«Το κίνημα του μοναχισμού κατά τη βυζαντινή περίοδο»

 

«Το κίνημα του μοναχισμού κατά τη βυζαντινή περίοδο»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

Εισαγωγή

Ο μοναχισμός υπήρξε ένα κίνημα που έμελλε να επηρεάσει σημαντικά τη ζωή και τις αντιλήψεις των Βυζαντινών, αποτελούσε ένα κίνημα λαϊκών ανθρώπων που αποζητούσαν την απολεσθείσα αγνότητα των αποστολικών χρόνων και κατάφερε να επιβιώσει ως σήμερα.[1]

Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας οριοθετούμε το φαινόμενο του μοναχισμού, ενώ στη δεύτερη περιγράφουμε, τα αίτια για την εμφάνιση και την εξέλιξή του, τα είδη του μοναχισμού, τους τύπους των μονών και την οργάνωσή τους, ανάλογα με τον τύπο τους και την μορφή του βίου των μοναχών.

Τέλος στην τρίτη ενότητα, παραθέτουμε τις πηγές άντλησης πληροφοριών αναφορικά με το κίνημα του μοναχισμού.

 

Ενότητα 1η: Το φαινόμενο του μοναχισμού

 

Ο μοναχισμός έλαβε διαστάσεις κατά τον 4ο αιώνα, είχε όμως παλαιότερες καταβολές, καθώς η κοινή, υπό αυστηρές συνθήκες διαβίωση των χριστιανών και η αναχώρησή τους από τα εγκόσμια, ήταν γνωστά φαινόμενα, κυρίως στην Αίγυπτο, η οποία δικαιωματικά λαμβάνει τον τίτλο της κοιτίδας του μοναχισμού. Άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές, ταπεινοί λαϊκοί ή ευγενείς με τίτλους και περγαμηνές, άφησαν την ήσυχη ή πολυτάραχη ζωή τους και αποτραβήχτηκαν στην έρημο. Μερικούς αιώνες αργότερα ακολούθησαν τον μοναχικό βίο και άφησαν την τελευταία τους πνοή ως μοναχοί, αυτοκράτορες όπως ο Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές (811-813) ή ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1347-1355), ενώ ακόμα κι ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969) ποθούσε βαθιά μέσα του τον μοναχικό βίο.[2]

Τον κατάλογο των μοναχών συμπλήρωναν την εποχή εκείνη άνθρωποι με χαμηλό ηθικό υπόβαθρο, όπως ληστές ή πόρνες, οι οποίοι ακολούθησαν τον δρόμο της αρετής και της συγχώρεσης. Οι ερημίτες της Αιγύπτου, στην πλειοψηφία τους Κόπτες χωρικοί, συνηθισμένοι στο τραχύ περιβάλλον, αναφέρονται ήδη από τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, με τον Άγιο Αντώνιο το Μέγα (251-356) να θεωρείται ουσιαστικά ο πατέρας του αναχωρητισμού.[3]

Προπομπός του ασκητικού ιδεώδους υπήρξε τον 3ο αι. ο Παύλος ο Θηβαίος, ο οποίος στο δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, κατά τους διωγμούς του Δεκίου, αφήνοντας τα εγκόσμια απομακρύνθηκε σε πετρώδες όρος, όπου για εξήντα συναπτά έτη αφιερώθηκε σε προσευχές και νηστείες, με μόνη του τροφή μισό ψωμί που του έφερνε ένας κόρακας.[4]

Ο Άγιος Αντώνιος από τη Θηβαΐδα, μιμούμενος τον Παύλο, εγκατέλειψε τα εγκόσμια σε νεαρή ηλικία, αφήνοντας τον πλούτο του στους φτωχούς και υιοθετώντας τις διδαχές των Ευαγγελίων,[5] αναχώρησε για μια κοντινή έρημο, όπως ακριβώς έπραξε και ο Χριστός μετά τη βάπτισή Του, όπου συνάντησε τον Παύλο και πορεύθηκαν μαζί, μοιράζοντας στα δύο τον άρτο που κόμιζε ο κόρακας.[6] Ένας ακόμη Αιγύπτιος, κατά τι νεότερος του Αντωνίου, ο Παχώμιος, θεωρείται ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού, καθώς όντας στρατιωτικός ο ίδιος και αφού μαθήτευσε δίπλα σε κάποιον ασκητή, οργάνωσε με στρατιωτικό τρόπο το πρώτο μοναστικό κοινόβιο στην Άνω Αίγυπτο.

Ο Παχώμιος ο Μέγας ανήγειρε το πρώτο κοινόβιο το 346 στην Ταβεννησία νήσο του Νείλου, ο Αμμούν έκτισε μοναστήρι στο όρος της Νιτρίας, ο Ιλαρίων στην Παλαιστίνη και τη Συρία, ο επίσκοπος Σεβάστειας Ευστάθιος εισήγαγε τον μοναχικό βίο στους Αρμενίους, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο αδελφός του Γρηγόριος ο Νύσσης ανήγειραν μοναστήρια στην περιοχή του Πόντου, ο Μαραθώνιος συνέστησε το μοναχικό βίο στην Κωνσταντινούπολη και ο Άγιος Αθανάσιος, καθώς είχε καταφύγει διωκόμενος στην Ιταλία, συνέστησε την αρχή του μοναχισμού στη δύση.[7]

Στη διάρκεια των αποστολικών χρόνων τέθηκαν οι βάσεις του μοναχικού πολιτεύματος των γυναικών. Έκτοτε, έως τον 4ο αιώνα, πολλές χήρες και παρθένες αφιερώνονταν σε αγώνες αυταπαρνήσεως, οι πρώτες φροντίζοντας ασθενείς ή δέσμιους, ενασχολούμενες με έργα χριστιανικής αγάπης και ευσέβειας, ενώ οι δεύτερες διέμεναν στις οικίες των γονέων τους και εξέρχονταν μόνο για να εκκλησιαστούν.[8] Η Μαρκέλλα, μια από τις επιφανέστερες γυναίκες της Ρώμης, εξέφρασε πρώτη την επιθυμία να αναλάβει τους αγώνες του μοναχικού βίου.[9]

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ (754 μ.Χ.) πραγματοποίησε διώξεις, εξόντωση των μοναχών και καταστροφή των μονών που δεν αποδέχονταν την εικονομαχία. Οι διωκόμενοι μοναχοί, δεν διείσδυσαν στην έννοια της εικονομαχίας, αλλά υπερασπίστηκαν τα ιδεώδη του μοναχισμού, ενώ οι μονές τους έγιναν καταφύγια εικονολατρών.[10]

Θρίαμβο του μοναχισμού αποτέλεσε η αναστήλωση των εικόνων το 843, καθώς ο αριθμός των μοναστηριών παρουσίασε κατακόρυφη αύξηση με την ίδρυση 75 νέων μονών τον 9ο αιώνα.[11]

Η αναγεννημένη εκκλησία, υπό τον πατριάρχη Φώτιο, χάραξε νέες πολιτικές και οι μοναχοί κλήθηκαν να επιτελέσουν το εξαιρετικό έργο του εκχριστιανισμού των βορείων γειτόνων της αυτοκρατορίας, με προεξάρχοντες τους Θεσσαλονικείς ιεράρχες Κωνσταντίνο-Κύριλλο και Μεθόδιο, οι οποίοι έφεραν εις πέρας την ιεραποστολική τους δράση με την πνευματική αφομοίωση των σλαβικών φύλων της νοτίου Βαλκανικής.[12]

 

Ενότητα 2η: Η εμφάνιση και η ανάπτυξη του μοναχισμού – Μονές και βίος των μοναχών

 

2.1: Τα αίτια της εμφάνισης και ανάπτυξης του μοναχισμού

 

Η κινηματική μορφή που έλαβε το φαινόμενο του μοναχισμού, οφείλεται στην καταδίκη του εναγκαλισμού της Εκκλησίας με την κοσμική εξουσία, αλλά και στη ροπή στον πρωτοχριστιανικό τρόπο ζωής και τις διδαχές του Χριστού για την πτωχεία και την απάρνηση των εγκόσμιων. Το κίνημα περιφρόνησε τον πολιτισμό και τον κοινωνικό βίο και οι θιασώτες του εγκατέλειψαν τις εύφορες πεδιάδες του Νείλου, για να αποσυρθούν σε αφιλόξενες και άνυδρες έρημους. Σε αρκετές περιπτώσεις τα κίνητρα αυτών των ανθρώπων δεν ήταν ιδιαιτέρως ηθικοπλαστικά, καθώς ορισμένοι αποζητούσαν την απαλλαγή από φορολογικές ή στρατιωτικές υποχρεώσεις, άλλοι από βάρη του δημόσιου ή ιδιωτικού βίου και κάποιοι, ωθούμενοι από βαθύτερες μεταφυσικές ανησυχίες.[13]

Τα θεμέλια του μοναχικού βίου τέθηκαν από τους Αποστόλους, όταν ο χριστιανισμός αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, προσεγγίζοντας την πνευματική φύση του ανθρώπου, καθώς η Αποστολική Εκκλησία διέθετε στις τάξεις της πλείστους ταπεινούς αγωνιστές. Ίσως δεν είναι ακριβής η πλήρης απόδοση του μοναχικού τάγματος στους διωγμούς, καθώς και κατόπιν αυτών δεν εξέλιπε η αγάπη προς τον μοναχικό βίο. Πρέπει συνεπώς να αναζητήσουμε την αρχή της μοναχικής ζωής κυρίως στη φύση του ανθρώπινου πνεύματος και στις αιώνιες μεταφυσικές αναζητήσεις της επουράνιας γαλήνης, αρετής και ευδαιμονίας, ως υπέρτατο βαθμό ηθικής και τέλειας μακαριότητας.[14]

 

2.2: Τα είδη του μοναχισμού

 

Οι μορφές του μοναχισμού ήταν δύο, ο αναχωρητικός ή ασκητικός και ο κοινοβιακός, οι οποίοι επεκτάθηκαν σύντομα στην  Παλαιστίνη, τη Συρία και τη Μικρά Ασία. Οι αναχωρητές ή ασκητές ζούσαν κατά μόνας, αδιαφορώντας για το σώμα τους. Στην Συρία όπου ο μοναχισμός βρήκε ένθερμους οπαδούς, εμφανίστηκαν ακραίες μορφές ασκητισμού, όπως ήταν οι στυλίτες, οι οποίοι αποφάσιζαν να περάσουν το υπόλοιπο του βίου τους επάνω σ’ ένα στύλο, ενώ οι δενδρίτες ζούσαν πάνω σε δέντρα.[15]

 

2.3.: Τύποι των μονών και η οργάνωσή τους

 

Τα μοναστήρια, όπου διαβιούν, ασκούνται και αγιοποιούνται οι μοναχοί, βρίσκονται χωμένα στις ερημιές και στην απομόνωση των ορέων, ορισμένα σε οικισμούς, ενώ αποτελούν κομμάτι της ζωής των πιστών χριστιανών, παρηγοριά και καταφύγιο στις δυσχερείς περιστάσεις.[16]

Δύο τύπους γνωρίζει η κοινοβιακή ζωή στο Βυζάντιο, τα κοινόβια, όπου οι μοναχοί διαβιούσαν και προσεύχονταν από κοινού, μέσα σε οικήματα, προστατευμένα από ένα εξωτερικό τείχος και τις λαύρες που χαρακτηρίζονταν από μια χαλαρότερη κοινοβιακή ζωή. Οι μοναχοί ζούσαν μόνοι ή με μαθητές σε ένα κελί ή μια σπηλιά και συγκεντρώνονταν σ’ ένα κοινό οίκο μόνο το Σάββατο ή την Κυριακή, κυρίως για τη θεία ευχαριστία. Υπήρχε κοινός ηγούμενος, αλλά καθένας ήταν ηγούμενος στο δικό του κελί. Το είδος ετούτο εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα και γνώρισε διάδοση σε αρκετά μέρη του Βυζαντίου. Απαραίτητη θεωρούνταν η σταθερή παραμονή (stabilitas loci) ενός μοναχού σ’ ένα μοναστήρι. Θεμελιώδης αρχή του μοναστικού βίου ήταν η ιεραρχική δομή και η υπακοή, με κυρίαρχη μορφή τον ηγούμενο ή αβά, τον πνευματικό πατέρα των μοναχών και δεύτερο στην ιεραρχία τον δευτεράριο, ο οποίος συνεπικουρούσε τον ηγούμενο και ήταν υπεύθυνος για οικονομικά και διοικητικά ζητήματα των μοναστηριών.[17]

Σε «μονές» και «λαύρες» διαχωρίζονται τα μοναστικά ιδρύματα και στο Βίο του οσίου Παύλου του νέου, με την λαυρεωτική οργάνωση να είναι ευρέως διαδεδομένη στην παλαιστινιακή έρημο.[18]

Σε πολλές περιπτώσεις οι μεγάλες και επιβλητικές μοναστικές πολιτείες, όπως του Αγίου Όρους, του Ολύμπου της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία ή του Όρους Αγίου Αυξεντίου της Βιθυνίας, παρείχαν το δικαίωμα να συνυπάρχουν δίπλα τους κελιά παραδοσιακών ερημιτών, ή πιο οργανωμένες μικρές κοινότητες, οι σκήτες, καθώς κάποιοι μοναχοί, όπως εκείνοι του Αγίου Όρους, υπήρξαν αναχωρητές, πριν ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ιδρύσει την πρώτη μεγάλη Λαύρα κατά το 10ο αι..[19]

 

2.4.: Ο βίος των μοναχών

 

Τα Μονές αποτελούν κέντρα πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς ο Ορθόδοξος μοναχισμός είναι υπαρκτικός και προσωπικός κι όχι επίκεντρο επιστημονικής μελέτης και κοινωνικής δράσης. Ο πόθος του θείου, το κατά Θεό χαροποιό πένθος και η απάρνηση των εγκόσμιων, είναι μείζονος σημασίας, υπό την προϋπόθεση τριών θεμελιωδών αρετών, της παρθενίας, της ακτημοσύνης και της υπακοής.[20]

Οι ερημίτες ασκητές, μιμούμενοι το παράδειγμα των προφητών, ιδίως του Ιωάννη του Βαπτιστή και ακολουθώντας τις Ευαγγελικές νουθεσίες, απείχαν του γάμου, τηρούσαν καθαρές και διαρκείς νηστείες, καταγίνονταν με προσευχές, φορούσαν τρίχινους χιτώνες, περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμόντουσαν κατάχαμα.[21]

Κυριότερο πρόβλημα των αναχωρητών ασκητών της ερήμου ήταν η εξεύρεση καταλύματος για την προστασία από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Για την Άνω Αίγυπτο αρκούσε μια απλή καλύβα, ενώ στην Κάτω απαιτούνταν στερεότερες κατασκευές, λόγω των βροχών και των ισχυρών ανέμων. Έτσι προσφορότερο κατάλυμα φαίνεται να ήταν οι σπηλιές.[22] Η ενδυμασία των μοναχών ήταν δηλωτική του σχήματος και για τους ασκητές περιλάμβανε τη μηλωτή, από δέρμα προβάτου, τη ζώνη, τον ανάβαλον και το κουκούλιον, τα οποία μαζί με την κουρά, απέκτησαν συμβολική σημασία και έγιναν ταυτόσημα με τελετή εισόδου στο μοναχισμό. Η ασιτία ήταν συχνό φαινόμενο για τους ασκητές, όμως κύριο στοιχείο της διατροφής τους ήταν το ψωμί και το νερό, αλλά και τα χόρτα, οι καρποί δένδρων και τα όσπρια.[23]

Στα μοναστήρια, είναι πλήρης η ταύτιση της προσευχής με όλες τις δραστηριότητες του μοναχού, ακόμη και σε χειρωνακτική εργασία, παρότι διάγει το μισό του βίο εντός του διακοσμημένου με πλουμιστές τοιχογραφίες ναού, με ποιητικές ψαλμωδίες και αίνους. Μετέχοντας στο βιωματικό τελετουργικό και κοινωνώντας των Αχράντων Μυστηρίων, σε μια πράξη ενώσεως με το Θεό, σκύβει ευλαβικά και με μετάνοιες ακουμπά τη γη, ενώ αισθάνεται την θελξικάρδια οσμή του λιβανιού.[24]

Η καθημερινότητά του, στα μοναστήρια και τα κοινόβια, ήταν μια συνεχής διαδοχή εργασίας, προσευχής και ξεκούρασης. Ο χρόνος μετά πρωινή έγερση ήταν αφιερωμένος στην προσωπική προσευχή του μοναχού, ακολουθούσε η συνάθροιση στο καθολικό της μονής, για τον Όρθρο και τις Ώρες, ενώ με το χάραμα ξεκινούσε η Θεία λειτουργία.[25]

Στη συνέχεια οι μοναχοί ξεκινούσαν για τις εργασίες τους, τα «διακονήματα», που εξυπηρετούσαν, εκτός από την ανάγκη του βιοπορισμού και πνευματικές ανάγκες. Σειρά είχε το μεσημεριανό γεύμα, στην Τράπεζα, όπου όλοι έτρωγαν σιωπηλοί γύρω από ένα μαρμάρινο ή πέτρινο τραπέζι, ενώ το τελετουργικό περιλάμβανε αναγνώσματα και ωδές, από το «διαβαστάρη» μοναχό. Οι μοναχοί αφού απολάμβαναν το λιτό γεύμα του ταπεινού «Τραπεζάρη» και μετά από μια σύντομη ιεροτελεστία, όπου ελάμβαναν την ευχή του Ηγουμένου, αποχωρούσαν για τις απογευματινές, κυρίως χειρωνακτικές, εργασίες. Επακολουθούσαν, μετά από ολιγόλεπτη ανάπαυση, ο Εσπερινός, το δείπνο και το Απόδειπνο, έως ότου επιστρέψει ο μοναχός στην ιεροπρεπή ησυχία του κελιού του, συντροφιά με την προσευχή και το κομποσχοίνι του.[26] Οι διάφορες εργασίες στις μεγαλύτερες μονές μοιράζονταν σε όλους, έτσι στο μαγκιπείον ή αρτοποιείον ήταν υπεύθυνος ο μάγκιψ ή αριστητήριος, για τα ζωα ο κτηνίτης ή βορδονάριος, για την τράπεζα ο τραπεζάριος, για τις προμήθειες σε τρόφιμα ο ορειάριος ή κελαρίτης, για τον ευπρεπισμό του ναού ο εκκλησιάρχης, για τις λειτουργίες ο επιστημονάρχης, για τη φύλαξη των σκευών ο σκευφύλαξ και για τα έγγραφα ο χαρτοφύλαξ.[27]

Η ακηδία, η στιγμιαία ή μόνιμη πλήξη και ανία, ήταν ο βασικός πειρασμός των μοναχών, την οποία καταπολεμούσαν με ανάγνωση και προσευχή, αλλά και διάφορα εργόχειρα, όπως πλέξιμο καλαθιών ή αγιογράφηση εικόνων προς πώληση.[28]

 

Ενότητα 3η: Οι πηγές για το κίνημα του μοναχισμού

 

Οι πηγές από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για το ζήτημα του μοναχισμού είναι κυρίως τα αγιολογικά κείμενα, η εκκλησιαστική ιστοριογραφία και τα μοναστηριακά τυπικά, είδη που πρωτοεμφανίστηκαν κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.[29]

Τα αγιολογικά κείμενα, αναφέρονται στο βίο, το έργο και τη διδασκαλία των αγίων, και διακρίνονται σε Μαρτύρια, Εγκώμια, Βίους Αγίων, Συλλογές θαυμάτων, Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου και Ψυχωφελείς ιστορίες. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στα τέσσερα τελευταία είδη κειμένων, καθώς τα Μαρτύρια καταγράφουν δραματικά τα πάθη και τους διωγμούς των χριστιανών και τα Εγκώμια είναι πανηγυρικοί ρητορικοί  λόγοι για το μαρτύριο ή το βίο ενός αγίου. Οι Βίοι των αγίων, βιογραφίες ιερών προσώπων που διήγαγαν ενάρετη ζωή, όπως ο Βίος του Μεγάλου Αντωνίου που αποδίδεται στον Άγιο Αθανάσιο επίσκοπο Αλεξανδρείας, διέσωζαν σημαντικότατες πληροφορίες. Ομοίως και οι Συλλογές θαυμάτων, ιστορίες ανθρώπων που σώθηκαν από ένα κακό ή θεραπεύθηκαν θαυματουργά από κάποια ασθένεια, είναι γεγονότα που διαδραματίζονταν σε κάποιο προσκύνημα. Τα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου και οι Ψυχωφελείς ιστορίες, η λεγόμενη και «λογοτεχνία της ερήμου», συνιστούν βασικό υλικό μελέτης του μοναστικού και αναχωρητικού βίου. Προερχόμενες από την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία, σκιαγραφούν τις ασκητικές μορφές των μοναχών στον καθημερινό τους βίο, παρά τις υπερβάσεις και τις υπερβολές.[30]

Η εκκλησιαστική ιστοριογραφία, αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη γνώση του βίου και το ρόλο των εκκλησιαστικών λειτουργών, τη λατρευτική ζωή των χριστιανών και των μοναχών, αλλά και τις διαμάχες με τους εθνικούς, ενώ πρωτουργός και πατέρας της υπήρξε ο Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας. Ως απάντηση στην ιστοριογραφία των εθνικών, στη θεματολογία της εμπεριέχονται γεγονότα σταθμοί της χριστιανικής πίστης, οι διωγμοί, οι σύνοδοι, το κίνημα του αναχωρητισμού και οι διαμάχες, ενώ ως αφηγηματικό άξονα είχε τις πράξεις ευσεβών αυτοκρατόρων.[31]

Αξιολογότατη πηγή, για την έρευνα του τρόπου ζωής των μοναχών στις μονές και τα κοινόβια, αποτελούν τα κτητορικά τυπικά, τα οποία συνέγραφαν οι κτήτορες των μονών ή οι ιδρυτές των κοινοβίων, προσδίδοντας νομική υπόσταση, δημιουργώντας έναν ξεχωριστό, καινούριο κανονισμό λειτουργίας, με γνώμονα την προσωπική τους λογική. Η αντίληψη αυτή αντικατοπτρίζει τον ατομοκεντρική φύση του βυζαντινού μοναστηριού. Τα μοναστηριακά Τυπικά καταγράφουν την καθημερινότητα και την διαβίωση στα βυζαντινά κοινόβια και τις μονές, επιπλέον όμως εμπεριέχουν σημαντικότατα στοιχεία για τα ήθη, τα έθιμα και το βίο ολόκληρης της βυζαντινής κοινωνίας. Εξήντα περίπου τον αριθμό σωζόμενα Τυπικά υπάρχουν στις μέρες μας, εκ των οποίων σημαντικότερα κρίνονται, πρώτο του Αγίου Σάββα, ο οποίος ίδρυσε την ομώνυμη λαύρα στην Παλαιστίνη, συντάχθηκε τον 6ο αιώνα και έχει καθαρά λειτουργικό περιεχόμενο, δεύτερο του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, των αρχών του 9ου αιώνα και το ποίο αποτέλεσε πρότυπο των ρωσικών μονών και τρίτο, της μονής της Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη, του 12ου αιώνα, με πλουσιότατες πληροφορίες.[32]

 Συμπεράσματα

Ο μοναχισμός έλκει την καταγωγή του στους Αποστολικούς χρόνους, όμως η εμφάνισή του σε κινηματική μορφή ανάγεται στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα περίπου.

Η εκδήλωσή του εντοπίζεται σε μια σειρά από αίτια, όπως οι διωγμοί που υπέστησαν οι χριστιανοί από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ή κάποια ευτελή κίνητρα, όπως η αποφυγή της φορολόγησης ή της στράτευσης. Όμως δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν οι υψηλές διδαχές των ευαγγελίων και οι παραδειγματικοί βίοι των αρχαίων Προφητών, που αναμφίβολα συνετέλεσαν και συμβάλλουν ως σήμερα στην ενίσχυση της πνευματικής ορμής, με απώτερο σκοπό την απαλλαγή από την περιφρονημένη πολυτάραχη θάλασσα του γήινου βίου και την τελική πλεύση σ’ ένα εύδιο ουράνιο λιμένα.[33]

Ο ασκητικός και ο κοινοβιακός μοναχισμός ήταν τα δύο κύρια είδη του μοναχισμού, ενώ τα κοινόβια και οι λαύρες είναι οι δύο αρχικοί τύποι μονών. Οι μοναχοί διοικούνται από τον ηγούμενο της μονής, ενώ μοιράζονται τις εξ ίσου τα διακονήματα.

Τα Αγιολογικά κείμενα, η εκκλησιαστική ιστοριογραφία και τα μοναστηριακά τυπικά, είναι οι κύριες πηγές άντλησης πληροφοριών για το κίνημα του μοναχισμού και εν γένει το μοναστικό βίο.


Βιβλιογραφία

 

·       Ευθυμιάδης, Στ. 2001. «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος». Στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τομ. Β΄: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο. Πάτρα: 205-274.

·       Ζίας, Ν. 1999α. «Ο Ορθόδοξος μοναχισμός». Στο Μοναστήρια της Εγνατίας οδού. Πολιτισκός – τουριστικός οδηγός. Τομ. 1: Ήπειρος – Δυτική Μακεδονία – Νότια Αλβανία. Υπουργείο Πολιτισμού: 11-12.

·       Ζίας, Ν. 1999β. «Η μοναστηριακή τέχνηΟ Ορθόδοξος μοναχισμός». Στο Μοναστήρια της Εγνατίας οδού. Πολιτισκός – τουριστικός οδηγός. Τομ. 1: Ήπειρος – Δυτική Μακεδονία – Νότια Αλβανία. Υπουργείο Πολιτισμού: 13-15.

·       Μέγεντορφ, Ι., 2012. «Ορθόδοξος μοναχισμός» Πεμπτουσία

      (https://www.pemptousia.gr/2012/03/orthodoxos-monachismos).

·       Kουντούρα-Γαλάκη, Ε., 1996. Ο βυζαντινός κλήρος και η κοινωνία των «σκοτεινών αιώνων», εκδ. Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα.

·       Λάσκαρις, Α., 1874. Επίτομος εκκλησιαστική ιστορία, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, Τεύχος Β΄, Κωνσταντινούπολις.

·       Ράγια, Ε., 2008. Λάτρος. Ένα άγνωστο μοναστικό κέντρο στη δυτική Μικρά Ασία, με λεπτομερή σχολιασμό των εγγράφων της μονής Θεοτόκου του Στύλου. Θεσσαλονίκη.

·       Χρυσοχοίδης, Κ., 1999. «Ιστορικό διάγραμμα του Ορθόδοξου μοναχισμού». Στο Μοναστήρια της Εγνατίας οδού. Πολιτισκός – τουριστικός οδηγός. Τομ. 1: Ήπειρος – Δυτική Μακεδονία – Νότια Αλβανία. Υπουργείο Πολιτισμού: 16-21.

 Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



[1] Ευθυμιάδης, 2001: 213.

[2] Ευθυμιάδης, 2001: 213.

[3] Ευθυμιάδης, 2001: 214-231.

[4] Λάσκαρις, 1874: 28.

[5] «…ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, [….] καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.»: Ματθ. ΙΘ΄, 21.

[6] Λάσκαρις, 1874: 28.

[7] Λάσκαρις, 1874: 144-145.

[8] Λάσκαρις, 1874: 30.

[9] Λάσκαρις, 1874: 145.

[10] Kουντούρα - Γαλάκη, 1996: 174-176.

[11] Χρυσοχοίδης, 1999: 17.

[12] Χρυσοχοίδης, 1999: 18

[13] Ευθυμιάδης, 2001: 230.

[14] Λάσκαρις, 1874: 27-28.

[15] Ευθυμιάδης, 2001: 214.

[16] Ζίας, 1999α: 11.

[17] Ευθυμιάδης, 2001: 240.

[18] Ράγια, 2008: 44.

[19] Μέγεντορφ, 2012: 130-134.

[20] Ζίας, 1999α: 11.

[21] Λάσκαρις, 1874: 28.

[22] Ευθυμιάδης, 2001: 232.

[23] Ευθυμιάδης, 2001: 235.

[24] Ζίας, 1999α: 11-12.

[25] Ζίας, 1999α: 12.

[26] Ζίας, 1999α: 12.

[27] Ευθυμιάδης, 2001: 239.

[28] Ευθυμιάδης, 2001: 236.

[29] Ευθυμιάδης, 2001: 225.

[30] Ευθυμιάδης, 2001: 226.

[31]Ευθυμιάδης, 2001: 227.

[32] Ευθυμιάδης, 2001: 227.

[33] Λάσκαρις, 1874: 28.

ΕΛΠ20- 4η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.


Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη