Βυζάντιο: «Η Χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού»


 Βυζάντιο: «Η Χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 

Ενότητα 1η: Η αυτοαντίληψη του Μιχαήλ Ψελλού για το έργο του ως ιστορικού

Ενότητα 2η: Η άποψη του Ψελλού για την ευημερία και την παρακμή του βυζαντινού κράτους

Ενότητα 3η:  Η ένταξη της Χρονογραφίας στη σχέση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ´ Μονομάχου με την ερωμένη του Σκλήραινα

Επίλογος

Βιβλιογραφία

Εισαγωγή

Η ιστοριογραφία αποτελεί  το βασικότερο, εκτενέστερο και πολυτιμότερο ίσως  κεφάλαιο της αφηγηματικής βυζαντινής λογοτεχνίας και δύναται να διαχωριστεί σε ιστορία, χρονογραφία και εκκλησιαστική ιστορία. Οι ιστορικοί έχουν σκοπό να συγγράψουν μελετώντας μια οροθετημένη χρονική περίοδο, υπηρετώντας την αλήθεια, όντας βασισμένοι στα ιστοριογραφικά πρότυπα της αρχαιότητας, ενώ οι χρονογράφοι συνθέτουν μια ενδιαφέρουσα για το πλατύ κοινό, κατανοητή οικουμενική ιστορία, αρχίζοντας τη διήγησή τους από κτίσεως κόσμου για να καταλήξουν σύντομα στην εποχή τους. Στόχος των εκκλησιαστικών ιστορικών είναι να προσδώσουν ιστορική υπόσταση στη νεοπαγή χριστιανική Εκκλησία και να τη θεσμοθετήσουν, συνδέοντάς την με την πολιτική κατάσταση.[1]

Κατά τον 11ο αιώνα εμφανίζεται μια σπουδαία και συνάμα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Βυζαντίου, ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078) που συζευγνύει  τη γνώση της αρχαιότητος με τη ειδημοσύνη της εποχής του. Αρχικά εντρύφησε στην νομική επιστήμη, ενώ κατόπιν διετέλεσε δικαστής, υπογραμματέας, πρωτοασηκρήτης, βεστάρχης, παραδυναστεύων τῷ βασιλεῖ, διδάσκαλος, φιλόσοφος, για λίγο διάστημα μοναχός, ύπατος των φιλοσόφων, έμπιστος αυτοκρατορικός σύμβουλος, πολυγραφότατος, εντριβής σε κάθε πεδίον της γνώσεως, αλλά και γλοιώδης πολιτικός, ο αληθινός αντιπρόσωπος του βυζαντινισμού της εποχής.[2] Αναζωογόνησε την Πλατωνική φιλοσοφία και απέδωσε μια νέα ακμή στη μέχρι τότε αποστεωμένη ιστοριογραφία.[3] Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας εξετάζουμε το πώς αντιλαμβάνεται ο Ψελλός το έργο του ως ιστορικού, στη δεύτερη ενότητα το πού αποδίδει την ευημερία και την παρακμή του βυζαντινού κράτους, ενώ στην τρίτη ενότητα μελετούμε το πώς εντάσσεται στη Χρονογραφία η σχέση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου με την ερωμένη του Σκλήραινα.

Ενότητα 1η: Η αυτοαντίληψη του Μιχαήλ Ψελλού για το έργο του ως ιστορικού

Ο κατά κόσμο Κωνσταντίνος Ψελλός, καθώς έλαβε το όνομα Μιχαήλ όταν εκάρη μοναχός το 1054, γεννήθηκε το 1018, πιθανότατα σε κάποιο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, ενώ η οικογένειά του προερχόταν από τη Νικομήδεια και ανήκε μάλλον στους μέσους, είχε δάσκαλό τον σοφό Ιωάννη Μαυρόποδα και το δίκαιο διδάχθηκε από τον κατά τι μεγαλύτερό του Ιωάννη Ξιφιλίνο.[4] Ο Ψελλός έλαβε τον αναφαίρετο, ισόβιο και τιμητικό τίτλο του υπάτου των φιλοσόφων, λίγο μετά το 1045, μια θέση που δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνον και εκτός από την φιλοδοξία του, ικανοποιούσε προφανώς και τις οικονομικές του ανάγκες.[5]

Η Χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού, η οποία συνιστά μια γλαφυρότατη αφήγηση της δράσης των αυτοκρατόρων του 11ου αιώνα, από πλευράς περιεχομένου συνεχίζει την Ιστορία του Λέοντα Διακόνου. Όμως, μπορεί δε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ούτε χρονογραφία, καθώς πρόκειται περισσότερο για μια ιστορική αφήγηση, ούτε να ενταχθεί ως αμιγώς ιστορικό έργο, καθώς πολλά ιστορικά γεγονότα της εποχής δεν αναφέρονται, παρότι ο ίδιος το χαρακτηρίζει ιστορία ἀλλ' οὐ κατηγορία τοῦτο, οὐδέ γραφή, ἀλλ' ἀληθῶς ἱστορία»).[6] Αντικρουόμενα είναι και τα στοιχεία που αφορούν στην κοσμοθεωρία και την αντίληψη του Ψελλού για την ιστορία, καθώς έχει χριστιανική προσέγγιση, παρά το νεοπλατωνισμό του,  ενώ προσπαθεί να βρει λογική συνάφεια και να εξηγήσει φυσικά τα γεγονότα.[7]

Ο Ψελλός γνώριζε κάλλιστα ότι η αληθινή ιστορία δεν συνίσταται στην απλή χρονολογική καταγραφή των γεγονότων, αλλά στην επισταμένη εξέταση των αιτίων τα οποία τα παρήγαγαν και ιδιαίτερα στην απεικόνιση του ιδιωτικού βίου των αυτοκρατόρων, αλλά και στην διανοητική και κοινωνική κατάσταση κυβερνώντων και κυβερνωμένων.[8] Κατά τον Ψελλό το αφήγημα διαρθρώνεται κατά τα ενεργούντα υποκείμενα της ιστορίας, ενώ όπως εξηγεί ο ίδιος στις θεωρητικές εκτροπές που παρατίθενται στη Χρονογραφία, η ιστορική γνώση εδράζεται στην ερμηνεία της αλληλεξάρτησης μεταξύ του ανθρώπινου ήθους και τις ενέργειες που πηγάζουν απ’ αυτό.[9] Τοιουτοτρόπως, ο ψυχισμός των ηγετών, δηλαδή οι επιθυμίες οι δισταγμοί και τα πάθη τους, προσδιορίζουν τη συμπεριφορά τους και γύρω απ’ αυτήν διαμορφώνονται οι ιστορικές συνθήκες. Παράλληλα αποδέχεται την ύπαρξη κάποιων ιστορικών παραγόντων, κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών, που δρομολογούνται ανεξαρτήτως των πράξεων και της βουλήσεως των ηγετών.[10]

Διακριτικό γνώρισμα της Χρονογραφίας του Ψελλού, κάτι που της προσδίδει διαφορετικότητα έναντι των άλλων βυζαντινών ιστοριών, είναι ότι η διήγησή της περιστρέφεται γύρω από το πρόσωπο του συγγραφέα, καταλήγοντας να χαρακτηρίζεται, ορθώς, ως απομνημονεύματα και έκθεση πεπραγμένων ενός πολιτικού, με λεπτομερή ανάλυση των γεγονότων.[11] Ο Ψελλός δηλοποιεί την αξία της διαιώνισης των ιστορικών γεγονότων, κόντρα στη λησμοσύνη, ίσως και για να προσαυξήσει την αξία του πονήματός του, λέγοντας: «Για όλους αυτούς τους λόγους με προέτρεψαν να αντιδράσω στην κατάσταση των πραγμάτων, […] ενώ όσα πράξαμε εμείς να βουλιάξουν στην άβυσσο της λήθης»,[12] όπως έπραξαν και οι μεγάλοι ιστορικοί του ένδοξου αρχαίου παρελθόντος, ο Θουκυδίδης[13] και ο Ηρόδοτος.[14] Επίσης δηλώνει πως έρχεται να καλύψει με το έργο του το λογογραφικό κενό της εποχής («Είναι πράγματι καιρός τώρα που η λογογραφία μας έχει εγκαταλείψει την ιστορική συγγραφή…»).[15]

Ουσιαστικό στην ιστορική παρουσίαση των γεγονότων, κατά την άποψη του Ψελλού, είναι η αλήθεια («Δεν έχω καμιά πρόθεση να αλλοιώσω την ιστορία, της οποίας το ουσιαστικότερο χαρακτηριστικό είναι η αλήθεια…»),[16] ενώ στο έργο του παρουσιάζει σποραδικά, θεωρητικές σκέψεις για τις διαφορές μεταξύ εγκωμίου και ιστορίας.[17]

Ο Ψελλός παρουσιάζει επίσης τα ιδιαίτερα διλήμματα που αντιμετώπισε κατά τη συγγραφή της Χρονογραφίας του («…αλλά γιατί φοβόμουν πως θα παγιδευόμουν σε ένα επικίνδυνο δίλημμα: […] θα βρισκόμουν κατηγορούμενος πως δεν έγραψα ιστορία αλλά ένα δραματικό έργο»),[18] αντιμαχόμενος το εγκώμιο και τον ψόγο.

Παρ’ όλα αυτά θεωρούσε την ευφημία και τη δυσφημία καλλωπίσματα του ρητορικού λόγου και εκχωρούσε στον εαυτό του το δικαίωμα να τις χρησιμοποιεί κατά το δοκούν, όπου κι όταν εκείνος έκρινε σκόπιμο, παραμένοντας πιστός στην παράδοση της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας και ταυτόχρονα στις αρχές της βυζαντινής μιμήσεως.[19]

Ακόμη ο Ψελλός. παρότι φοβάται μήπως κατηγορηθεί ως «ου φιλίστωρ, αλλά φιλολοίδορος», υποπίπτει τελικά στο ατόπημα, ενώ περιβάλλει τα πρόσωπα της ιστορίας του με μια ελαφρά δόση ειρωνείας («…θα μπορούσα να σωρεύσω όχι ευάριθμες μομφές εναντίον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, […] αν δεν επιδαψίλευα ανεπιφύλακτα εγκώμια»).[20]

Ο εγωκεντρισμός του Ψελλού στη Χρονογραφία είναι πασιφανής («Πολλοί και σε πολλές περιπτώσεις, με παρακίνησαν να συγγράψω το παρόν έργο, όχι μόνο από τους αυλικούς αξιωματούχους και από τα σεβαστά μελή της γερουσίας αλλά ακόμα και απ’ όσους λειτουργούν τα μυστήρια του Λόγου»),[21] καθώς συχνάκις γοητεύεται ναρκισσιστικά από την προσωπικότητά του, κάτι που επ’ ουδενί λόγω δεν έπρατταν οι αρχαίοι ιστορικοί, ενώ με συνεχείς προσωπικές αναφορές προσπαθεί να δικαιολογήσει τις πολιτικές του επιλογές.[22]

 

Ενότητα 2η: Η άποψη του Ψελλού για την ευημερία και την παρακμή του βυζαντινού κράτους

Η συγγραφή της Χρονογραφίας του Ψελλού πραγματοποιήθηκε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, όταν με τους απογόνους του Βασιλείου Β΄ ξεκίνησαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα αλλά και πολλαπλοί εξωτερικοί κίνδυνοι.[23] Ήταν η απαρχή μιας δύσκολης πορείας που οδήγησε στην πρώτη κατάληψη της Βασιλεύουσας, από τους Λατίνους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας, στις 13 Απριλίου 1204.

Ο δρόμος της κρίσης και της παρακμής ήταν αναπόφευκτος, καθώς η κακοδιοίκηση και η αποδιοργάνωση του κράτους, αλλά κυρίως η ανικανότητα των επιγόνων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις εξωτερικές απειλές αλλά και τις εσωτερικές προκλήσεις, οδηγούσαν μοιραία σε δύσκολες ατραπούς την αυτοκρατορία.[24]

Ο Ψελλός στη Χρονογραφία θεωρεί τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο, μαζί με τη Ζωή και τη Θεοδώρα, υπεύθυνους για τη διασπάθιση («Δυστυχώς, αυτός ο άνθρωπος αφιερώθηκε εξ αρχής στη διασπάθιση όλων των χρηματικών αποθεμάτων…»)[25] του θησαυρού του Βασιλείου Β' («Ἔνθεν τοι ἄ πολλοῖς ἱδρῶσι και πόνοις ὁ βασιλεύς Βασίλειος ἐν τοῖς βασιλείοις ἀπεθησαύρισε, ταῦτα εἰς ἱλαράν ἐκείναις προέκειτο παιδιάν»)[26] .[27] Σε πολλά ακόμη σημεία των συγγραμμάτων του ο Ψελλός αποτυπώνει, βαρυθυμώντας, την οικτρή κατάπτωση στην οποία ωθούσε το κράτος η  ανοησία του Μονομάχου[28](«Παραλαβών δέ ὁ ἁνήρ οὗτος τὸ κράτος, οὔτε ἐγκρατῶς, οὔτε εὐλαβῶς εἶχε περί τὰ πράγματα»).[29]

Αποδίδει την καταστροφική πολιτική του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου σε αστάθμητους παράγοντες, μη ελέγξιμους από τον ίδιο, χωρίς φυσικά να αποδίδει το παραμικρό ψεγάδι στη δική του ανάμιξη, ενώ διατείνεται πως προέβλεψε τους οιωνούς της κρίσης, χωρίς να καταφέρει να συνετίσει τον ασυλλόγιστο αυτοκράτορα.[30] Οι απερίσκεπτες σπατάλες και η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος («Βεβαίως, αυτά γέννησαν γιορτές και πανηγύρια, και σύμπασα η Πόλη γλεντοκοπούσε…»),[31] η ανατροπή βασικών θεσμών της κρατικής εξουσίας, όπως ο στρατός και η σύγκλητος («Αδιαφορούσε παντελώς για την τάξη στην ιεραρχία των αξιωμάτων…»),[32] αλλά και η έλλειψη σοβαρότητας από την πλευρά του αυτοκράτορα, δεν άφηναν πολλά περιθώρια ανάκαμψης.[33]

Ο Ψελλός, κινούμενος ίσως και από προσωπικά ελατήρια και με μονομέρεια στην κρίση του, ψέγει επίσης τον αυτοκράτορα για την απονομή αξιωμάτων σε ανάξιους ανθρώπους («…εφόσον όλα εκείνα, τα αξιοζήλευτα προηγουμένως αξιώματα, δωρήθηκαν αφειδώς και αδιακρίτως με αποτέλεσμα να χάσουν κάθε κύρος οι κάτοχοί τους»).[34]

Στη Χρονογραφία ο Ψελλός περιγράφοντας την αδυναμία της Ζωής στα αρώματα και στη δημιουργία νέων ευωδιών, παρατηρεί ότι ο ιδιωτικός της θάλαμος δεν διέφερε και πολύ σε διακόσμηση από τα εργαστήρια της αγοράς, όπου οι χειρώνακτες και οι σιδηρουργοί δουλεύουν με τη φωτιά.[35]

 

Ενότητα 3η:  Η ένταξη της Χρονογραφίας στη σχέση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ´ Μονομάχου με την ερωμένη του Σκλήραινα

Στην Χρονογραφία του ο Ψελλός, με τον χαρακτηριστικό αφηγηματικό του τρόπο, επιδεικνύει την τριγωνική ερωτική σχέση του Κωνσταντίνου Μονομάχου, της συζύγου του αυτοκράτειρας Ζωής και της επί σειρά ετών ερωμένης του Μαρίας Σκλήραινας, της γνωστής βυζαντινής οικογένειας των Σκληρών που έφτασε σε εξέχουσα θέση το 10ο αιώνα.[36]

Η παλλακεία του Κωνσταντίνου με τη Σκλήραινα χρονολογείται από τα δύσκολα χρόνια της εξορίας του, πριν ακόμη νυμφευθεί την Ζωή και στεφθεί αυτοκράτορας των Ρωμαίων.[37] Αρχικά, οι σχέσεις του Κωνσταντίνου με τη Σκλήραινα δεν προξένησαν εμφανείς αντιδράσεις στους κυβερνητικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους ή στο λαό, ενώ η σύγκλητος υπέκυψε στη βούληση του άνακτα και η επίσημη Εκκλησία σκόπιμα δεν επενέβη ως προς την ηθική διάσταση του ζητήματος∙ Εντούτοις, ο Ψελλός, αντικατοπτρίζοντας προφανώς ένα μέρος της κοινής γνώμης, παραθέτει σχετικά ότι «…τῶν ἀπίστων ἐδόκει τὸ πρᾶγμα ὁρώμενόν τε καὶ ἀκουόμενον·».[38]

Η κατάσταση μεταξύ της γηραιάς και πολύπαθης Ζωής και της νεότερής της Σκλήραινας, γεφυρώθηκε με καινοφανή τρόπο όταν ο Μονομάχος εγκατέστησε στο παλάτι τη δεύτερη και οι δύο γυναίκες έδωσαν έγγραφους όρκους φιλικών δεσμών («συγγραφάς φιλίας») ενώπιον των συγκλητικών, οι οποίοι, αν και κατέχονταν από αισθήματα αιδούς (ερυθριώντες) και δυσφορίας (υποτονθορύζοντες), ωστόσο φανερά επαινούσαν την ενέργεια του Μονομάχου, αποδίδοντάς την, με δραματικό τόνο, στο θεοκρατικό στοιχείο («…ἐπαινοῦντες δὲ ὅμως τὴν συγγραφὴν ὡς ἐξ οὐρανίων καταχθεῖσαν δέλτον, κρατῆρα τε φιλίας ταύτην κατονομάζοντες καὶ τἄλλα τῶν ἡδίστων ὀνομάτων ὁπόσα δὴ κολακεύειν ἤ ἐξαπατᾶν εἴωθεν ἐλαφράν και κούφην ψυχήν.»)· Η Ζωή και η Θεοδώρα, εναρμονισμένες με την επιθυμία του βασιλιά, απένειμαν τον τίτλο της σεβαστής στην Σκλήραινα, η οποία, όπως σαρκαστικά αναφέρει ο Ψελλός, εγκαταστάθηκε «εντός των βασιλικών άδυτων» και καλούνταν από όλους επισήμως «δέσποινα» και «βασιλίς».[39]

Η προσωπικότητα της Σλήραινας ήταν τόσο επιβλητική («Όσο για το ήθος και για το φρόνημα της ψυχής της, το ένα θα μπορούσε και πέτρες να μαγέψει, ενώ το άλλο αντιμετώπιζε σθεναρά κάθε μεταβολή των περιστάσεων.»), ώστε κατάφερε να κερδίσει τις δύο αδελφές, τη σπάταλη Ζωή που είχε πάθος με τα αυθεντικά ινδικά αρώματα και τη φιλάργυρη Θεοδώρα που «αποθήκευε κάθε μέρα αμέτρητους δαρεικούς».[40] Η σύναψη «όρκων φιλίας» ανάμεσα στη Ζωή και τη Σκλήραινα, καταδεικνύει τη ρηξικέλευθη διάθεση του αυτοκράτορα, μια και η ενέργεια αυτή ήταν ασυνήθιστη για τα βυζαντινά δεδομένα.[41]

Στην περίπτωση της Χρονογραφίας ο Ψελλός υπερβαίνει συνεχώς τα εσκαμμένα, παραβιάζοντας την ιδιωτική σφαίρα των χαρακτήρων, της οποίας τα όρια σε σχέση με τη δημόσια ζωή είναι δυσδιάκριτα, ενώ η προσωπική του εμπλοκή στην ιστορία την καθιστά υποκειμενική.

 

Επίλογος

Ο Ψελλός στην Χρονογραφία, πραγματεύεται το βίο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων του 11ου αιώνα με μια ιδιαίτερα ατομιστική προσέγγιση, εισάγοντας καθαρά το αυτοβιογραφικό στοιχείο στο πόνημά του. Θεωρεί πάντως πως γράφει αληθινή ιστορία, δηλώνοντας πως προσπάθησε με επιτυχία να αποφύγει τις παγίδες των διλημμάτων του.

Το έργο αυτό δεν μπορεί να καταταχθεί ιστοριογραφικά αμιγώς σε κάποια κατηγορία, παρότι δίδει σημαντικότατα ιστορικά στοιχεία για την εποχή του.

Ο Ψελλός θωρεί τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο και τις αδελφές Ζωή και Θεοδώρα, αλλά και το στενότερο οικογενειακό και πολιτικό περιβάλλον, υπεύθυνους για την τραγική κατάσταση στην οποία περιήλθε η αυτοκρατορία επί των ημερών τους.

Η Μαρία Σκλήραινα, ερωμένη του Μονομάχου, εντάσσεται στην πλοκή της Χρονογραφίας με μια δραματοποιημένη αφήγηση, καθώς από παλλακίδα μετατράπηκε τελετουργικά και ουσιαστικά σε συμβασιλεύουσα, λαμβάνοντας τον καινοφανή τίτλο της σεβαστής.

 

Βιβλιογραφία

 

  • Αγγελίδη, Χριστίνα, 2001. «Ιωάννης Σκυλίτζης και Μιχαήλ Ψελλός», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Εικόνες από το Βυζάντιο. Το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη», Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2001, σελ. 27-28.
  • Ζώη, Σεβαστή, 6 (2004-2006). Ιερατικός τύραννος -πατριαρχική και μεγάλη ψυχή. Μιχαήλ Ψελλός και Μιχαήλ Κηρουλάριος: οι διακυμάνσεις των σχέσεων των δύο προσωπικοτήτων, Εώα και Εσπερία, τόμ. 6, σελ. 235-257.
  • Hunger, Herbert, 1997. Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών. Τόμος Β': Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, μετάφραση Ταξιάρχης Κόλιας, Κατερίνα Συνέλλη, Γ. Χ. Μακρής, Ιωάννης Βάσσης, Β΄ έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα.
  • Καρπόζηλος, Απόστολος, 2009.  Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι. Τόμος Γ΄ (11ος -12ος αι.). Εκδ. Κανάκη, Αθήνα.
  • Μωυσείδου Γ. 2001. «Ιστοριογραφία» στο Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Τόμος Γ΄, Βυζαντινή Περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Roth, K. 1949. Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού. Μετ. Ν. Σβορώνος. Αθήνα.
  • Σάθας, Κωνσταντίνος, 1874. Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη ή Συλλογή ανεκδότων μνημείων της Ελληνικής Ιστορίας. Μιχαήλ Ψελλού εκατονταετηρίς Βυζαντινής Ιστορίας (976-1077,) T. Δ'. Επιστασία Κ. Ν. Σάθα.  Εν τω βιβλιοπωλείω των τέκνων Α. Κορομηλά, Αθήνησι.
  • Χονδρίδου, Σταυρούλα, 2002. Ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος και η εποχή του (ενδέκατος αιώνας μ.Χ.), εκδόσεις Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη.
  • Ψελλός, Μιχαήλ, 1992. Χρονογραφία, τ. Α', μετ. Β. Καραλής, ἔκδ. Ἄγρωστις, Ἀθήνα.


Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 



[1] Μωυσείδου, 2001: 118.

[2] Ζώη, (2004-2006): 236, Roth, 1949: 110-111.

[3] Roth, 1949: 110-111.

[4] Hunger, 1997: 187-188.

[5] Hunger, 1997: 189.

[6] Σάθας, 1874: 116, Ψελλός , 1992: Χωρίο 28.

[7] Hunger, 1997: 199.

[8] Σάθας, 1874: 22.

[9] Αγγελίδη, 2001: 28.

[10] Αγγελίδη, 2001: 28.

[11] Hunger, 1997: 194-196.

[12] Ψελλός, 1992: Χωρίο 22.

[13] «Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι […], διά να λησμονηθή μετ' ολίγον.»: Θουκυδίδου Ιστορίαι 1.22, μετάφραση Ελ. Βενιζέλου.

[14] «...ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται», Ἡροδότου, Ἱστορίαι, I.1. Πάντως ο Ψελλός, αναφερόμενος με μια δόση ειρωνείας στον Ηρόδοτο («…θα ήμουν αναμφίβολα κακοηθέστατος, όπως ακριβώς ο γιος του Λύξη…», Ψελλός, 1992: Χωρίο 24), φαίνεται να ενστερνίζεται την άποψη του Πλουτάρχου στην «Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας» πραγματεία του, στην οποία αγωνίζεται να αποδείξει ότι ο πατέρας της ιστορίας δεν είναι αμερόληπτος ιστορικός και τον μέμφεται ότι διακατέχεται από προκατάληψη έναντι των συμπολιτών του Πλουτάρχου Βοιωτών, πεπλανημένος προφανώς από υπερβάλλουσα φιλοπατρία. (Βλ.: Δονάλδσωνος Ι. Γ., 1871, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας [….] Εξελληνισθείσα μετά πολλών προσθηκών και διορθώσεων  υπό Ι. Ν. Βαλέττα. Λονδίνον: σελ. 219.).

[15] Ψελλός , 1992: Χωρίο 22.

[16] Ψελλός, 1992: Χωρίο 28.

[17] Hunger, 1997: 196.

[18] Ψελλός, 1992: Χωρίο 22.

[19] Hunger, 1997: 196.

[20] Ψελλός , 1992: Χωρία 22-23.

[21] Ψελλός , 1992: Χωρίο 22.

[22] Hunger, 1997: 196.

[23] Καρπόζηλος, 2009: 59.

[24] Καρπόζηλος, 2009: 59.

[25] Ψελλός , 1992: Χωρίο 29.

[26] Σάθας, 1874: 131.

[27] Χονδρίδου, 2002: 337.

[28] Σάθας, 1874: 57.

[29] Σάθας, 1874: 117.

[30] Καρπόζηλος, 2009: 65.

[31] Ψελλός, 1992: Χωρίο 29.

[32] Ψελλός, 1992: Χωρίο 29.

[33] Καρπόζηλος, 2009: 65.

[34] Ψελλός, 1992: Χωρίο 29.

[35] Χονδρίδου, 2002: 245.

[36] Χονδρίδου, 2002: 79.

[37] Χονδρίδου, 2002: 46.

[38] Χονδρίδου, 2002: 87.

[39] Χονδρίδου, 2002: 81.

[40] Ψελλός, 1992: Χωρία 60-62.

[41] Χονδρίδου, 2002: 101.

ΕΛΠ21- 4η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη