«Η Δύση και η Ανατολή του Γιάννη Τσαρούχη»

 «Η Δύση και η Ανατολή του Γιάννη Τσαρούχη»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

«Υπήρχαν δύο μουσικές, δύο τρόποι να ντύνονται οι άνθρωποι,

δύο τρόποι να χορεύουν και να τραγουδούν, δύο τρόποι να φέρονται.

Υπήρχε η Δύση και η Ανατολή».

Γιάννης Τσαρούχης[1]


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 

Ενότητα 1η:. Ο Γιάννης Τσαρούχης 

Ενότητα 2η: Ο «Σκεπτόμενος» 

Ενότητα 3η: «Δρόμος κοντά στο τελωνείο του Πειραιά» 

Ενότητα 4η: Η αλόγιστη καταστροφή νεοκλασικών κτισμάτων 

Συμπέρασμα 

Βιβλιογραφία 

Ιστογραφία  

Παράρτημα εικόνων . 

Εισαγωγή

Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), μια εξαιρετική, πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα της Ελλάδας του 20ου αιώνα, άφησε φεύγοντας ανεξίτηλο στίγμα, με το τεράστιο έργο του και την πνευματική του πορεία.

Η παρούσα εργασία πραγματεύεται δύο καλλιτεχνικές περιόδους του Γιάννη Τσαρούχη. Η πρώτη ενότητα, αναφέρεται στη ζωή και το έργο του μεγάλου ζωγράφου, στην δεύτερη περιγράφεται, αναλύεται και σχολιάζεται η τεχνοτροπία του έργου ο «Σκεπτόμενος» (1936) και στην τρίτη ενότητα εξετάζεται το έργο του «Δρόμος Κοντά στο Τελωνείο του Πειραιά» (1975), διατυπώνεται η σχέση του με τη δυτικοευρωπαϊκή ζωγραφική και σχολιάζεται η αναπαράσταση της ελληνικής πραγματικότητας και το αστικό τοπίο του Πειραιά. Τέλος στην τέταρτη και τελευταία ενότητα, παραθέτουμε την άποψη του ζωγράφου για την απώλεια νεοκλασικών αρχιτεκτονικών έργων τέχνης στην περίοδο της εντατικής οικοδόμησης μέσω αντιπαροχών και εξάγουμε συμπεράσματα για τις πραγματικές συνέπειες αυτής της καταστροφής.

 Ενότητα 1η:. Ο Γιάννης Τσαρούχης

Εικόνα 1: Ο Γιάννης Τσαρούχης

Ο Γιάννης Τσαρούχης (εικ.1) γόνος αστικής οικογένειας, γεννήθηκε σ’ ένα νεοκλασικό σπίτι του Πειραιά το 1910, φέροντας ως το τέλος της ζωής του τα ίχνη του αστικού περιβάλλοντος στο οποίο ανατράφηκε.[2] Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου (1928-34), με δασκάλους τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Σπυρίδωνα Βικάτο και Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ μαθήτευσε στον Φώτη Κόντογλου, ζωγράφο και αγιογράφο, επίλεκτο μέλος της γενιάς του ’30.[3]

Εντυπωσιασμένος από το κήρυγμα του Κόντογλου για τη βυζαντινή και ορθόδοξη παράδοση, ο Τσαρούχης εισέρχεται στη σχολή με διαβατήριο «το εκκλησάκι στην αρχαία αγορά» και την σκηνογραφία για τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, ενώ συναντιέται με τη βυζαντινή αγιογραφία κάτι που καθορίζει την καλλιτεχνική του αντίληψη.[4] Ο νεαρός μαθητής εγκαταλείπει το δάσκαλό του για μια «κούρα αποτοξίνωσης» στη σχολή του Σαλβαντόρ Νταλί, μεταβαίνοντας στο Παρίσι το 1935, μελετά το Λούβρο, γνωρίζει τον εκδότη-τεχνοκριτικό Τεριάντ (Στρατή Ελευθεριάδη) στο σπίτι του οποίου πρωτοβλέπει έργα του Θεόφιλου, εντυπωσιάζεται από τον Πικάσο, τον Τζιακομέτι και τον Ματίς, από τον οποίο επηρεάζεται καθοριστικά.[5] Ο καραγκιοζοπαίχτης Σωτήρης Σπαθάρης τον μυεί στην προετοιμασία των χρωμάτων με ψαρόκολλα, τεχνική που θα ενστερνιστεί αργότερα.[6]

Πολέμησε στο Αλβανικό έπος και ήταν ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός» με το  Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Νίκο Νικολάου και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Παιδί-θαύμα εκθέτει στα δεκαοχτώ στο «Άσυλο Τέχνης» του Νίκου Βέλμου, πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση με 38 έργα στην Αθήνα, ενώ το 1951 εκθέτει 42 έργα του σε Παρίσι και Λονδίνο, το 1952 στο Βρετανικό Συμβούλιο, το 1966 στη γκαλερί Άστορ, το 1981 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στο «Grand Palais» του Παρισιού (1980), εκθέτει με τον «Αρμό», συμμετέχει στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1955) και της Βενετίας (1958) και το 1981 στη μεγάλη αναδρομική έκθεση (1928-81) 157 έργων του, στο «Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης».[7]

Από το 1928 ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία, την οποία δίδαξε στη Σχολή Δοξιάδη, συνεργάστηκε με Εθνικό Θέατρο, Λυρική Σκηνή, Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Covent Garden του Λονδίνου, Dallas Civic Opera του Τέξας, Theatre National Populaire του Παρισιού, Teatro Olympico της Βιτσέντζα και με σημαντικούς Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, όπως Μαρία Κάλλας, Κατίνα Παξινού, Αλέξη Μινωτή, Μιχάλη Κακογιάννη, Jules Dassin και Franco Zeffirelli, εικονογράφησε βιβλία, έγραψε και δημοσίευσε πλήθος συγγραμμάτων και κριτικών.[8]

Ο Τσαρούχης, πέθανε στις 20 Ιουλίου 1989 στην Αθήνα.

  

Ενότητα 2η: Ο «Σκεπτόμενος»

Εικόνα 2: Ο «Σκεπτόμενος»

 Ο «Σκεπτόμενος» (εικ.2) του Γιάννη Τσαρούχη είναι για τον ίδιο «καταστάλαγμα της ζωγραφικής» για τους δημιουργούς εκείνους που αποφεύγουν την  προοπτική.[9] Το έργο ανήκει στην περίοδο του «Ελληνοκεντρικού Μοντερνισμού» και στην δεύτερη περίοδο του καλλιτέχνη (1935-1965), όπου οι μορφές είναι επηρεασμένες από τη ζωγραφική του Ματίς και τη λαϊκή τέχνη του Καραγκιόζη, κατά την οποία ζωγραφίζει με «χρωματική» ή «ανατολίτικη» τεχνοτροπία, άλλως «ανατολίτικο εξπρεσιονισμό»,[10] με το χρώμα να προσλαμβάνει «αυτόνομη εκφραστική αξία» και κυρίαρχη δράση, μακριά από εξαναγκασμό ρεαλιστικής απεικόνισης, καθώς οι δύο πόλοι που προσπαθεί να συνταιριάξει είναι μοντερνισμός και παράδοση, η τεχνική του Ματίς και η τέχνη του θεάτρου σκιών, στις οποίες ο Τσαρούχης εντοπίζει μορφολογική ταυτότητα και κοινή ανατολίτικη καταγωγή.[11]

 Κλασικό γνώρισμα του μοντέρνου στιλ του «Σκεπτόμενου» είναι η αλόγιστη σχέση με το περιβάλλον, καθώς είναι «υπερμεγέθης», το έργο σχεδιάζεται με έντονα περιγράμματα και είναι επίπεδο, χωρίς σκοπό για προοπτική απεικόνιση, όπως τα υπόλοιπα μοτίβα του.[12]

Ο πίνακας που φιλοτεχνήθηκε το 1936, με χρωστικές σκόνες και ζωική κόλλα σε χαρτί, διαστάσεων 139,2 x 87,4 εκ.,[13] αναπαριστά την μορφή ενός νέου άνδρα που φορά μπλε ριγέ κουστούμι και κάθετε σε καρέκλα καφενείου, ο οποίος στο δεξί του χέρι κρατά αναμμένο τσιγάρο ακουμπώντας στο γόνατό του και με το αριστερό χέρι στηρίζει το πηγούνι του. Είναι προφανώς η προσωπογραφία ενός τυπικού μικροαστού της εποχής, ο οποίος αποδίδεται στην κλασική στάση του «σκεπτόμενου», ενώ δίπλα του υπάρχει μια ψηλή τρίποδη ανθοστήλη με κόκκινα-ροζ λουλούδια στο ανθοδοχείο, πιθανώς τριαντάφυλλα και στο πάτωμα εμφανίζονται πλακάκια με μαιάνδρους.

Μνημειακή είναι η παρουσίαση του εικονιζόμενου χωρίς φωτοσκιάσεις και λεπτομέρειες, με αδρά περιγράμματα και βαρύ τονισμό, απεικόνιση με απλές γραμμές και αλληλουχία θερμών και ψυχρών χρωμάτων.[14] Τέτοιου είδους αίσθηση συνδέεται με το ύφος του εικονιζόμενου που θυμίζει «φωβιστικά πορτρέτα» των Ανρί Ματίς και Αντρέ Ντεραίν και με τις αρχές της τεχνοτροπίας της μετωπικότητας, όπως και της τυποποίησης των ατομικών χαρακτηριστικών, βάζοντας στοιχεία λαϊκής τέχνης στο εκφραστικό κομμάτι της δημιουργίας,[15]καθώς ο καλλιτέχνης, βαθιά επηρεασμένος από την βυζαντινή τέχνη, αποδίδει στη μορφή κάτι από βυζαντινές αγιογραφίες, με μάτια που κοιτάζουν το θεατή κατάματα και αίσθημα χώρου που επιτυγχάνεται χρωματικά, σ’ ένα συνδυασμό βυζαντινής παράδοσης και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας.

Η ευπλαστότητα της φιγούρας του «Σκεπτόμενου» αποδίδεται με αλλιώτικες αποχρώσεις του μπλε σε διαφορετικά σημεία του κουστουμιού και με άλλου είδους τεχνικές, όπως μια μαύρη πινελιά στον δεξί ώμο του, που δεν τον ορίζει αλλά τον καλύπτει, επιφέροντας έτσι μια πιθανή αίσθηση όγκου, η επιφάνεια «ζωογονείται» με έντονα χρωματικά επίπεδα που αποδίδουν επιτυχώς τον όγκο, ενώ «ενορχηστρώνεται» με τα βασικά χρώματα, κόκκινο, κίτρινο, μπλε και με πρόσθετα το άσπρο, το μαύρο και την ώχρα.[16]

Τα μεγάλα χέρια του «Σκεπτόμενου», καταδεικνύουν την φιλεργία, τη σωματική ρώμη και την μεγαλοδωρία του λαϊκού ανθρώπου κι όχι την κακομορφία όπως οι «εκφραστικές παραμορφώσεις» των Γερμανών «εξπρεσιονιστών».[17]

Η αντίθεση μεταξύ της προφανώς γνωστής «ερωτικής σωματικότητας» και του έμμεσα μελαγχολικού ύφους των μορφών, θεατή από την σειρά των «σκεπτόμενων» του ’30, συνιστά πλέον συνεχές συστατικό  εκφραστικού περιεχομένου στο συνολικό έργο του καλλιτέχνη.[18]

Ο ίδιος έδωσε με σκωπτική διάθεση στο έργο του τον τίτλο ο «Στοχαστής» ή «Σκεπτόμενος», υποδηλώνοντας ένα «αντίθετο αίσθημα» σε σχέση με τον «Σκεπτόμενο» του Ωγκύστ Ροντέν, που σχετίζεται μ’ έναν διαφορετικό κόσμο.[19]

Ενότητα 3η: «Δρόμος κοντά στο τελωνείο του Πειραιά»


Εικόνα 3: «Δρόμος κοντά στο τελωνείο του Πειραιά»

Η τρίτη περίοδος του Τσαρούχη, είναι εκείνη της επιστροφής σε ευρωπαϊκά πρότυπα άλλων εποχών, υπό το πρίσμα της βυζαντινής ζωγραφικής (νατουραλισμός, 1966-80) και γύρω στα 1970 αισθάνεται ελεύθερος να ακολουθήσει την αρέσκειά του και την επαναστατική του διάθεση.[20] Ειδοποιός διαφορά του μεταπολεμικού σταδίου είναι η μετακίνηση των «ελληνοκεντρικών μοντερνιστών» όπως ο Τσαρούχης, σε ολοένα και λιγότερο εθνοκεντρικό λεξιλόγιο, με κατεύθυνση την εξέλιξη και το παρελθόν της δυτικής τέχνης.[21]

Ο Τσαρούχης αναζητώντας την εξέλιξη της παράδοσης στην ζωγραφική, διατρέχει την διαδρομή της δυτικής τέχνης μετά την Αναγέννηση καταφεύγοντας σ’ ένα «ιστορικό ορίζοντα προτύπων» με αφετηρία την «πομπηιανή ζωγραφική», επικεντρωμένος στην σιλουέτα νεαρών λαϊκών ανδρών, αναπτύσσοντας παράλληλα ποικιλία εκφραστικών μέσων, προσδίδοντας πρωτοποριακό  ιστορικό βάθος.[22]

Με χρωματική γκάμα περιορισμένη και δουλεμένη σε χαμηλούς τόνους, ώχρα, λαδί, σέπια, θαλασσί, αντιστοιχίζει την αντανάκλαση φωτός στην αυχμηρή γη, αργότερα σε φανταστικά τοπία προσθέτει παστέλ ροζ και θαλασσιά[23] και στα έργα του 1960-70  ώχρα, γκρίζο, λευκό και χοντροκόκκινο.

Το σημαντικό έργο του Γιάννη Τσαρούχη, η τοπιογραφία εκ του φυσικού «Δρόμος κοντά στο Τελωνείο του Πειραιά» (εικ.3), φιλοτεχνημένο το 1975, αποδίδει με τρισδιάστατη απεικόνιση το χώρο και αναπαριστά σε πρώτο επίπεδο μια σειρά από νεοκλασικά κτίρια, μια οπτική της οδού Ευπλοίας στον Πειραιά, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην παλιά συνοικία των Υδραίων. Στα δεξιά του πίνακα απεικονίζονται οι παλιές κρατικές αποθήκες του τελωνείου στη γωνία των οδών Ευπλοίας και Άγιου Νικολάου, από τα ωραιότερα και αρχαιότερα κτίρια του Πειραιώς που αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα νεοκλασικισμού, με αρμονικές αναλογίες και κατασκευή από πωρόλιθο που αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη.[24]     Αποτυπώνονται ακόμη, τριγωνικό αέτωμα στην κεντρική πύλη, τρεις πλαϊνές είσοδοι με σκαλιά, παραλληλόγραμμα κάτω παράθυρα, ημικυκλικά άνω και κυκλικοί αεραγωγοί. Αριστερά εμφανίζονται χαρακτηριστικά νεοκλασικά σπίτια με αυλόπορτες, σε απαλούς γήινους χρωματισμούς, τα δύο πρώτα φέρουν ακροκέραμα σε διάταξη, το διώροφο διαθέτει μπαλκόνια με λαξευτά φουρούσια και ιστό σημαίας, ενώ μπροστά τους υπάρχει τηλεγραφόξυλο. Στο βάθος δεξιά απεικονίζεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου η οποία φέρει ιστό σημαίας, απέναντί της φαίνονται μικρότερα, πιθανόν προσφυγικά καταλύματα και στο βάθος αχνοφαίνεται η θάλασσα, πιθανότατα και καπνοί πλοίων από το παρακείμενο λιμάνι, πράγμα που υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία. Σε λίγες μόνο περιπτώσεις παρόμοιων έργων του Τσαρούχη υπάρχει στο δρόμο κάποιος άνθρωπος, ενώ η ανθρώπινη παρουσία υποβάλλεται συχνά από τον καπνό στις καπνοδόχους.[25]

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές του ίδιου θέματος, με πρώτη εκείνη του 1964 και τίτλο «Αποθήκαι Κεράνη» ή «Αποθήκες του παλιού Τελωνείου Πειραιά», νερομπογιά σε χαρτί 21,5Χ30,5 εκ., (Συλλογή Α.Γ.Ε.Τ. Ηρακλής) και τελευταία «Δρόμος κοντά στο Τελωνείο του Πειραιά» (1975), λάδι σε πανί 0,92Χ1,32 μ. (Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή).

 Ενότητα 4η: Η αλόγιστη καταστροφή νεοκλασικών κτισμάτων


Εικόνα 4: «Καφενείο Παρθενών» στην Αθήνα, λάδι σε πανί, 0,90x1,30, ιδιωτική συλλογή.

Πόλη μυθική για τον Τσαρούχη ο Πειραιάς των παιδικών του χρόνων, με τα όμορφα νεοκλασικά σπίτια με αετώματα, κορινθιακούς θριγκούς, αγάλματα και περιστύλια, αυλές με φοίνικες, τους λόφους και τη θάλασσα σ’ απογευματινά χρώματα, σαν να 'ταν βγαλμένα από φανταστικά τοπία του Γάλλου ζωγράφου Κλωντ Λωραίν.[26] Τα έργα του Τσαρούχη της δεκαετίας 50 και 60 που έχουν ως θεματολογία τα νεοκλασικά κτίσματα και καφενεία, θεωρούνται ως προσωπική διαμαρτυρία για το γκρέμισμα νεοκλασικών σπιτιών και την καταστροφή της νεοελληνικής πολιτιστική παράδοσης.[27] Χαρακτηριστικό του πως αντιμετώπιζε ο Τσαρούχης την καταστροφή των νεοκλασικών κτηρίων την πόλης είναι το γεγονός πως τα πρώτα έργα που ζωγράφισε στο «νεοκλασικό» του ύφος ήταν νεοκλασικά κτίρια, κυρίως καφενεία, επιτυγχάνοντας πλήρη αρμονική ταύτιση μορφής (νεοκλασική γραμμική, κιάρο-σκούρο) και περιεχομένου.[28]

Το τέλος του νεοκλασικισμού στην Ελλάδα επέρχεται με τον απαράδεκτο αφανισμό δεκάδων νεοκλασικών κτιρίων, με συνέπεια την απώλεια μνημείων αρχιτεκτονικού πλούτου, κυρίως την εποχή της αντιπαροχής, όταν επικρατεί το κοντόφθαλμο συμφέρον μέσα από νέου τύπου κατασκευές με το νέο τότε υλικό του «οπλισμένου σκυροδέματος» (μπετόν αρμέ).

Οφείλουμε λοιπόν να συμφωνήσουμε αβίαστα με την άποψη του Τσαρούχη πως θα έπρεπε να επιλεγεί μια διαφορετική λύση την εποχή εκείνη αντί της εύκολης και καταστροφικής για την αρχιτεκτονική τέχνη αλλά και το οικιστικό περιβάλλον της πόλης, ο οποίος πίστευε πως έπρεπε να διατηρηθεί η άνεση του νευραλγικού κέντρου του αστικού ιστού και να κτιστούν ψηλότερα κτίρια περιφερειακά, οριοθετώντας τα μάλιστα κατά μήκος των γραμμών του τραίνου.[29]

Αδήριτη επίσης η ανάγκη να διασωθούν τα εναπομείναντα ιστορικά νεοκλασικά σύνολα της χώρας που κινδυνεύουν, ακόμη και σε μια εποχή οικοδομικής στασιμότητας.

Συμπέρασμα

Ο Τσαρούχης από κάθε άποψη υπήρξε «ετερόδοξος», καλλιτεχνικά, πολιτικά ή ερωτικά, ενώ σ’ όλη του τη ζωή πήγαινε κόντρα στο ρεύμα και με την καταλυτική παρουσία του αισθησιασμού του έδωσε μια από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές δημιουργίες του 20ου αιώνα.[30]

 

Εικόνα 5: Ναύτης που διαβάζει, Γιάννης Τσαρούχης 1980. Ιδιωτική συλλογή.

 

Βιβλιογραφία

  • Δασκαλοθανάσης Ν., Κωτίδης Α., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Τόμος Γ, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
  • Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, τόμος 12ος, εκδ. «ΔΟΜΗ», Αθήνα, 1975.
  • Κωτίδης Αντώνης, Μοντερνισμός και παράδοση στην ελληνική μεταπολεμική και σύγχρονη τέχνη - Ζωγραφική, Γλυπτική, Αρχιτεκτονική: 1940 -2010, University Studio Press, 2011.
  • Λουκάκη Αργυρώ, «Πειραιάς: ιδανική εκδοχή του αστικού τοπίου στη ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη», στο «Πειραιάς Ιστορία και Πολιτισμός, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Επιστημονικό Συμπόσιο 10 - 11 Νοεμβρίου 2000», Πειραιάς 2009.
  • Μπόλης Γιάννης, «Γιάννης Τσαρούχης, Ο αισθησιακός», επιμέλεια: Παρασκευή Κατημερτζή, Μαίρη Αδαμοπούλου, ζωγραφική: Γιάννης Τσαρούχης, επιμέλεια σειράς: Πέγκυ Κουνενάκη, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2009.
  • Τσαρούχης Γιάννης, Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2000.
  • Φλώρου Ειρήνη, «Γιάννης Τσαρούχης-Η Ζωγραφική και η Εποχή του», Λιβάνης, Αθήνα, 1999.
  • Σαββάκης Αλέξης, επιμ., «Τα παιδικά χρόνια, η ζωή του στην οδό Λουκά Pάλλη και οι δεσμοί του με τον Πειραιά», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Ο Έλλην ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του μεγάλου δημιουργού και στοχαστή.», Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 1993.
  • Χατζηνικολάου Νίκος, Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, «Γιάννης Τσαρούχης, Ο θρίαμβος ενός ετερόδοξου», στο Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Πρόσωπα του 20ου αιώνα: Έλληνες που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα», αφιέρωμα «Τα Νέα», 28/1/00, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 2000.

 Ιστογραφία

  • Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου - Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη, Τσαρούχης Γιάννης (1910 Πειραιάς-1989 Αθήνα), στο http://www.nationalgallery.gr, προσπ. 4/3/2015.
  • Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, «Ο Σκεπτόμενος, 1936», στο http://www.tsarouchis.gr, προσπ. 7/3/2015.

 Παράρτημα εικόνων

  • Εικόνα 1: Ο Γιάννης Τσαρούχης, Μπόλης Γιάννης, «Γιάννης Τσαρούχης, Ο αισθησιακός», επιμέλεια: Παρασκευή Κατημερτζή, Μαίρη Αδαμοπούλου, ζωγραφική: Γιάννης Τσαρούχης, επιμέλεια σειράς: Πέγκυ Κουνενάκη, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2009, σ.116.
  • Εικόνα 2: Ο «Σκεπτόμενος» του Γιάννη Τσαρούχη, Μπόλης Γ., ό.π., σ. 27.
  • Εικόνα 3: «Δρόμος κοντά στο τελωνείο του Πειραιά» του Γιάννη Τσαρούχη, Μπόλης Γ., ό.π., σ. 75.
  • Εικόνα 4: Το «Καφενείο Παρθενών» στην Αθήνα, του Γιάννη Τσαρούχη Μπόλης Γ., ό.π., σ. 60.
Εικόνα 5: «Ναύτης που διαβάζει», Γιάννης Τσαρούχης 1980. Ιδιωτική, συλλογή. Ανακτ. στο https://www.pinterest.com, προσπ. 4/3/2015.

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.




[1] Τσαρούχης Γ., Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2000, σ. 24.

[2] Χατζηνικολάου Νίκος, Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, «Γιάννης Τσαρούχης, Ο θρίαμβος ενός ετερόδοξου», στο Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Πρόσωπα του 20ου αιώνα: Έλληνες που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα», αφιέρωμα «Τα Νέα», 28/1/00, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 2000, σελ. 518.

[3] Χατζηνικολάου Νίκος, ό.π. σελ. 518.

[4] Φλώρου Ειρήνη, «Γιάννης Τσαρούχης-Η Ζωγραφική και η Εποχή του», Λιβάνης, Αθήνα, 1999.

[5] Χατζηνικολάου Νίκος, ό.π. σελ. 518.

[6] Μπόλης Γιάννης, «Γιάννης Τσαρούχης, Ο αισθησιακός», επιμ: Π.Κατημερτζή, Μ.Αδαμοπούλου, ζωγραφική: Γιάννης Τσαρούχης, επιμέλεια σειρ.: Π.Κουνενάκη, Δ.Ο.Λ., 2009, σελ. 118.

[7] Χατζηνικολάου Νίκος, ό.π. σελ. 518.

[8] Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου - Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη, Τσαρούχης Γιάννης(1910 Πειραιάς-1989 Αθήνα), στο http://www.nationalgallery.gr, προσπ. 4/3/2015.

[9] Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, «Ο Σκεπτόμενος, 1936», ανακτ.  http://www.tsarouchis.gr, προσπ. 7/3/2015.

[10] Φλώρου Ειρήνη, ό.π., σελ. 167.

[11] Μπόλης Γιάννης, ό.π., σελ. 31.

[12] Δασκαλοθανάσης Ν., Κωτίδης Α., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Τόμος Γ, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 162.

[13] Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, ό.π., προσπ. 7/3/2015.

[14] Δασκαλοθανάσης Ν., ό.π., σελ. 90.

[15] Δασκαλοθανάσης Ν., ό.π., σελ. 90.

[16] Φλώρου Ειρήνη, ό.π., σελ. 53.

[17] Φλώρου Ειρήνη, ό.π., σελ. 59.

[18] Κωτίδης Αντώνης, ό.π., σελ. 43.

[19] Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, ό.π., προσπ. 7/3/2015.

[20] Φλώρου Ειρήνη, ό.π., σελ. 167.

[21] Δασκαλοθανάσης Ν., ό.π., σελ. 108.

[22] Κωτίδης Αντώνης, Μοντερνισμός και παράδοση στην ελληνική μεταπολεμική και σύγχρονη τέχνη - Ζωγραφική, Γλυπτική, Αρχιτεκτονική: 1940 -2010, University Studio Press, 2011, σελ. 43.

[23] Λουκάκη Αργυρώ, «Πειραιάς: ιδανική εκδοχή του αστικού τοπίου στη ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη», στο «Πειραιάς Ιστορία και Πολιτισμός, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Επιστημονικό Συμπόσιο 10 - 11 Νοεμβρίου 2000», Πειραιάς 2009, σελ. 244.

[24] Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 12ος, εκδ. «ΔΟΜΗ», Αθήνα, 1975, σελ. 450.

[25] Φλώρου Ειρήνη, ό.π., σελ. 334.

[26] Σαββάκης Αλέξης, επιμ., «Τα παιδικά χρόνια, η ζωή του στην οδό Λουκά Pάλλη και οι δεσμοί του με τον Πειραιά», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Ο Έλλην ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του μεγάλου δημιουργού και στοχαστή.», Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 1993, σελ. 6.

[27] Φλώρου Ειρήνη, ό.π., σελ. 223.

[28] Φλώρου Ειρήνη, ό.π., σελ. 223.

[29] Λουκάκη Αργυρώ, ό.π., σελ. 245.

[30] Χατζηνικολάου Νίκος, ό.π. σελ. 522.

ΕΛΠ12- 3η 2014-2015


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη