Θεματολογία στην Επτανησιακή ποίηση

Θεματολογία στην Επτανησιακή ποίηση

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ενότητα Α΄: Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» 

Ενότητα Β΄: Διονύσιος Σολωμός, «Η Ξανθούλα» 

Ενότητα Γ΄: Ιούλιος Τυπάλδος, «Το πλάσμα της φαντασίας»

Ενότητα Δ΄: Ανδρέας Λασκαράτος, «Γραφή αποκριτική»  

Βιβλιογραφία

 




Ενότητα Α΄: Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»

Ο Διονύσιος Σολωμός, γεννημένος στη Ζάκυνθο, ανδρώθηκε στην Ιταλία και επέστρεψε στα 1818, με πλούσιες αισθητικές εμπειρίες και πίστη στην αξία των εθνικών παραδόσεων.[1]

Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Β΄ Σχεδίασμα),  ποίημα με δραματικότητα, λυρισμό και αφηγηματική δομή, έχει θεματολογία την αγάπη για την πατρίδα και αποτυπώνει την δεύτερη πολιορκία και την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου, με σκοπό την ανάδειξη της μεγαλοσύνης των Ελλήνων ηρώων του 1821.[2]

Εδώ αντικατοπτρίζεται η θεματική δυάδα αντιθέσεων ελευθερία και φύση, θρησκεία και θάνατος, καθώς οι πολιορκημένοι επιδιώκουν την απελευθέρωση της ψυχής με την επικείμενη εθελοθυσία τους, αντιπαλεύουν με τη δύναμη του Θεού τα στοιχεία της φύσης («Ἐτοῦτ’ εἶν’ ὕστερη νυχτιά, ὅλα τ’ ἀστέρια βγάνει,
Ὁλονυχτὶς ἀνέβαινε ἡ δέηση, τὸ λιβάνι.»)[3]
και μένουν ελεύθεροι, καθώς η πίστη υπερβαίνει τον θάνατο[4]: «Γλυκιὰ κι’ ἐλεῦθερ’ ἡ ψυχὴ…».[5]

Ένα ακόμη σοβαρό εμπόδιο έχουν να αντιμετωπίσουν οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες, εκείνο της έλλειψης τροφής και την πείνα: «Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε,[6] ενώ τα θέλγητρα της άνοιξης τους ξυπνούν τη λαχτάρα για ζωή: «Ὅποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει».[7]

Με αμυδρό φως παραβάλλει ο ποιητής την τελευταία ελπίδα σωτηρίας των πολιορκημένων, την έξοδο, οι οποίοι με χαρά περιφρονούν το θάνατο: «Ὀλίγο φῶς καὶ μακρινὸ σὲ μέγα σκότος κι' ἔρμο.».[8]

 

Ενότητα Β΄: Διονύσιος Σολωμός, «Η Ξανθούλα»

 

Η «Ξανθούλα», είναι ένα από τα πρώτα πλαστουργήματα του Διονυσίου Σολωμού, που γράφτηκε στη Ζάκυνθο περί το 1820, μια περίοδο που ο ίδιος προσπαθεί να δημιουργήσει στην ελληνική γλώσσα, με νεοκλασικιστικές επιρροές από τα ιταλικά σονέτα του και μια δόση ρομαντισμού.[9]

Πρόκειται για ένα λιτό και εύληπτο λυρικό ποίημα, ιδιωτικής φύσης,[10] που εντάσσεται στη θεματική της γυναίκας, ένα από τα χαρακτηριστικά της επτανησιακής σχολής, την οποία εκπροσωπεί ο Σολωμός.[11]

Ο ποιητής σκιαγραφεί εδώ ένα ερωτικό μοτίβο, μέσα από την αναφορά στη φιλική γυναικεία παρουσία της νεαρής «Ξανθούλας», η οποία ίσως υποκρύπτει, επιμελώς κεκαλυμμένο, προσωπικό ερωτικό ενδιαφέρον: «…Μόν' κλαίγω τὴν Ξανθοῦλα, Μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά»[12].

Οι εικόνες που μας περιγράφει μας μεταφέρουν στη σκηνή της αναχώρησης μιας νεαρής ξανθιάς κοπέλας, «Ποῦ ἐμπῆκε 'ς τὴ βαρκοῦλα, Νὰ πάῃ 'ς τὴν ξενιτειά»[13] και τον αποχαιρετισμό της από τους φίλους της και τον ίδιο, μέσα σ’ ένα συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα όταν: «Καὶ αὐτὴ μὲ τὸ μαντῆλι, Τοὺς ἀποχαιρετᾷ».[14]

Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα χαρμολύπης ίπταται στην ατμόσφαιρα την ίδια στιγμή,  καθώς «Ἐστέκονταν οἱ φίλοι, Μὲ λύπη, μὲ χαρά»[15], το οποίο όμως διαδέχεται η βαρυθυμία, μόλις το καράβι χάνεται από το βλέμμα τους, στο σκοτάδι και το βάθος τους ορίζοντα, μέσα σε αφρούς και κύματα: «Έδάκρυσαν οι φίλοι, Έδάκρυσα κι’ εγώ»[16].

  

Ενότητα Γ΄: Ιούλιος Τυπάλδος (1814-1883), «Το πλάσμα της φαντασίας»

 

Ο Ιούλιος Τυπάλδος εμφανίζεται στην λυρική ποίησή του, ως ο τυπικότερος συνεχιστής του σολωμικού πνεύματος, καθώς από την κληρονομιά του κράτησε την ηδύτητα και τον ιδανισμό.[17]

Το χαρακτηριστικό της ποίησης του Τυπάλδου, είναι αυτόδηλα αδιόρατο, μουντό, με χρώματα άτονα και το άστρο που τη φωτίζει είναι το φεγγάρι,[18] ενώ το ποίημα του «Το πλάσμα της φαντασίας», που έχει ως θέμα του την ιδανική γυναίκα, εκφράζεται σε μαλακούς, ήπιους και μελωδικούς στίχους.[19]

Ακόμη και ο τίτλος του ποιήματος προσδιορίζει την διάθεσή του να εξιδανικεύσει τη γυναικεία μορφή που μας περιγράφει, κυριευμένος από το πάθος και την αγάπη για κείνη, με την προσδοκία πως θα διάγει το βίο του μαζί της.[20]

Η γυναίκα αυτή εμφανίζεται, με δεητική βλέψη, σχεδόν πνευματική, ανάμεσα σε γήινη και ουράνια προέλευση Tὴ γῆν ἔχεις πατρίδα ἢ τ' ἄστρα τ' οὐρανοῦ;»),[21] ενώ η άδηλη εξωτερική ομορφιά της αναδεικνύει ένα κάλλος άσαρκο, απόμακρο κι αινιγματικό,[22] («…τ' ἀγγελικό σου στόμα, τ' ἀέρινο τὸ σῶμα, τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά.»).[23]

Στοιχεία της φύσης πλαισιώνουν την εικόνα ενός ιδανικού, μεθυστικού κι ανολοκλήρωτου έρωτα[24] («Εἶδα θολή, κατάμαυρη ἡ αὐγὴ γιὰ μὲ νὰ βγαὶνη…»),[25] αλλά και έμμεσες αναφορές στην χριστιανική πίστη («Γύρου ἀντηχάει ἀνέκφραστη οὐράνια μελωδία…»),[26] αναζητώντας τη λύτρωση, ως κορωνίδα του δράματος: («Ἐσὺ τὸ ἔρμο μνῆμα μου μὲ ρόδα θὰ στολίσης...»).[27]

  

Ενότητα Δ΄: Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901), «Γραφή αποκριτική»

 

Ο Αντρέας Λασκαράτος υπήρξε ιδεαλιστής και παρά τους ευκαιριακούς συμβιβασμούς με τον ελεγειακό λυρισμό, μετέπιπτε σε μια έντονα κριτική και καυστική στάση.[28] Στην «Γραφή αποκριτική» καταπιάνεται μ’ ένα σατυρικό ποίημα του ιδιωτικού χώρου, χαρακτηριστική τάση των Επτανήσιων ποιητών.[29]

Θεματική του ποιήματος είναι η γυναικεία φύση, ο σαρκικός έρωτας και η σκωπτική αποτύπωση μια γυναίκας, της οποίας του ζητήθηκε να πλέξει το εγκώμιο. Αρχικά ισχυρίζεται πως δεν μπορεί ν’ αποτυπώσει με την πένα του μια φιγούρα που ποτέ δεν αντίκρισε: «…τί να στιχουργέψω εις ἔπαινο μιανῆς που δὲν γνωρίζω»[30] και δεν άγγιξε όπως θα επιθυμούσε: «…Καλέ τά εἰδα ἐγώ; τά 'πιασα ποτέ μου;»[31]. Κατόπιν στηλιτεύει τη γυναικεία φιλαρέσκεια παρατηρώντας: «Ἐκεῖνο τό ἀχειλάκι ποὺ σοῦ ἀρέσει, κόκκινο ὡς τὴ φωτιά ’πό τὸ φτιασίδι;»,[32]ενώ καυτηριάζει την υποκρισία και την υστεροβουλία των γυναικών λέγοντας: «Κι ἂν οἱ γυναῖκες λὲν πὼς σ’ ἀγαποῦνε, παστρικά νὰν τὰ λέμε, σὲ γελοῦνε».[33]

Τέλος, δημιουργεί την υπόνοια πως ο «ερωτευμένος φίλος» του μπορεί να είναι και ο ίδιος: «Ὦ Ἀντρία μου, ἄ μὲ τόσην εὐκολιά πᾶς κ' ἐσύ καί πιστεύεις…».[34]

 

Βιβλιογραφία

  • Vitti M.: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003.
  • Γαραντούδης, Ε.: «Η επτανησιακή ποίηση του 19ου αιώνα. Γενικά χαρακτηριστικά», στο Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας ), Ε.Α.Π., Πάτρα 20082, σ. 70-71.
  • Γαραντούδης, Ε.: «Η ποίηση του Διονυσίου Σολωμού», στο Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας ), Ε.Α.Π., Πάτρα 20082, σ. 97-99.
  • Δανιήλ, Χ. (επιμ.), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
  • Δημαράς, Κ. Θ.: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας. 1η έκδοση 1949, Ίκαρος. 9η έκδοση 1999, Γνώση. Αθήνα.
  • Παλαμάς, Κ.: «Ιούλιος Τυπάλδος». Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήνα 1970.
  • Σπαταλάς, Γ. «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Μέρος Β΄, Το κείμενο.», στο Νέα Ζωή, Τόμ. 11, Αρ. 4 , Αθήνα 1924, σελ. 408-433.

Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


[1] Δημαράς Κ. Θ. 1949: σ.297-300.

[2] Γαραντούδης, Ε. 2008: σ.97.

[3] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. ΙΧ, στίχοι 1&2, σ. 72. 

[4] Γαραντούδης, Ε. 2008: σ.107.

[5] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. ΙΧ, στίχος 7, σ. 72.

[6] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. Ι, στίχοι 2&3, σ. 68. 

[7] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. ΙΙ, στίχος 13, σ. 68. 

[8] Σπαταλάς, Γ. 1924: σ. 423, στίχος από σκόρπια αποσπάσματα.

[9] Γαραντούδης, Ε. 2008: σ.101.

[10] Γαραντούδης, Ε. 2008: σ.107.

[11] Γαραντούδης, Ε. 2008: σ. 61.

[12] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 8η, στίχοι 3&4 , σ. 65.

[13] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 1η, στίχοι 3&4 , σ. 65.

[14] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 3η, στίχοι 3&4 , σ. 65.

[15] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 3η, στίχοι 1&2 , σ. 65.

[16] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 6η, στίχοι 3&4 , σ. 65.

[17] Δημαράς Κ. Θ. 1949: 378.

[18] «… στὴν μυστικὴν ἀχνάδα τοῦ ἔρμου φεγγαριοῦ».: Δανιήλ, Χ. 2008: Στροφή 8η, στίχοι 5-8, σ. 32.

[19] Δημαράς Κ. Θ. 1949: 379.

[20] Γαραντούδης, Ε. 2008: σ. 80.

[21] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 1η, στίχοι 7&8 , σ. 32.

[22] Γαραντούδης, Ε. 2008: σ. 80.

[23] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 3η, στίχοι 6-8 , σ. 32.

[24] «Αυτή τη γλυκιά πρόκληση του λατρευτού ίσκιου, συννεφιασμένη επίκληση της μελλόμενης αγάπης, την ονειροπόληση αυτή και τη λαχτάρα του ιδανικού από τη μεθυστικότερην όψη του, μας ξανάλεει ο Τυπάλδος στο «Πλάσμα της Φαντασίας»…»: Παλαμάς, Κ.:1970: σ. 12.

[25] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 8η, στίχοι 1&2 , σ. 33.

[26] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 9η, στίχοι 5&6 , σ. 33.

[27] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 18η, στίχοι 1-4 , σ. 34.

[28] Vitti M. 2003: σ. 257.

[29] Γαραντούδης, Ε. 2008: σ.71.

[30] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 1η, στίχοι 2&3 , σ. 29.

[31] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 4η, στίχος 6 , σ. 65.

[32] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 6η, στίχοι 3&4, σ. 30.

[33] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 7η, στίχοι 5&6, σ. 30.

[34] Δανιήλ, Χ. 2008: στρ. 8η, στίχοι 1&2, σ. 30.

ΕΛΠ30- 1η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη