«Χαρακτηριστικά του «Θεάτρου Ιδεών» στο έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου «Οι Φοιτηταί» - Ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής»

 

«Χαρακτηριστικά του «Θεάτρου Ιδεών» στο έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου oι «Φοιτηταί» - Ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής»

 Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Πρόλογος 

Ενότητα Α΄: Χαρακτηριστικά του «Θεάτρου Ιδεών» στο έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου Οι Φοιτηταί.

Ενότητα Β΄: Η ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής του θεατρικού έργου Οι Φοιτηταί.

Συμπέρασμα.

Βιβλιογραφία.

 

Πρόλογος

 

Το σημαντικό θεατρικό κίνημα, που έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα, περιγράφεται με τον όρο «Θέατρο Ιδεών» και αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό το νεωτεριστικό θέατρο, το οποίο σε ιδεολογικό επίπεδο βρίσκεται υπό την επήρεια της εξέλιξης του φεμινισμού και του σοσιαλισμού, ενώ  στο επίπεδο της αισθητικής,και την επήρεια του νατουραλισμού, του ρεαλισμού και το συμβολισμού, με κύριο εκφραστή τον μεγάλο Νορβηγό συγγραφέα Ερρίκο  Ίψεν, ενώ τον όρο στην Ελλάδα εισήγαγε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (Μπλέσιος, 2000: 64).

 Ο πρόλογος του Γρηγόριου Ξενόπουλου στην πρεμιέρα των «Βρυκολάκων», αλλά και του Ίψεν, στην ελληνική σκηνή τον Οκτώβριο του 1894, αποτέλεσε σταθμό στην πορεία του Νεοελληνικού Θεάτρου και θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί η γραπτή «διακήρυξη» του ελληνικού αστικού δράματος (Γραμματάς, 1994: 3).

Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας επισημαίνουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του θεάτρου ιδεών που απαντώνται στο τετράπρακτο δράμα του Γρηγορίου Ξενόπουλου Οι Φοιτηταί, ενώ στη δεύτερη ενότητα, αναλύουμε το συσχετισμό των χαρακτηριστικών του θεάτρου ιδεών με τα κοινωνικά και ιστορικά δεδομένα της εποχής του έργου.

Στο κλείσιμο της δεύτερης ενότητας σχολιάζουμε, σε αδρές γραμμές, την αντιστοιχία της χρονικής περιόδου και της θεματολογίας του έργου Οι Φοιτηταί, με την σημερινή εποχή.

 

Ενότητα Α΄: Χαρακτηριστικά του Θεάτρου των Ιδεών στο έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου Οι Φοιτηταί.

 

Η ιστορία των «Φοιτητών» διαδραματίζεται στην Αθήνα της εποχής των Ορεστειακών (1903), στην οδό Μαυρομιχάλη, στα σημερινά Εξάρχεια, τα πρόσωπα του έργου είναι ο Τάσος, φοιτητής της Νομικής, ο Θάνος, φοιτητής της Ιατρικής, ο Βάσος, φοιτητής της Φιλολογίας, ο Πλάτωνας, «αιώνιος» φοιτητής, ο Μπάρμπα-Γιώργης, υπηρέτης της Μάρως, η σπιτονοικοκυρά των φοιτητών Κυρά-Μάρω, η αρσακειάδα κόρη της Φανίτσα, η εξαδέλφη της Κούλα και η φίλη τους Κλειώ. (Ξενόπουλος, 1991: 175).

Ο Ξενόπουλος, στο έργο του Οι Φοιτηταί, μέσα από τον χαρακτήρα της Φανίτσας, παρουσιάζει την εικόνα ενός όμορφου, ανέμελου, ζωντανού κι ατίθασου νεαρού κοριτσιού το οποίο όμως, στην προσπάθειά χειραφέτησής της, εμφανίζεται ως «φαμ φατάλ».

Εκείνη, νεαρή αρσακειάδα, παρέα με την εξαδέλφη και τη φίλη τους, παίζει το λίγο αθώο και λίγο ερωτικό παιχνίδι με τους νεαρούς φοιτητές, χωρίς να νοιάζεται για τον κοινωνικό περίγυρο και για τ’ αποτελέσματα της άδολης πράξης της.

Όμως το παιχνίδι της αποδεικνύεται τελικά επικίνδυνο, καθώς η ίδια ερωτεύεται τον νεαρό φοιτητή της Νομικής Τάσο, που την πολιορκεί επίμονα, όντας και κείνος τρελά ερωτευμένος μαζί της («ΚΛΕΙΩ: […] ΦΑΝΙΤΣΑ: Ου, ώρες!... Μου χάρισε και το γαρύφαλλό του (τους το δείχνει, το φιλά και το κρύβει στον κόρφο της βαθιά)». (Ξενόπουλος, 1991: 192).

Στην ανταπόκρισή της ωστόσο στον έρωτα του νεαρού Τάσου, αντιδρά διαφορετικά απ’ ότι στο αθώο φλερτ των άλλων δύο νεαρών φοιτητών, του Βάσου και του Θάνου, στους οποίους «χαρίζει» αθώα φιλιά όπως συνήθιζε πάντα στο σπίτι («ΦΑΝΙΤΣΑ: Δεν ξέρω… […] ΤΑΣΟΣ: Όχι! Δεν το παραδέχουμε! (σηκώνεται). Και […], ενώ με τους άλλους μιλάς με το «συ» και τους φωνάζεις με τα ονόματά τους»… (Ξενόπουλος, 1991: 199)).

Ο νεαρός φοιτητής δέχεται ως αληθείς τις αιτιάσεις των δύο φίλων του πως πρόκειται για «μοιραία γυναίκα» χωρίς αισθήματα (ΤΑΣΟΣ: (εκμηδενισμένος, με απελπισία): Πάει! Πάει! .. Η Φανίτσα, καλέ; […] Και τι κρίμα! Τι κρίμα! Τόσο όμορφη!  Τόσο καλή! Τόσο σοβαρή! Τόσο σεμνή! Και να είναι ένα παλιοκόριτσο! .. Φοβερό!» (Ξενόπουλος, 1991: 216)) ενώ δεν δέχεται την «απολογία» της («ΦΑΝΙΤΣΑ (κλαίγοντας): … Δεν έπρεπε! .. Κι έπειτα ξέρουν αυτοί πως τα φιλιά που δίνω εγώ δεν έχουν καμιά σημασία…» (Ξενόπουλος, 1991: 221)).

Εκείνος την ημέρα των Ορεστειακών, προσπαθεί να αυτοκτονήσει, («ΤΑΣΟΣ (με πνιγμένη φωνή): […]Γι αυτό και φεύγω μακριά από δω, μακριά, εκεί που κάθε πόνος αποκοιμιέται.» …», (Ξενόπουλος, 1991: 237)), γλιτώνοντας την τελευταία στιγμή χάρη στην επέμβαση της αγαπημένης του Φανίτσας, ενώ οι δύο νέοι χωρίζουν μετά την οριστική απομάκρυνση του Τάσου από την Αθήνα, με παρέμβαση της μητέρας του.

Η αδάμαστη νεαρή αρσακειάδα, δεν υποτάσσεται τελικά στις επιταγές της συντηρητικής κοινωνίας της εποχής της και φυσικά δεν αποδέχεται τις συμβατικές νόρμες, με αποτέλεσμα μετά τον θάνατο της μητέρας της, να επιλέξει το δρόμο της εξαιρετικής καριέρας ως διδασκάλισσας στο «Αρσάκειο», όπου χαίρει ιδιαίτερης αποδοχής («ΘΑΝΟΣ: […] όπου σήμερα η Φανίτσα έχει μια λαμπρή θέση. Α, δεν ξέρεις πόσο την εκτιμούν! Προπάντων για το ήθος της. […]», (Ξενόπουλος, 1991: 251)).

Το ευτυχισμένο τέλος, αποδομένο με ρεαλιστικό τρόπο, αφήνει μια γλυκιά συγκίνηση στον θεατή, καθώς οι δρόμοι των δύο νέων ξανασμίγουν στην Πάτρα, κατόπιν ενεργειών του παλιού τους φίλου Θάνου, ο οποίος νιώθει τύψεις για την τροπή της υπόθεσης («ΘΑΝΟΣ: «..Εκείνη ήταν παλιοκόριτσο, ή εμείς παλιανθρωπάκοι;  […]», (Ξενόπουλος, 1991: 250)).

Οι δυο νέοι σμίγουν και φιλιούνται ευτυχισμένοι, μετά από δέκα χρόνια, σφραγίζοντας την αγάπη τους μέσα σε έντονα συγκινησιακό κλίμα («ΤΑΣΟΣ: […] Η Φανίτσα δε φεύγει πια από κοντά μου!», (Ξενόπουλος, 1991: 258)).

Ο Ξενόπουλος, όσο αφορά την γλωσσική του κατεύθυνση, συμπορεύεται με τη γενιά του 1880, ωστόσο κουβαλά μαζί του νέο αέρα, μέσα απ’ τις επτανησιακές του ρίζες και τον μεταφέρει στο ρευστό εκφραστικό χώρο του αστικού μυθιστορήματος, που προϋποθέτει εξαιρετικές ικανότητες στην προσωπογραφία και το ψυχογράφημα, στην ανασύνθεση εικόνων σύγχρονης ζωής στην πόλη (Πεφάνης, 2003, 154-155).

Οι Φοιτηταί του Ξενόπουλου ξεκινούν με την άμεση αναφορά στο γλωσσικό ζήτημα, καθώς ο μπάρμπα – Γιώργης εισάγει το θεατή στο χωροχρόνο της υπόθεσης, αναφερόμενους στους «μασκαράδες» δημοτικιστές («ΜΠΑΡΜΠΑ – ΓΙΩΡΓΗΣ (με χαρά): […] να ιδώ τι απόκαμαν μ’ αυτούς τους Μαλλιαρρρούς… Τους μασκαρρρράδες! Που θέλουν να μας χαλάσουν την ουρρράνια γλώσσα των πρρρογόνων! … (Ξενόπουλος, 1991: 175)).

Ο μπάρμπα-Γιώργης αντανακλά τον μέσο Έλληνα-συντηρητικό της εποχής, ο οποίος αδυνατεί να πιστέψει πως νεαρός φοιτητής Τάσος είναι δημοτικιστής («ΘΑΝΟΣ: (ζωηρά) Μπάρμπα-Γιώργη! Ο κύριος από δω σε γέλασε. Είναι Μαλλιαρρρός! […] -ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΗΣ: […] Τους καταρρραμένους! (φεύγοντας). Που γυρρρεύουν να μας χαλάσουν την ουρρράνια αυτή… (Ξενόπουλος, 1991: 187-188)).

Ο νεαρός φοιτητής της Νομικής Τάσος Λούζης, παραδέχεται ευθέως πως είναι θιασώτης της δημοτικής γλώσσας («ΘΑΝΟΣ: […] Αλήθεια λοιπόν, φίλε μου, είσαι Μαλλιαρός; -ΤΑΣΟΣ: (ξανακάθεται): Είμαι!», (Ξενόπουλος, 1991: 189)).

Ο Πλάτωνας, αν και δεν δηλώνει δημοτικιστής, προτίθεται να μιλήσει στα Προπύλαια κατά του συλλαλητηρίου (ΠΛΑΤΩΝΑΣ: Αποφασίστηκε κι άλλο συλλαλητήριο κατά των Μεταφραστών. Κι αυτή τη φορά, οι φοιτηταί θ’ απαιτήσουν από τη Σύνοδο να τους αφορέσει. […] ΠΛΑΤΩΝΑΣ: Καθόλου αγαπητή μου Τρίτη! Ξέρεται σεις όλοι αν είμαι Μαλλιαρός. Μ’ αύριο θα βγάλω λόγο στα Προπύλαια, εναντίον αυτού του Συλλαλητηρίου.» (Ξενόπουλος, 1991: 197).

Πιθανότατα, ο χαρακτήρας του Πλάτωνα αντικατοπτρίζει στην πραγματικότητα τις πεποιθήσεις του μέσου Έλληνα, καθώς ο Πλάτωνας αντιτίθεται σθεναρά στη διαιώνιση της διαμάχης για τη γλώσσα και κατ’ επέκταση του γλωσσικού ζητήματος που ταλάνιζε την χώρα για πολλές δεκαετίες  ΠΛΑΤΩΝΑΣ: (κάθεται) : Άι στο διάβολο κι εσύ κι η γλώσσα! Ψύχωση καημένε, λόξα σου κατάντησε.» (Ξενόπουλος, 1991: 202). -«ΠΛΑΤΩΝΑΣ: […] Αχ, Ρωμιοί, Ρωμιοί!... Δε βαρεθήκατε, τρεις αιώνες τώρα, να συζητείτε και να μαλώνετε για τη Γλώσσα; Αφήστε τη πια στην ησυχία της! Αφήστε τη για το Θεό!», (Ξενόπουλος, 1991: 205)).

Ο Θάνος δηλώνει φανατικός καθαρευουσιάνος («-ΒΑΣΟΣ: Ξέρεις, αγαπητέ μου κύριε Λούζη… ο Θάνος είναι φανατικός… -ΤΑΣΟΣ (στο Θάνο): Αλήθεια; -ΘΑΝΟΣ:  Ναι. Τ’ ομολογώ»,  (Ξενόπουλος, 1991: 189)), ενώ αντιθέτως ο Βάσος δηλώνει μάλλον αδιάφορος («-ΤΑΣΟΣ: […] -ΒΑΣΟΣ: Καθόλου. Γελώ μ’ αυτούς που γράφουν μαλλιαρά, μα δεν πηγαίνω στα Συλλαλητήρια…», (Ξενόπουλος, 1991: 189)).

  

Ενότητα Β΄: Η ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής του θεατρικού έργου Οι Φοιτηταί.

 

Τα γεγονότα της χρονικής περιόδου στην οποία αναφέρεται το έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου, Οι Φοιτηταί (1903), είναι απόρροια της μακράς περιόδου κρίσης, της πτώχευσης του 1893, της οδυνηρής ήττας του 1897, πολιτικών ζυμώσεων και ανακατατάξεων, κοινωνικών αλλαγών και οικονομικών προβλημάτων που ζητούσαν άμεσα και επιτακτικά λύση, όπως το σταφιδικό ζήτημα, η αποδυνάμωση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, αλλά και η συνεχώς αυξανόμενη βιομηχανική ανάπτυξη, που είχε ως συνέπεια την εσωτερική μετανάστευση και την αστικοποίηση (Γραμματάς, 2002: 123).

Την ίδια περίοδο, όταν η συντεχνιακή και βιοτεχνική παραγωγή παραχωρεί τη θέση της στις βιομηχανίες, οι οποίες αναπτύσσονται ραγδαία, αναφύονται και οι πρώτες οικολογικές ανησυχίες, κάτι που ο Ξενόπουλος πέρασε περίτεχνα στους «Φοιτητές» («ΠΛΑΤΩΝΑΣ: Α, έτσι; Κοροϊδεύω;.. Ώστε δεν παραδέχεστε σεις πως κινδυνεύει το γαλάζιο τ’ ουρανού από τους καπνούς ενός, πέντε, δέκα, χίλιων φουγάρων. […]», (Ξενόπουλος, 1991: 231)).

Από την φοιτητική εξέγερση του Νοέμβρη 1901, τα «Ευαγγελικά», μια σθεναρή αντίδραση στην προσπάθεια της βασίλισσας Όλγας να μεταφραστεί το Ευαγγέλιο στη δημοτική, ώστε να είναι κατανοητό σ’ όσους δεν μπορούσαν να διαβάσουν και την αντίδραση όσων πίστευαν πως το Ευαγγέλιο έχανε με τη μετάφραση το νόημά του, αναζωπυρώθηκε ένα σοβαρό πρόβλημα που ταλάνιζε δεκαετίες την ελληνική κοινωνία, το γλωσσικό ζήτημα (Σιδέρης, 1973: 52).

Η εξέγερση των «Ευαγγελικών» αποτέλεσε, εν πολλοίς, πρότυπο των ταραχών για την «Ορέστεια» στην Αθήνα, όταν η τραγωδία του Αισχύλου μεταφράστηκε στη δημοτική γλώσσα από τον Γεώργιο Σωτηριάδη, για να παιχθεί στο θέατρο, κάτι που προκάλεσε την μήνη του Καθηγητή Πανεπιστημίου Γεώργιου Μιστριώτη, λάτρη της αρχαΐζουσας γλώσσας, ο οποίος, πιθανόν και με πολιτικά κίνητρα, προσκάλεσε τους φοιτητές, αλλά και φίλα προσκείμενες εφημερίδες, να ξεσηκώσουν το λαό σε εξέγερση, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα δύο νεκρούς και αρκετούς τραυματίες (Σιδέρης, 1973: 51-92).

Τα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Ορεστειακά αποτελούν το σημείο αναφοράς στο έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου Οι Φοιτηταί. Ο Ξενόπουλος, παρόλη τη μετριοπαθή κριτική για την «Ορέστεια», αποκαλούσε την δημοτική «εθνική γλώσσα» (Σιδέρης, 1973: 57). Στο έργο του Ξενόπουλου, οι δύο φοιτητές, ο Θάνος και ο Βάσος, επιμένουν να συμμετάσχουν στο συλλαλητήριο κατά της μετάφρασης της «Ορέστειας», παρ’ όλους τους κινδύνους επεισοδίων και παρότι τους παρακαλούν τα νεαρά κορίτσια για το αντίθετο («ΘΑΝΟΣ: Αδύνατο! (φαιδρά) Μα τι θέλετε να μας πουν μαλλιαρούς και, κοντά σε μας, και σας μαλλιαρές;», (Ξενόπουλος, 1991: 229)).

Ένας από τους ήρωες του έργου, ο φοιτητής της Ιατρικής Θάνος, τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια των επεισοδίων («ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ: Εδώ είσαστε; Δεν τα μάθατε;… Λαβώθηκε ο Θάνος μας!... Μια μπάλα τον πήρε στον ώμο!... Τον πήγανε στο νοσοκομείο…» (Ξενόπουλος, 1991: 242)).

Η αναφορά στον Κλέωνα Ραγκαβή, («ΤΑΣΟΣ: Ναι. «Ως φοιτητής της Νομικής και μόνα τα Νομικά παραμελών!» λέει κάπου ο Κλέων Ραγκαβής…», Ξενόπουλος, 1991: 248), οφείλεται πιθανώς παραλληλισμό των Ορεστειακών με τα επεισόδια του 1859, τα λεγόμενα Σκιαδικά, καθώς ως αιτία των επεισοδίων υπήρξε η απόφαση του πατέρα του, Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, να φορούν οι μαθητές φτηνά εγχώρια ψάθινα καπέλα (σκιάδια), αντί των ακριβών εισαγόμενων, ως μια προσπάθεια στήριξης της ντόπιας βιοτεχνικής παραγωγής, ενώ οι εισαγωγείς αντέδρασαν προκαλώντας τα εκτεταμένα επεισόδια (Λάππας, 2004: 502-503).

Οι ιδεολογικές θέσεις των παραδοσιακών πατριαρχικών κοινωνιών του 19ου αιώνα, εξαρτώνται από το βιολογικό δυναμικό και τη φυσιολογία των δύο φύλων, τοποθετώντας τον άνδρα σε δεσπόζουσα θέση, ενώ στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, ανοίγει μια επιφυλακτική συζήτηση για το ζήτημα της διεύρυνσης της επαγγελματικής δραστηριότητας των γυναικών (Δαλακούρα, 2015: 29-31).

Το νεοεμφανιζόμενο, στην Ελλάδα του 1880, φεμινιστικό κίνημα, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την διαπίστωση του κοινωνικού προβλήματος για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και την εκπαίδευση (Δαλακούρα, 2015: 29-31). Την ίδια περίοδο, τη φροντίδα για την εκπαίδευση των κοριτσιών, για στελέχωση δημοτικών σχολείων θηλέων με διδακτικό προσωπικό, ανέλαβε η ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ η πολιτεία να χρηματοδοτεί μέσω υποτροφιών, ενώ το «Αρσάκειο» παρθεναγωγείο αποτέλεσε πόλο έλξης για τις ελληνίδες μαθήτριες, ωστόσο η πρόσβαση των κοριτσιών στην Ανώτατη Εκπαίδευση ήταν δύσκολη (Δαλακούρα, 2015: 122-126).

Το ακαδημαϊκό έτος 1890/91, εγγράφεται η πρώτη φοιτήτρια, στη Φιλοσοφική Σχολή, λειτουργώντας ως προπομπός της εισόδου των γυναικών στο Πανεπιστήμιο., ενώ  το 1892/93 εγγράφονται τέσσερις φοιτήτριες, δύο στη Φιλοσοφική και δύο στην Ιατρική, εγγραφές που συνεχίστηκαν με αργούς ρυθμούς, αριθμώντας στα τέλη του 19ου αιώνα συνολικά 20 φοιτήτριες, κόρες αστικών οικογενειών (Λάππας, 2004: 305).

Η ανώτατη εκπαίδευση των ανδρών στα πανεπιστήμια ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, υπό την πίεση των αναγκών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους σε εξειδικευμένους επιστήμονες, ενώ αφορούσε ημεδαπούς αλλά και «αλλοδαπούς» φοιτητές, δηλαδή νέους Έλληνες που ζούσαν σε περιοχές υπό Τουρκική κατοχή (Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία), αλλά και ομογενείς από διάφορες χώρες, κυρίως γόνους εύπορων οικογενειών, χωρίς να λείπουν οι περιπτώσεις φτωχών νέων που δούλευαν και σπούδαζαν ταυτόχρονα (Λάππας, 2004).

Οι φοιτητές, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν εντάσσονταν φοιτητικούς συλλόγους καθώς η ίδρυσή τους ήταν μάλλον ανεπιθύμητη, συμμετείχαν όμως σε κινητοποιήσεις και ποικίλες συλλογικές δραστηριότητες, σε μορφωτικούς, επιστημονικούς ή άλλους συλλόγους και λέσχες, μαζί με την υπόλοιπη νεολαία, διανοούμενους απόφοιτους του Πανεπιστημίου και μαθητές των Γυμνασίων της Αθήνας, ενώ οι κινητοποιήσεις σπανίως γίνονταν αυθόρμητα και δεν αφορούσαν μόνο πανεπιστημιακά αιτήματα, αλλά και γενικότερα κοινωνικοπολιτικά ή ιδεολογικά ζητήματα  (Λάππας, 2004: 453-455).

Υπαρκτό και την εποχή εκείνη ήταν το γνωστό ζήτημα των αιώνιων φοιτητών («ΘΑΝΟΣ: Κι αυτός ζει. Υποθέτω τουλάχιστο. Γιατί προ καιρού τ’ αποφάσισε πια να γίνει τελειόφοιτος και να πάει στην πατρίδα του… να μελετήσει για εξετάσεις»,  Ξενόπουλος, 1991: 248).

Συγκρίνοντας δύο εκ διαμέτρου αντίθετες γενεές και εποχές, θα μπορούσαμε ωστόσο να πούμε ότι, σε παρόμοιες συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, το σημερινό φοιτητικό κίνημα κρίνεται επιεικώς ως άτολμο και αδύναμο, μπροστά στις προκλήσεις και τις πιέσεις που δέχεται. Οι απόγονοι της ακμαίας και ορμητικής γενιάς του 1-1-4 και της αντιδικτατορικής γενιάς του Πολυτεχνείου, δεν ορθώνουν, καθώς θα περίμενε κανείς, το ανάστημά τους έναντι της κρίσης αξιών, παρά αρκούνται στο βερμπαλισμό και τις στερεότυπες αντιλήψεις.

  

Συμπέρασμα

Στις αρχές του 20ου αιώνα η νεοελληνική δραματουργία ακολουθεί τις διακυμάνσεις και τις παλινδρομήσεις της νεοελληνικής κοινωνίας, ωστόσο ακολουθεί ανοδική πορεία κατά την περίοδο της αστικοποίησης και οι Έλληνες δραματουργοί απομακρύνονται αρκετά από την, προγενέστερή τους, κλασικίζουσα και καθαρευουσιάνικη μεγαλοϊδεατική τραγωδία και τα άλλα ηθογραφικά είδη (δραματικό ειδύλλιο, κωμειδύλλιο), ενώ η θεματολογία και οι ήρωές τους, αντλούνται απ’ το ευρωπαϊκό θέατρο και την ιδεολογία του και συμπεριλαμβάνει, κοινωνικούς προβληματισμούς, γυναικεία χειραφέτηση, ψυχολογικά προβλήματα, ρεαλισμό, νατουραλισμό και σοσιαλισμό (Γραμματάς, 1994: 4).

Οι Φοιτηταί του Ξενόπουλου εμπεριέχουν, με αριστουργηματικό τρόπο, όλα τα χαρακτηριστικά του Θεάτρου των Ιδεών, μέσα από την ερωτική πλοκή και τους ρομαντικούς διαλόγους μεταξύ των χαρακτήρων του.

Η εποχή των Ορεστειακών συμπίπτει με την αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση της ελληνικής κοινωνίας, κοντά στην έξοδο μιας μακράς κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής κρίσης.


Βιβλιογραφία

 

  • Γραμματάς, Θόδωρος, «Ένας αιώνας αστικού δράματος: πορεία του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ό αιώνα». Διάλεξη  που δόθηκε στο θέατρο Στούντιο Ιλίσια στις 9/11/1994.
  • Γραμματάς, Θόδωρος, Το Ελληνικό Θέατρο στον 20ό Αιώνα. Πολιτισμικά Πρότυπα και Πρωτοτυπία, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 2002, σελ. 123-152.
  • Δαλακούρα, Κατερίνα - Ζιώγου-Καραστεργίου, Σιδηρούλα. Η εκπαίδευση των γυναικών – Οι γυναίκες στην εκπαίδευση (18ος -20ός αιώνας). Κοινωνικοί, ιδεολογικοί, εκπαιδευτικοί μετασχηματισμοί και η γυναικεία παρέμβαση. «Κάλλιπος», Αθήνα 2015.
  • Λάππας, Κώστας, Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Α.Σ. 39, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 2004.
  • Μπλέσιος, Αθανάσιος. «Το «Θέατρο ιδεών» και η πρόσληψη του Ίψεν στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου  αιώνα, Θεωρητικές αναζητήσεις», Μέντορας, Τόμος 2, Αθήνα 2000, σ.σ. 64-76.
  • Ξενόπουλος, Γρηγόριος, «Φοιτηταί», Άπαντα. Τομ. Ε΄. Αδελφοί Βλάσση, Αθήνα 1991, σσ. 175-258.
  • Πεφάνης, Γιώργος, «Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του ελληνικού θεάτρου στις αρχές του 20ου αιώνα. Το θέατρο ιδεών και οι ιδεολογικές ζυμώσεις (1897-1910)», στο: Τοπία της δραματικής γραφής, Ίδρυμα Ελένης και Κώστα Ουράνη, Αθήνα, 2003, σσ. 307-354.
  • Σιδέρης, Γιάννης, «Τα Ορεστειακά-Ταραχές για να μην παίζονται οι τραγωδίες σε μετάφραση», περ. Θέατρο τχ.33, (Μάης / Ιούνης 1973) & τχ.34-36 (Ιούλης / Δεκέμβρης 1973): σελ. 51-61, 89-99.
  • Φωτό: Εθνικό Θέατρο 2000, Σοφία Ολυμπίου (Κυρα - Μάρω), Γρηγόρης Σταμούλης (Τάσος), Τζίνη Παπαδοπούλου (Φανή).


ΕΛΠ44 - Νεοελληνικό Θέατρο (1600 - 1940) - Κινηματογράφος - 2η, 2017-2018.

 

*Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 




Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη