελείς αυλές, τους κήπους και τις νεοκλασικές επαύλεις τους, με εξαιρετικές συλλογές αρχαίων γλυπτών, για να δώσουν την εικόνα μόρφωσης και κουλτούρας.[8]
Στην Ελλάδα, μετά την απελευθέρωσή της, άμεση προτεραιότητα της «εθνικής υπερηφάνειας» ήταν η δημιουργία μιας αρμόζουσας πρωτεύουσας,[9] παράλληλα με την προστασία και φροντίδα των αρχαίων μνημείων, καθώς ο κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας είχε επιδείξει σοβαρό ενδιαφέρον.[10]
Την Οθωνική περίοδο το Ελληνικό έθνος αποκτά εκ νέου δικαιώματα στις αρχαιότητες, οργανώνεται η αρχαιολογική υπηρεσία, με πρώτους Γενικούς Εφόρους τον Γερμανό ελληνιστή, καθηγητή αρχαιολογίας Λουδοβίκο Ρος και το Βαυαρό αρχιτέκτονα Άντολφ Βάισσενμπουργκ, παράλληλα δε, ετοιμάζεται νομοσχέδιο κατά των αρχαιοκαπήλων.[11] Τα μνημεία της Αθήνας, νέας πρωτεύουσας της Ελλάδας από το 1833, βρίσκονται στο επίκεντρο της φροντίδας, καθώς για τους Έλληνες αντανακλούν την παλιά δόξα και την ανεξαρτησία τους και για τους Γερμανούς είναι το σύμβολο της νέας τους εξουσίας.[12]
Συγχρόνως, η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1837, αποτέλεσε ατράνταχτο ιδεολογικό θεμέλιο, καθώς έδινε αδιάψευστο υλικό για την απευθείας καταγωγή των Ελλήνων από τους αρχαίους.[13] Η ελληνική αρχαιολογία, ανέλαβε τη στοιχειοθέτηση του κυρίαρχου εθνικού λόγου περί αρχαιότητας.
Οι ελεύθεροι Έλληνες είχαν πολλούς λόγους να διασώσουν και να αναστυλώσουν τις αρχαιότητες, προστατεύοντάς τες από τους δήθεν φιλάρχαιους, ξένους και ντόπιους ασύδοτους αρχαιοκάπηλους.
Η σύνδεση των Ελλήνων με την κλασική αρχαιότητα, ως απόγονων και συνεχιστών της λαμπρής ιστορίας του Ελληνισμού, προκάλεσε το πολιτικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον της ιθύνουσας τάξης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, γεννώντας το πολιτικό και εθνικιστικό ιδεώδες, γνωστό με τον όρο «Μεγάλη Ιδέα». Ο όρος αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Εθνοσυνέλευση το 1844, από τον πρώτο Συνταγματικό Πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος στήριξε εκεί ολόκληρο το πολιτικό του οικοδόμημα. Η «Μεγάλη Ιδέα», έγινε κυρίαρχο ιδεολογικοπολιτικό σύνθημα, το «χρυσό όνειρο» του ελληνισμού, επιδιώκοντας τη δημιουργία εθνικής συνείδησης, την υπεράσπιση της ενότητας του έθνους και την επέκταση των εδαφικών ορίων της επικράτειας.[14]

Ενότητα Β΄: Η αξία του Ερεχθείου, του Παρθενώνα και του τύμβου της Αμφίπολης, σε σχέση με το παρόν

Κατά την αναδημιουργία του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος στα τέλη του 18ου και τον 19ο αιώνα, μετά την Επανάσταση του 1821 και σ’ όλη τη διάρκεια του, κατεξοχήν όμως τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Ελληνικού κράτους, η επιστήμη της αρχαιολογίας ανέδειξε τις αρχαιότητες ως τοπόσημα του ελληνικού έθνους, σύμβολα ιδεολογικά και αποδείξεις της κλασικής καταγωγής του, επιτρέποντας την τοποθέτησή του στον ευρωπαϊκό χώρο.[15] Η βαθιά εκτίμηση κάποιων για την κλασσική αρχαιότητα, τους οδηγούσε να αντιμετωπίζουν την περίοδο μεταξύ της αρχαιότητας και της Αναγέννησης, ως μια παρακμιακή και βάρβαρη εποχή, αναγνωρίζοντας την αξία των βυζαντινών και μεσαιωνικών μνημείων μόνο κατά το 19ο αιώνα.[16]
Τα λείψανα όμως των κλασικών χρόνων πέρα από την απαράμιλλη αισθητική τους ως καλλιτεχνικές δημιουργίες αποκτούν, ιδιαιτέρως, συμβολική αξία και ο ρόλος που διαδραματίζουν ως σύμβολα ή μνημεία του παρελθόντος, αλλά και ο τρόπος που συνδέονται με το παρόν, είναι σπουδαίος. Επομένως, η μοίρα των αρχαίων μνημείων είναι αλληλένδετη με το ελληνικό έθνος και το παρελθόν, όπως επενδύθηκε στην περίοδο της δημιουργίας νέας ταυτότητας, χτίζει στο παρόν και το μέλλον.
Η εξιδανικευμένη εικόνα της Ελλάδας, από τους Δυτικοευρωπαίους, ως βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, διευκόλυνε την παροχή βοήθειας από τους Φιλέλληνες στους επαναστατημένους Έλληνες και βοήθησε στη δημιουργία της νεοσύστατης κρατικής οντότητας.[17] Ο Ραγκαβής ταύτιζε την αποκατάσταση των πληγέντων αρχαίων μνημείων, από τα διάσπαρτα μέλη τους που συλλέγονταν με περισσή φροντίδα, με την ίδια την αναγέννηση του αρχαίου έθνους. Ακόμη και η καταστροφή κομματιού του Ερεχθείου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τους Οθωμανούς το 1827, ενσωματώνεται σ’ ένα συμβολικό και εξιδανικευμένο περιβάλλον, καθώς η αρχαία ελληνική ελευθερία που θεμελίωσε το ναό, επανακάμπτει στο πρόσωπο της ελευθερίας που αγωνίζεται κατά των βαρβάρων.[18]
Τα αρχαιοελληνικά μνημεία, ανυπέρβλητης τέχνης και τεχνικής, όπως είναι το Ερεχθείο και ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη των Αθηνών και πρόσφατα ο τύμβος της Αμφίπολης, διαθέτουν υψηλή γνωστική αξία, καθώς η ανασκαφή και η μελέτη τους, μας δίνουν σημαντικότατες  πληροφορίες για το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον της εποχής τους. Η αξία των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς είχε επίσης, ανέκαθεν, σημαντικότατη οικονομική διάσταση, από την κατασκευή, τις αποφάσεις για διατήρηση, μελέτη, αποκατάσταση, έκθεση, την πώληση ή την καταστροφή τους. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της, τα μνημεία αυτού του τύπου, αποτελούν σημαντικότατο οικονομικό παράγοντα.[19] Ως γνωστόν, η Ακρόπολη άνοιξε για το κοινό ήδη από το 1835, καθορίζοντας το νέο της τουριστικό πεπρωμένο, καθώς πωλούνται τότε εισιτήρια εισόδου, ατομικά ή οικογενειακά.[20]
Ένα νέο είδος εκμετάλλευσης του συμβολισμού των αρχαιοτήτων της Ακρόπολης και του τύμβου της Αμφίπολης, περνά από τη συμβολική, γνωσιακή, οικονομική και πολιτισμική αξία των μνημείων αυτών. Η επιτυχία της Ολυμπιάδας του 2004, που έλαβε διαστάσεις σταυροφορίας, απαιτούσε εθνική ομοψυχία και οικονομικές θυσίες, σεβασμό στο περιβάλλον και τις πολιτικές ελευθερίες. Στην τελετή έναρξης κυριάρχησαν θέματα από την αρχαιότητα, με εντυπωσιακότερο την παρέλαση αρμάτων με έργα υψηλής τέχνης από την κλασική αρχαιότητα ως τους νεότερους χρόνους, με δεσπόζουσες τις Καρυάτιδες του Ερεχθείου, που παριστάνονταν από ομάδα καλλιτεχνών. Η Ελλάδα, ικανοποιημένη που απέδειξε πως ήταν ικανή να διοργανώσει τέτοιας εμβέλειας αγώνες με επιτυχία και να κατακτήσει τον κόσμο, εκφράζοντας παγκόσμιο πνεύμα, έμεινε προσηλωμένη στην δική της ταυτότητα και τον «εθνικό μύθο» της.[21] Ιδιαίτερη αίσθηση όμως είχε προκαλέσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1992, μια διαφήμιση της «Coca-Cola» σε ιταλική εφημερίδα, που παρουσίαζε σε ψηφιακά επεξεργασμένη εικόνα, τους κίονες του Παρθενώνα να έχουν το σχήμα μπουκαλιού του γνωστού αναψυκτικού, κάτι που θεωρήθηκε ιεροσυλία.[22] Πρόσφατα, στην επανεξέταση του φακέλου «Ελγίνεια», με τη δραστηριοποίηση της Ελληνικής κυβέρνησης και επιχειρηματικών παραγόντων, κυρίως όμως με την άφιξη της Αμάλ Αλαμουντίν-Κλούνεϊ και τον τρόπο που έγινε δεκτή, εμφανίζεται καθαρά ο συμβολικός χαρακτήρας που αποκτά η διεκδίκηση των μοναδικών γλυπτών του Παρθενώνα, έχοντας ως στόχο μια μεγάλη, έστω και πρόσκαιρη, δημοσιότητα.[23]
Στην Αμφίπολη τα πράγματα είναι ίσως περισσότερο σύνθετα καθώς η ανασκαφική δραστηριότητα και το προσδοκώμενο αποτέλεσμά της, λαμβάνουν και πολιτικές διαστάσεις, εκτός των συμβολισμών του μνημείου και των περίτεχνων ευρημάτων που αποκαλύπτονται, για την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων.
Συνεπώς, όπως προκύπτει από την εξέλιξη της επιστήμης και τα αποτελέσματα των ερευνών τους, οι Έλληνες αρχαιολόγοι ενσυνείδητα ή όχι, γίνονται φορείς των εθνικών συμφερόντων σε εποχές διεκδικήσεων και αναζητήσεων.[24]

Συμπεράσματα
Οι ομοιότητες του κτιρίου της Ακαδημίας με τα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών, ήταν αποτέλεσμα της αρχαιολατρίας των Ευρωπαίων της εποχής του 18ου και 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταλαμπάδευσαν στους Έλληνες, μέσω των λόγιων της εποχής και των ομογενών που ζούσαν στην Ευρώπη, το ρεύμα του νεοκλασικισμού.
Η Αθήνα, ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, αναπλάθεται με τα πρότυπα αυτά και τη μέγιστη οικονομική συμβολή δεκάδων εθνικών ευεργετών. Η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της εποχής, από τον Καποδίστρια, ως τον βασιλιά Όθωνα και τον Κωλέττη, προσπάθησε να τονώσει το εθνικό φρόνημα και δημιούργησε νέα «εθνικά» ιδεώδη, υπό τη μορφή της «Μεγάλης Ιδέας».
Τα κομψοτεχνήματα της Ακρόπολης των Αθηνών και ο τύμβος της Αμφίπολης, που ανασκάπτεται σήμερα, προσλαμβάνουν κυρίως συμβολική αξία, χωρίς να παραγνωρίζουμε την πραγματική προστιθέμενη αξία που αποδίδουν στον Ελληνισμό διαχρονικά.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999.
  • Βρετός Μαρίνος Π., Εθνικόν ημερολόγιον, εκδοθέν υπό Μαρίνου Π. Βρετού, Αθήνα, 1871.
  • Γκότση Γεωργία, Έμψυχες αρχαιότητες. Λογοτεχνία και πολιτισμική βιογραφία τον 19ο αιώνα, Περιοδικό «Κονδυλοφόρος», Ετήσια έκδοση Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας, Τ 11, Θεσσαλονίκη, 11/2012.
  • Ετιέν Ρολάν και Φρανσουάζ, Αρχαία Ελλάδα, Η αρχαιολογία μιας ανακάλυψης, μετάφραση: Λ. Παπαλάσκαρη, Γερ. Γέρμνας, τυπ. Α. Δεληθανάσης, Αθήνα, 2000.
  • Κόκκου Αγγελική, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, εκδ. Καπόν, Αθήνα 2009.
  • Ματθαίου Α.Σ.-Χατζηδημητρίου Α. (επιμ.), Ξενιτεμένες ελληνικές αρχαιότητες. Αφετηρίες και διαδρομές. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. 125, Αθήνα 2012.
  • Μπουκάλας Π., Αμφίπολη, Αντικύθηρα, Βεργίνα, Παρθενώνας..., «Καθημερινή», Πολιτική, 19.10.2014.
  • Νέα Εστία, περιοδικό, «Τα πενήντα χρόνια της Ακαδημίας Αθηνών», Έτος 51, Τόμος 101, τεύχος 1188, Αθήνα, Ιανουάριος 1977.
  • Πετράκος Bασίλειος, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η ιστορία των 150 χρόνων της, Αθήνα, 1987.
  • Χαμηλάκης Γιάννης, «Το έθνος και τα ερείπιά του Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα», μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012.
  • Bahn P. (επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, C.U.P., Cambridge 1996.
  • Stoneman Richard, Αναζητώντας την κλασική Ελλάδα, επιμέλεια: Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, μετάφραση: Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996.


[1] Βρετός Μαρίνος Π., Εθνικόν ημερολόγιον, εκδοθέν υπό Μαρίνου Π. Βρετού, Αθήνα 1871, σ. 435.
[2] Λούρος Ν. Κ., Νέα Εστία, περιοδικό, «Τα πενήντα χρόνια της Ακαδημίας Αθηνών», Έτος 51, Τόμος 101, τεύχος 1188, Αθήνα, Ιανουάριος 1977, σ. 7.
[3] Bahn P.(επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, C.U.P., Cambridge 1996, σ.49-64.
[4] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ. και Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Πάτρα, 1999, εκδ. Ε.Α.Π., σ. 83.
[5] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., σ. 82.
[6]Winckelmann, 1996, σ. 32.
[7]Ματθαίου Α.Σ.-Χατζηδημητρίου Α. (επιμ.), Ξενιτεμένες ελληνικές αρχαιότητες. Αφετηρίες και διαδρομές. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, αρ. 125, Αθήνα 2012, σ. 11.
[8] Bahn P., ό.π., σ.σ.49-64
[9]Stoneman Richard, Αναζητώντας την κλασική Ελλάδα, επιμέλεια: Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, μετάφραση: Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996, σ. 352.
[10] Stoneman Richard, ο.π. σ. 367.
[11] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., σ. 181.
[12] Ετιέν Ρολάν και Φρανσουάζ, Αρχαία Ελλάδα, Η αρχαιολογία μιας ανακάλυψης, μετάφραση: Λ. Παπαλάσκαρη, Γερ. Γέρμνας, τυπ. Α. Δεληθανάσης, Αθήνα, 2000, σελ. 65-67.
[13] Πετράκος Bασίλειος, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η ιστορία των 150 χρόνων της (Αθήναι 1987), (Από την παρουσίαση της έκδοσης).
[14]  Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., Ενότητα 3.1, σ. 184.
[15]Γκότση Γεωργία, Έμψυχες αρχαιότητες. Λογοτεχνία και πολιτισμική βιογραφία τον 19ο αιώνα, Περιοδικό «Κονδυλοφόρος», Ετήσια έκδοση Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας, Τ. 11, Θεσσαλονίκη, 11-2012, σελ. 51-52.
[16] Bahn P. (επιμ.), The Cambridge Illustrated History of Archaeology, C.U.P., Cambridge 1996, σ. 49-64
[17] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., Ενότητα 2.1, σ. 133.
[18] Γκότση Γ., ό.π., σ. 58.
[19] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., Ενότητα 2.1, σ. 132.
[20] Ετιέν Ρολάν και Φρανσουάζ, ο.π., σελ. 91.
[21] Χαμηλάκης Γιάννης, «Το έθνος και τα ερείπιά του Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα», μετ. Ν.Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012, σ.σ. 24-27.
[22] Χαμηλάκης Γιάννης, ό.π., σ.σ. 29-30.
[23] Μπουκάλας Π., Αμφίπολη, Αντικύθηρα, Βεργίνα, Παρθενώνας..., Καθημερινή, Πολιτική, 19.10.2014.
[24] [24] Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., κα., ό.π., Ενότητα 3.1, σ. 184.

Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας – Αρθρογράφος -Πολιτισμολόγος, 
Απόφοιτος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. 
karelisdimitris@gmail.com

(ΕΛΠ10-1)

Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη