«Ο πεθαμένος και η ανάσταση», του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και «Ο γιατρός Ινεότης», του Γιώργου Χειμωνά

 

«Ο πεθαμένος και η ανάσταση», του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και «Ο γιατρός Ινεότης», του Γιώργου Χειμωνά

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ενότητα 1η : Γραμματολογικά συμφραζόμενα και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των δύο έργων 

1.1.: «Ο πεθαμένος και η ανάσταση», του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη 

1.2.: «Ο γιατρός Ινεότης», του Γιώργου Χειμωνά 

Ενότητα 2η : Πως διαγράφεται το θέμα του θανάτου στα δύο έργα

Βιβλιογραφία 

 

Ενότητα 1η: Γραμματολογικά συμφραζόμενα και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των δύο έργων



1.1.: «Ο πεθαμένος και η ανάσταση», του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

 

Ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993), πεζογράφος, ποιητής και ζωγράφος της «γενιάς του’30», επιδόθηκε στις πρώτες του μοντερνιστικές αναζητήσεις στις σελίδες του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες (1932), μαζί με άλλους λογοτέχνες όπως ο Στέλιος Ξεφλούδας, ο Γιώργος Δέλιος και ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, με τους οποίους δημιούργησε την «Σχολή της Θεσσαλονίκης», εκβλαστάνοντας μια νεότερη μοντερνιστική τεχνοτροπία.[1]


Το μυθιστόρημα του Πεντζίκη Ο πεθαμένος και η ανάσταση (1938), εκφράζει με εναργή τρόπο το νόημα και το πνεύμα του λόγου του, εντάσσεται αναμφισβήτητα στον μοντερνισμό και είναι ένα αυτο-αναφορικό, βιωματικό μυθιστόρημα, καθώς αναφέρεται στην προσπάθεια του συγγραφέα να το συνθέσει.[2]

Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας νεαρός αυτόχειρας, καθώς ο έρωτάς του δεν βρίσκει ανταπόκριση, τον οποίο ο συγγραφέας αναλαμβάνει να επαναφέρει στη ζωή.[3] Η ονοματοθεσία πορίζεται από την Ελληνική φύση ενώ η γλώσσα του έργου αντλείται από την ορθόδοξη θρησκεία.[4] Η ανάσταση του ήρωα επιτυγχάνεται μέσω της γραφής, που αποτελεί μια διαδικασία επαναδημιουργίας και αναβίωσης, ενώ η περιπέτεια του ήρωα, εκφράζεται με γραφή συνειρμική και με εκτενή χρήση του εσωτερικού μονολόγου, που οδηγεί το ιστόρημα από μια φαινομενική απορύθμιση, σε μια αναδιοργάνωση που παραπέμπει συμβολικά στη ζωή του Χριστού.[5]

Το πλαστούργημα ενός μυθιστορηματικού ήρωα, πυροδοτεί προβληματισμούς σχετικά με το πρόσκαιρο της ύπαρξης και της δημιουργίας, γύρω από τη φθορά, την επιβίωση και το θάνατο, ενώ η ανάσταση προκύπτει από τον λόγο, άρα τη λογοτεχνική δημιουργία, ενώ με το συνειρμικό μονόλογο του αφηγητή καταλύονται οι συμβάσεις του μυθιστορηματικού είδους της εποχής, αλλά και οι λογικές αλληλουχίες του χωροχρόνου.[6]

 


1.2.: «Ο γιατρός Ινεότης», του Γιώργου Χειμωνά

 

Ο Γιώργος Χειμωνάς (1936-2000), ρεαλιστής πεζογράφος και δοκιμιογράφος, ανήκει στην μεταπολεμική γενιά και στο περιβάλλον της Θεσσαλονίκης, όπου ανδρώθηκε και πρωτοεμφανίστηκε το 1960, με το αφήγημά του Ο Πεισίστρατος.[7]

Τα κείμενά του διερευνούν ψυχαναλυτικά τις εσωτερικές πλευρές της συνείδησης, ίσως λόγω των επιρροών από την ψυχιατρική, ενώ ξεχωρίζουν για τη ρηξικέλευθη γραφή τους, αλλά και για τα δάνεια στοιχεία από το αντιμυθιστόρημα, όπως η επίπεδη γραφή και η έλλειψη διαλόγων.[8]

Ο Γιώργος Χειμωνάς διακρίνεται για την επιμονή του σε μια πειραματική επικοινωνία με το αντικείμενο, αποδιώχνοντας κάθε αφηγηματική σύμβαση, ενώ προέκτεινε τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του στην πεζογραφία της βυθοσκόπησης του υποσυνειδήτου και στην ανέλκυση αρχέτυπων στοιχείων της συμπεριφοράς και της γλώσσας των προσώπων.[9]

Στα ριζοσπαστικά, δυσκολοδιάβαστα κείμενα του Χειμωνά, η παραδοξότητα προσλαμβάνει μια αλλιώτικη χροιά, με την αφήγηση να επιφέρει αμηχανία αλλά και δυσκολία αφομοίωσης της πλοκής.[10] Όπως λέει ο ίδιος, «Οι ήρωές μου δεν έχουν καμία σχέση με τους ήρωες ενός κανονικού, συνηθισμένου μυθιστορήματος. Ήρωας είναι πάντοτε οι μάζες, τα πλήθη των ανθρώπων», ενώ «Δεν υπάρχει ένας αμετακίνητος χρόνος και χώρος».[11]

Τα λογοτεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί ο Χειμωνάς, προέρχονται από τις κατακτήσεις και τους προβληματισμούς του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, ενώ εκφράζουν την υπέρβαση, τη φαντασμαγορία, την Αποκάλυψη.[12]

Ο Γιατρός Ινεότης (1971) είναι το βιβλίο του Χειμωνά που τον καταξίωσε ως μείζονα συγγραφέα. Το «μεταμοντέρνο» ετούτο πεζογράφημα, γραμμένο σε φυσική γλώσσα, απεικονίζει την τροχιά του ανθρώπινου γένους προς έναν ολοκληρωτικό, βασανιστικό αφανισμό, με σκοπό την αντικατάστασή του από ένα νέο είδος ανθρώπων και τον Γιατρό Ινεότη (παραπέμπει στη νεότητα) να αποτελεί το εκτελεστικό όργανο του ολέθρου, μια μορφή ανεστραμμένου μεσσία, με ανθρώπινο όριο.[13]

Σ’ ολόκληρο το έργο ο Χειμωνάς επιχειρεί ένα είδος καθολικής αποδόμησης της γραφής, μια αποδιάρθρωση που επιζητεί να αποκαλύψει τη φωνή του σώματος, των ενστίκτων και των αισθήσεων, προκαλώντας τις φωνολογικές και γραμματικές δυνατότητες της γλώσσας.[14] Οι ήρωές του, αντιπροσωπεύουν τους ορισμούς του λόγου,[15] είναι προσχηματικοί και οι χαρακτήρες δεν ονοματίζονται, εκτός του γιατρού Ινεότη («έχει σύντροφο ένα γύφτο πού ακόνιζε μαχαίρια») και της μυστηριώδους Τενάγκνε,[16] που λειτουργεί ως γυναίκα-σύμβολο, καθώς το «άσπρο κορμί της» που μοιάζει «κάτι σαν γέλια ή εσπερινός», υποδηλώνει αγνότητα και σχέση με την εκκλησία.[17]

 

Ενότητα 2η: Πως διαγράφεται το θέμα του θανάτου στα δύο έργα

 

Χαρακτηριστικό του πεζογραφήματος του Πεντζίκη είναι ο οραματισμός του αφηγητή για το πλάσιμο του θανάτου και της ανάστασης του ήρωά του, ένα χαρακτήρα με τον οποίο ταυτίζεται ο ίδιος («[…] ζήταγα να φανερωθεί ο νέος που έπλασα, προσπαθώντας να βρω το σχήμα μου, το άγνωστο, τ’ ανύπαρκτο.»),[18] καθώς επωμίζεται την ανάστασή του κι επιθυμεί να τον αποδώσει μέσα από ένα τρισυπόστατο σχήμα της λογοτεχνίας, με την έννοια ενός ήρωα, του θανάτου του και του αφηγητή («Ν’ αναστήσω τον νέο που θέλησα κι αυτοκτόνησε. Κι ιδού εγώ είμαι τώρα εν όψει του θανάτου.»).[19] Στην ταύτιση αυτή βρίσκει την απελευθέρωση. Με την υπερβατική αυτή κατάσταση, περνά στο ολοκλήρωμα και γίνεται ένα με τον Χριστό («Ο άντρας ο χειροτέχνης, ο ξυλουργός, από το χέρι την οδηγά στη Φάτνη των αλόγων»)[20] και την Ανάσταση («Ταπεινός ασπάζουμαι, του μεγαλύτερου ήρωα, του παιδιού τα πόδια, του αληθινού Λυτρωτή, του νικητή του θανάτου.»)[21].[22]

Αυτό που τελικά ανασταίνεται πραγματικά είναι η θρησκευτική συνείδηση, η οποία παρέμεινε ζωντανή χάρη στην προφορική παράδοση.[23] Η αναβίωση και ανάσταση του ήρωα επιτυγχάνεται δια μέσω της γραφής και του λόγου («[…] μ’ ευγνωμοσύνη τη βεβαιότητα του λόγου, που από το λόγο μέσω της μητέρας δίνεται στους πεσμένους ανάσταση […]»),[24] που είναι μια διαδικασία νέας δημιουργίας («Είδα το έξοχο πρόσωπο του ωραιότερου νέου, που γεννιούνταν πάνω από τους ώμους του πεθαμένου μου σώματος»)[25].[26]

Ο Γιώργος Χειμωνάς στο έργο του Ο Γιατρός Ινεότης, ένα αλλόκοτο και αλληγορικό ιστόρημα, πραγματεύεται το θάνατο και προαναγγέλλει την αναγέννηση του λόγου Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτα θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα.»)[27].[28]

Οι «παληοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός πρέπει να εξαφανιστούν», όχι όμως με έναν ανώδυνο και φυσικό θάνατο όπως τους είχαν αρχικά υποσχεθεί, αλλά τους επιφυλάσσεται ένα οδυνηρό και φρικτό τέλος [….] Άλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σα να τους τιμωρούσαν.»)[29].[30] Το κείμενο είναι αλληγορικό και αφορά τον πρωτογενή, παραδοσιακό διάλογο, μαζί με τον επίγονο, καθώς ο νέος λόγος θα αναγεννηθεί, μετά τον αιματηρό διαμελισμό της γλώσσας, όπως αυτός αντικατοπτρίζεται στα κατακρεουργημένα ανθρώπινα σώματα, για να αποκαταστήσει τις σχέση μεταξύ του κόσμου των λέξεων και των αισθήσεων («Μια αλλαγή  που λέγεται κοσμοϊβηρική λέει ο γιατρός Ινεότης με κακία […] και μια σημασία σκοτεινής απανθρωπιάς»)[31].[32]

Και τα δύο συμβολικά κείμενα, που είναι κατά βάση δυσκολοδιάβαστα, πραγματεύονται το ζήτημα του θανάτου και της ανάστασης ή αναγέννησης, υπονοώντας την ανανέωση του λόγου, μέσα από επώδυνες διαδικασίες, με αρκετές ομοιότητες στην παρουσίαση των χαρακτήρων. Στο έργο του Πεντζίκη η διαδικασία περιγράφεται με υποκειμενικό τρόπο, λιγότερο επώδυνη, ενώ στο πεζογράφημα του Χειμωνά είναι ρεαλιστική, αποκρουστική και απάνθρωπη, στο κείμενο του πρώτου είναι φανερή η παρουσία του θείου, ενώ στο έργο δεύτερου αμυδρή και αδιόρατη.

 

Βιβλιογραφία

 

·       Beaton, R. Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία - Ποίηση και πεζογραφία 1821-1992. Μετ.:  Ζουργού, Ε., Σπανάκη, Μ., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.

·       Βογιατζάκη, Ε., «Ο Γιατρός Ινεότης του Γ. Χειμωνά και η γραφή του Joyce», περιοδικό Σύγκριση, τευχ. 13, Αθήνα 2002, σελ. 226–253.

·       Βογιατζάκη, Ε., Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: Ο Άνθρωπος και τα Σύμβολα, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2004.

·       Γουνελάς Χαράλαμπος-Δημήτριος, «Ο αφηγητής του ρευστού κόσμου, Το έργο του Ν. Γ. Πεντζίκη, μια συγγραφική Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «N. Γ. Πεντζίκης, ένας ασυνήθιστος άνθρωπος, επιμ. έκδ. Γιώτα Mυρτσιώτη, Κυριακή 5 Μαρτίου 1997, σελ. 10-12.

·       Δανιήλ Χ. (επιμ.), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

·       Μαστροδημήτρης, Π., Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 20057.

·       Νάτσινα, Α., «Η Μεταπολεμική πεζογραφία (1944-1974)», στον τόμο: Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, EAΠ, Πάτρα 2008, σελ. 495 - 535.

·       Πολίτης, Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ21, Αθήνα 2014.

·       Πολυκανδριώτη, Ο., «Η πεζογραφία της γενιάς του ’30», στον τόμο: Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, EAΠ, Πάτρα 2008, σελ. 397 - 453.

·       Χειμωνάς, Γ., «Η βιογραφία της όρασής μου», Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 681-684.

·       Χειμωνάς,Γ., Η δύσθυμη Αναγέννηση, Όγδοο μάθημα για τον λόγο, Ύψιλον, Αθήνα 1987.

Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


[1] Πολυκανδριώτη, 2008: 433.

[2] Πολυκανδριώτη, 2008: 435 & Beaton, 1996: 227.

[3] Beaton, 1996: 227.

[4] Beaton, 1996: 227.

[5] Πολυκανδριώτη, 2008: 435 & 449.

[6] Πολυκανδριώτη, 2008: 449.

[7] Πολίτης, 2014: 361.

[8] Πολίτης, 2014: 361-362.

[9] Μαστροδημήτρης, 2005: 243.

[10] Νάτσινα, 2008: 514.

[11] Χειμωνάς, 2008: 683.

[12] Νάτσινα, 2008: 514-515.

[13] Νάτσινα, 2008: 515.

[14] Βογιατζάκη, 2002: 226.

[15]«Ο Γιατρός Ινεότης παρουσιάζεται σαν ένας διαλείπων λόγος αυτός, ένας λόγος μονογενής, δεν υπάρχει γι' αυτόν λόγος αντίθετος. Δηλαδή δεν ορίζεται, δεν ηχεί και δεν αντηχεί στο φράγμα που θα ύψωνε γι' αυτόν ένας συμφυής ερωτικός αντίθετός του λόγος.»,  Χειμωνάς, 1987: 74.

[16] Νάτσινα, 2008: 530.

[17] Βογιατζάκη, 2002: 247.

[18] Δανιήλ, 2008: 580.

[19] Δανιήλ, 2008: 580.

[20] Δανιήλ, 2008: 581.

[21] Δανιήλ, 2008: 581-582.

[22] Γουνελάς, 1997: 11.

[23] Beaton, 1996: 228.

[24] Δανιήλ, 2008: 582.

[25] Δανιήλ, 2008: 583.

[26] Βογιατζάκη, 2004: 56-57.

[27] Δανιήλ, 2008: 744.

[28] «Θεωρώ τον λόγο σαν ένα χαρισματικό όργανο, περισσότερο από όλα τα άλλα. Γιατί ακριβώς ο λόγος έχει τη δυνατότητα να συλλαμβάνει και να φανερώνει όλες τις δυνατές νοηματικές και συναισθηματικές αντηχήσεις που γεννά μέσα στο νου και την ψυχή του ανθρώπου η εμπειρία της ζωής», λέγει ο ίδιος. (Χειμωνάς, 2008: 683-684).

[29] Δανιήλ, 2008: 744.

[30] Βογιατζάκη, 2002: 241.

[31] Δανιήλ, 2008: 744-745.

[32] Βογιατζάκη, 2002: 241.

ΕΛΠ30- 4η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!