«Πολιτικές, διπλωματικές εξελίξεις και αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων»

 

Εικόνα 1: Η επιστράτευση άρχισε τα μεσάνυχτα της 17ης Σεπτεμβρίου 1912. Στην εικόνα επιστρατευμένοι παρελαύνουν μπροστά από το ναό του Ολυμπίου Διός (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη).

«Πολιτικές, διπλωματικές εξελίξεις και αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων»

*Δημήτρης Β. Καρέλης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 

1η Ενότητα: Πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις που προηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) 

2η Ενότητα: Πώς το αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων άλλαξε τη γεωγραφική έκταση και την πληθυσμιακή σύνθεση του ελληνικού κράτους 

Βιβλιογραφία 

Εισαγωγή

Στην παρούσα εργασία παρουσιάζουμε  τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις που προηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και το πώς το αποτέλεσμα αυτών των Πολέμων άλλαξε τη γεωγραφική έκταση και την πληθυσμιακή σύνθεση του ελληνικού κράτους.

1η Ενότητα: Πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις που προηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913).

Σε μια ταραγμένη περίοδο, οι πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις που προηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) υπήρξαν καταιγιστικές και οδήγησαν σε μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα από το 1903 ως το 1908 η Τουρκική διπλωματία εκμεταλλευόταν τον οξύ ανταγωνισμό και την αδυναμία συνεννόησης των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που ως «μεταρρυθμιστές» είχαν επιλέξει ο καθένας την περιοχή που τον ενδιέφερε: Οι Αυστριακοί τα Σκόπια, οι Ιταλοί το Μοναστήρι, τη Φλώρινα και την Καστοριά, οι Ρώσοι την Κεντρική Μακεδονία, οι Γάλλοι τις Σέρρες και οι Άγγλοι τη Δράμα και την Καβάλα, ενώ οι Τούρκοι στρεφόταν ολοένα και περισσότερο κατά των Ελλήνων, καθώς οι Βούλγαροι είχαν εξασθενήσει.[1]

Το Νεοτουρκικό κίνημα που επέβαλλε την επαναφορά του Συντάγματος του 1876, πραγματοποιήθηκε στη Μακεδονία και μάλιστα εσπευσμένα, τον Ιούνιο του 1908 από αξιωματικούς κυρίως του τρίτου Οθωμανικού Σώματος Στρατού, καθώς επιχειρούταν η διάβρωση της οργάνωσης και οι Μεγάλες δυνάμεις σχεδίαζαν να επέμβουν δυναμικά για να δώσουν λύση στην Μακεδονική περιπλοκή, με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών να προτείνει το 1908 την αυτονόμηση της Μακεδονίας ενώ στο Ρεβάλ θα συναντιόνταν οι μονάρχες της Ρωσίας και της Αγγλίας για να συζητήσουν το μέλλον αυτού του κομματιού της οθωμανικής επικράτειας.[2]

Το κίνημα των Νεότουρκων έδωσε την ευκαιρία στη Βουλγαρία να ανακηρύξει τον Οκτώβριο του 1908 την ανεξαρτησία της από την Τουρκική επικυριαρχία, παρά τη συνθήκη του Βερολίνου και η Αυστρία προσάρτησε και τυπικά τις νοτιοσλαβικές επαρχίες Βοσνία και Ερζεγοβίνη, δημιουργώντας ωστόσο ανυπολόγιστες συνέπειες για τις μελλοντικές εξελίξεις στα Βαλκάνια, καθώς η κίνηση αυτή αποτελώντας πλήγμα κατά του σερβικού αλυτρωτισμού προκάλεσε την άσβεστη εχθρότητα των Σέρβων, η οποία το 1914 πρόσφερε την αφορμή της έκρηξης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, ενώ οι Ρώσοι διπλωμάτες τερμάτισαν την αυστρο-ρωσική συνεργασία αναζητώντας τον σχηματισμό μια νέας βαλκανικής, κυρίως σλαβικής, συμμαχίας.[3]

Η ελληνική πολιτική, καθώς επιχειρούσε την ενίσχυση των δυνάμεων του ελληνισμού στα όρια την Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν αντιστρατευόταν τη συνεργασία με τους Νεότουρκους τουναντίον υπήρχαν ανεπίσημοι δίαυλοι επικοινωνίας με τους Ίωνα Δραγούμη και Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη, ακόμη και με αρχηγούς της αντιπολίτευσης όπως ο Ράλλης, πάντως όλοι αντιλήφθηκαν γρήγορα τις προθέσεις των κινηματιών Νεότουρκων, που δεν ήταν διόλου αγνές, καθώς τα ηγετικά στελέχη τους εκδήλωναν απροκάλυπτα την εχθρότητά τους προς την Ελλάδα.[4]

Μια ποικιλία παραγόντων όπως η δυσαρέσκεια των αξιωματικών εναντίον του διαδόχου Κωνσταντίνου που σοβούσε από το 1897 και αναζωπυρώθηκε το 1908, εθνικοί λόγοι στους οποίους προστέθηκαν οικονομικοί, καθώς τα πλήγματα που δεχόταν η ελληνική οικονομία την ίδια χρονιά ήταν αλλεπάλληλα, με την αδυναμία διάθεσης αγροτικών προϊόντων και από την κακή συγκομιδή, σε συνδυασμό με την διεθνή ύφεση που ευθύνονταν για τη μείωση των εμβασμάτων των Ελλήνων της Αιγύπτου και της Αμερικής, η άκαιρη επιβολή φόρων και η οικονομική δυσπραγία που έπληξε κυρίως μισθωτούς, άρα και τους αξιωματικούς, οδήγησε τους τελευταίους σε μια σημαντική πρωτοβουλία.[5]

Στους πρόποδες του Υμηττού, στους στρατώνες του Γουδί, την νύχτα της 14ης προς την 15η Αυγούστου 1909 συγκεντρώθηκαν 250 αξιωματικοί και 2.000 περίπου οπλίτες κατά τον Μαζαράκη ή 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες κατά τον Ασπρέα, καθώς και μερικοί χωροφύλακες και πολίτες και διακήρυξαν την αντίθεσή τους στην κυβέρνηση, υποστηρίζοντας το πρόγραμμα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» ο οποίος τους είχε καλέσει για συμπαράσταση.[6] Οι κινηματίες αξιωματικοί διατύπωσαν ρηξικέλευθους όρους προσβλέποντας σε μια πραγματική και ριζική αναμόρφωση της δημόσιας ζωής, δημιουργώντας επαναστατική κατάσταση  καθώς με την πάροδο του χρόνου προσχώρησαν αθρόα στο κίνημα και άλλοι ένστολοι, αλλά κυρίως επειδή έλαβε ευρεία λαϊκή κάλυψη και διεύρυνση των αιτημάτων τους.[7]

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος καλείται τότε από τον «Σύνδεσμο» στην Αθήνα για να αναλάβει δράση, αρνούμενος πάντως τον σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς ο ίδιος αρθρογραφώντας στον «Κήρυκα» των Χανίων, άρθρα που αναδημοσιεύονταν πανελλαδικά, έγραφε: «Ο σύνδεσμος οφείλει να επιχειρήσει εν ανάγκη και δια προσκαίρου δικτατορίας να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, καλών τον λαόν, μετά την λήξιν του διαστήματος τούτου, εις εκλογάς εθνοσυνελεύσεως, ήτις να αποφανθεί περί τε των γενομένων και του τρόπου καθ’ όν εν των μέλλοντι πρέπει να κυβερνηθεί το ελεύθερον κράτος».[8] Η Ελλάδα του 1910 δεν ήταν μια δημοκρατική αστική κοινωνία και ο Βενιζέλος είχε τις δικές του θεωρητικές πεποιθήσεις, καθώς πίστευε πως η βασιλεία ήταν τουλάχιστον περιττή στα αστικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα και πως τα δύο μοναδικά πλεονεκτήματά της, δηλαδή το κύρος και η συνεχής άσκηση της εξουσίας, αναπληρωνόταν άριστα από τη βουλή, διατηρούσε δε και περί του Γεωργίου του Α΄, αρκετές επιφυλάξεις.[9] Ο Βενιζέλος[W1] πείθει τελικά τους αξιωματικούς και τον επιφυλακτικό βασιλιά Γεώργιο Α΄ για την συγκρότηση απλής αναθεωρητικής βουλής αντί της συντακτικής συνέλευσης, αναζητώντας και βρίσκοντας τελικά την χρυσή τομή, χωρίς να ηγείται ο ίδιος της πρώτης κυβέρνησης αλλά προτείνοντας τον Στέφανο Δραγούμη, οδηγώντας τη χώρα σε μια πενταετία προόδου και ανάπτυξης.[10] Παρ’ όλες  τις επικρίσεις, το κίνημα των αξιωματικών στο Γουδί το 1909, έβαλε τις βάσεις της εξυγίανσης του τόπου, πέτυχε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και της διοίκησης, αναδιοργάνωσε το στρατό με την εκγύμναση 40.000 απαλλαγέντων, αγόρασε το θωρηκτό καταδρομικό «Αβέρωφ» και το κυριότερο όλων έθεσε τη βάση της «εθνικής πανστρατιάς».[11]

Παρά την φαινομενική επιτυχία ο Σύνδεσμος αντιμετώπισε στη συνέχεια μεγάλα προβλήματα, καθώς οι αξιωματική υπέπεσαν στον πειρασμό να διατηρούν σχέσεις με ομάδες που εκπροσωπούν οργανωμένα συμφέροντα.[12] Αν και η κυβέρνηση είχε πλουσιότατο κοινοβουλευτικό έργο με απολογισμό 169 νομοσχέδια σε 82 ημέρες εν τούτοις μόνο 15 είχαν προοδευτικό χαρακτήρα, προσπαθώντας να ικανοποιήσει μέρος των υποστηρικτών της[13] και πενήντα τρεις τροποποιήσεις μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος ψηφίστηκαν από τη Βουλή το πρώτο εξάμηνο του 1911, χωρίς να γίνουν ριζικές αλλαγές, αντιθέτως ενισχύθηκε η θέση της μοναρχίας. Ο Σύνδεσμος τελικά διαλύεται το Μάρτιο 1910 και προκηρύσσονται εκλογές για την 8η Αυγούστου του ίδιου έτους, στις οποίες λαμβάνει μέρος ως απλός υποψήφιος Βουλευτής Αττικο-Βοιωτίας ο Βενιζέλος που εκλέγεται με συντριπτικό αριθμό ψήφων παρά την απουσία του στο εξωτερικό.[14]

Στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 τα παλιά κόμματα πέτυχαν τη διατήρηση της πλειοψηφίας, με 200 έδρες στο σύνολο των 362, με τους φίλους του Θεοτόκη να ανέρχονται σε 94, του Ράλλη 64, του Μαυρομιχάλη 34 και του Ζαΐμη 13.[15] Μετά τη φημισμένη ομιλία του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πλατεία Συντάγματος την 5η Σεπτεμβρίου, βασιλιάς Γεώργιος Α΄ στηρίζει τον ηγέτη της «ανόρθωσης»  και η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου ορκίζεται την 6η Οκτωβρίου 1910 και στις 8 του ίδιου μήνα ο πρωθυπουργός αναπτύσσει τις προγραμματικές του θέσεις., ενώ έξι μερες αργότερα ο βασιλιάς διέταξε τη διάλυση της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής και στις 28 Νοεμβρίου διεξήχθησαν εκλογές για τη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή.[16] Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στάθηκε συνεπής προς τις προγραμματικές του δηλώσεις και με τις οργανωτικές του επιλογές δημιουργώντας το κόμμα των Φιλελευθέρων, που κερδίζει τις εκλογές.[17]

Με ενισχυμένη την πτέρυγα των «αναθεωρητικών» στο κόμμα του ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προχωρά σε καινοφανείς ρυθμίσεις, όπως θέσπιση ως επίσημης γλώσσας του κράτους εκείνης που αναφερόταν στο Σύνταγμα, η δημιουργία του Εκλογοδικείου, η κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας με την θέσπιση της μονιμότητας των εισαγγελέων, την ίδρυση του «Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου» και επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρά την συμβιβαστική διατήρηση των υφιστάμενων προνομίων του Στέμματος, προχώρησε στη σύσταση ενός πλαισίου στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, συνέστησε την Επιθεώρηση Εργασίας και το Συμβούλιο για την Εργασία και την Κοινωνική Πρόνοια και πήρε μέτρα όπως η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και η απαγόρευση της συμμετοχής αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων στις εκλογές, την κατάργηση της «εντοπιότητας» ή της μόνιμης εγκατάστασης δύο ετών προ των εκλογών για τους βουλευτές, πάντως διατηρήθηκε ο κρατικός συγκεντρωτισμός παρά την κατάργηση του νομικού πλαισίου της Βαυαρικής απολυταρχίας και δεν μειώθηκαν οι φόροι, όπως είχε υποσχεθεί.[18] Η βελτίωση των οικονομικών από το 1909 ως το 1911 που οφειλόταν στην γενική βελτίωση της οικονομίας, διευκόλυνε τη σύναψη διεθνούς δανείου για τις χρηματοδοτικές ανάγκες του επερχόμενου Βαλκανικού πολέμου.[19]

Ο θετικός απολογισμός της πρώτης κυβερνητικής θητείας έδωσε ακαταμάχητα πολιτικά επιχειρήματα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στο κόμμα των Φιλελευθέρων στη μάχη των εκλογών της 12ης Μαρτίου 1912 και η συμμετοχή των παλαιοκομματικών στις εκλογές όχι μόνο δεν ανέκοψε το λαϊκό ρεύμα και δεν τους στέρησε τη νίκη, αλλά επιβεβαίωσε την παντοδυναμία τους.[20]

Την ίδια περίοδο, κατά την οποία στην εξωτερική πολιτική της Ευρώπης πρυτάνευε η λογική των συμμαχιών, η Ελλάδα, ζούσε «εις λαμπράν απομόνωσιν», χωρίς βέβαια να είναι Μεγάλη Βρετανία, αλλά ενώ οι Έλληνες κρατούσαν σφιχτά τις περγαμηνές των «απαράγραπτων δικαίων», η εθνολογική σύσταση του Αίμου μεταβάλλονταν συνεχώς, οι Σέρβοι κατέβαιναν στο Μοναστήρι, οι Βούλγαροι διεκδικούσαν τον Αλιάκμονα και οι Αλβανοί έσφιγγαν τα Γιάννενα.[21]

Στις παραμονές του Α΄ Βαλκανικού πολέμου η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν εξασθενημένη από τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911 – 1912 και ο κίνδυνος οι Ιταλοί να πλήξουν τα στενά, σε μια προσπάθεια συνθηκολόγησης με την Πύλη, ήταν ορατός, καθώς καταλάμβαναν τα Δωδεκάνησα και οι Ρώσοι απ’ την άλλη μεριά δεν θα έμεναν με τα χέρια σταυρωμένα.[22] Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε να αντιμετωπίσει επίσης και το «Κρητικό ζήτημα» και στις 22 Απριλίου του 1911 η ελληνική κυβέρνηση έκανε επίσημη έκκληση στις ευρωπαϊκές δυνάμεις προς τερματισμό της καταστάσεως που αντιστρατεύονταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διεθνής συνθήκες.[23]

Η Ρωσία ανησυχώντας για την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα στη Χερσόνησο του Αίμου, προσπάθησε να περιορίσει την επιρροή της «Τριπλής Συμμαχίας», Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, προσεγγίζοντας αρχικά την Υψηλή Πύλη για συμφωνία ανοίγματος των στενών κι όταν η πρόταση απορρίφθηκε, εργάστηκε και πίεσε για συμμαχίας μεταξύ της Σερβίας και της Βουλγαρίας και η σχετική σερβοβουλγαρική σύμβαση υπογράφηκε στις 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1912.[24]

Ο Βενιζέλος που ήδη από την άνοιξη του 1911 προσεγγίζει την Βουλγαρική πλευρά για την υπογραφή συμφωνίας για κοινή αντιμετώπιση των Τούρκων, μετά από αρκετά μεγάλη προσπάθεια, ακόμη και στο εσωτερικό της χώρας, έχει φέρει εις πέρας τη διαπραγμάτευση και την 17/30 Μαΐου 1912 υπεγράφη στο υπουργείο Εξωτερικών της Σόφιας, μεταξύ του Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια Δ. Πανά και του Πρωθυπουργού και υπουργού των Εξωτερικών Ιβάν Ευστράτιεφ Γκέσωφ, τα δε κείμενα της τριετούς συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας - Βουλγαρίας από επιθέσεως της Τουρκίας με τις κυρώσεις της συμφωνίας, ανταλλάσσονται τον Ιούνιο από τον Βασιλιά Φερδινάνδο και τον αντιβασιλέα Κωνσταντίνο το Διάδοχο.[25]

Μετά από μυστικές διμερείς συνεννοήσεις, υπογράφηκαν συμφωνίες μεταξύ των τεσσάρων κρατών που απάρτισαν τον Βαλκανικό Σύνδεσμο, δηλαδή τη Βουλγαρία, τη Σερβία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο, ενώ η στάση της Πύλης και οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδηγούσαν σε κλιμάκωση της έντασης, χωρίς οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις να μπορούν να αποτρέψουν τον πόλεμο και η Ρωσία έχασε τον έλεγχο των εξελίξεων με αποτέλεσμα στις 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου 1912 το Μαυροβούνιο να κηρύξει πρώτο τον πόλεμο στους Οθωμανούς, ενώ ακολουθούν η Βουλγαρία και η Σερβία στις 4/17 Οκτωβρίου και την επομένη η Ελλάδα.[26] Αντίπαλοι στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο ήταν τα τέσσερα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου του Αίμου Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα, με τη Βουλγαρία να διαθέτει τον ισχυρότερο στρατό, ενώ η Ελλάδα πλην του στρατού της διέθετε και ισχυρό στόλο και απέναντί τους η Οθωμανική αυτοκρατορία η οποία αντέταξε 350.000 στρατό, 6.000 ιππείς 850 πεδινά πυροβόλα και 750 πυροβόλα φρουρίων.[27]

Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι την τελευταία στιγμή η Οθωμανική αυτοκρατορία πρότεινε στην Ελλάδα να μη συμμετάσχει στον πόλεμο, με αντάλλαγμα την οριστική εκχώρηση της Κρήτης στην χώρα Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης Λονδίνου (1913) που συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών συμμάχων, (Ελλάδας-Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου.[28] Μικρή ήταν η διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου καθώς με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913, η Βουλγαρία δεν ικανοποιήθηκε από τον καθορισμό των συνόρων, να και αποκτούσε έξοδο στη θάλασσα, γιατί πήρε το Δεδέαγατς, τη σημερινή Αλεξανδρούπολη. Η Ελλάδα προσάρτησε την Κρήτη, αλλά όχι και τη Βόρεια Ήπειρο, την οποία πήρε η Αλβανία.

 

2η Ενότητα: Πώς το αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων άλλαξε τη γεωγραφική έκταση και την πληθυσμιακή σύνθεση του ελληνικού κράτους.

Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι επαναχάραξαν τον χάρτη της Βαλκανικής Χερσονήσου καθώς ιδρύθηκε το ανεξάρτητο αλβανικό κράτος, η Σερβία προσάρτησε το Κόσοβο, το Νόβι Παζάρ και μέρος ης Μακεδονίας, ένα άλλο μέρος η Βουλγαρία την ονομαζόμενη  Μακεδονία του Πιρίν, ενώ η Ρουμανία πήρε τη Νότια ∆οβρουτσά. Για την Ελλάδα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι υπήρξαν το μεγαλύτερο πολεμικό έπος μετά την Ελληνική Επανάσταση καθώς στις νικήτριες του πολέμου ήταν η Ελλάδα και η Σερβία, που είχαν αυξήσει εντυπωσιακά τα εδάφη τους. Τεράστια ήταν τα εδαφικά οφέλη και οικονομικά οφέλη για την Ελλάδα καθώς η έκτασή της χώρας., άρα και οι καλλιεργήσιμε γαίες, αυξήθηκε κατά 70%, ενώ ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε και εκτός από τους Έλληνες, μεγάλη κοινότητα της Θεσσαλονίκης αποτελούσαν οι Εβραίοι, ενώ σε άλλες περιοχές διαβιούσαν αρκετά μεγάλοι πληθυσμοί Σλάβων, Μουσουλμάνων και Βλάχων. Υπολογίσιμη δύναμη στη Μεσόγειο θάλασσα είχε γίνει η Ελλάδα ως τα τέλη του 1913, η οποία υπό τον Βενιζέλου πλησίασε όραμα της Μεγάλης Ιδέας.

Βιβλιογραφία

 

  • Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910 - 1920, Ιστορική μελέτη, Τόμος Α', Τύποις: «Πυρσού» Α.Ε. Αθήνα, 1931.
  • Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους - Τόμος ΙΔ΄ - Νεώτερος ελληνισμός από το 1881 έως το 1913, της Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα, 1977.
  • Μποχώτης Θανάσης, Γιανουλόπουλος Γιάννης, Σκοπετέα Έλλη, Μαργαρίτης Γιώργος, Πετμεζάς Σωκράτης, Χατζηιωσήφ Χρήστος, Χριστίνα Αγριαντώνη, Προκόπης Παπαστράτης, Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, επιμέλεια: Χρήστος Χατζηιωσήφ, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.
  • Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Αναφορές στον Ελευθέριο Βενιζέλο,  εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2014.
  • Χουρχούλης Διονύσης, Γενικό Επιτελείο Στρατού - Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών συσχετισμών: το τρίγωνο Λονδίνου-Βερολίνου-Πετρούπολης και οι ανακατατάξεις στη νοτιοανατολική Ευρώπη», στο «100 χρόνια από τη διεξαγωγή των Βαλκανικών Πολέμων», Επιμέλεια: Ανχης (ΤΘ) Βασίλειος Αναστασόπουλος, Θεοφάνη Κοπανιτσάνου, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Αθήνα 7-8 Φεβρουαρίου 2013, Αθήνα, 2013.

ΕΛΠ 11,  4η 2014-2015


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



[1] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους - Τόμος ΙΔ΄ - Νεώτερος ελληνισμός από το 1881 έως το 1913, της Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα, 1977, σελ. 255.

[2] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 255.

[3] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 255.

[4] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 255.

[5] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 259.

[6] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 258.

[7] Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Αναφορές στον Ελευθέριο Βενιζέλο,  εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2014.

[8] Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910 - 1920, Ιστορική μελέτη, Τόμος Α', Τύποις: «Πυρσού» Α.Ε. Αθήνα, 1931, σελ. 56-57.

[9] Βεντήρης Γεώργιος, ό.π., σελ. 57.

[10] Βεντήρης Γεώργιος, ό.π., σελ. 60-62.

[11] Βεντήρης Γεώργιος, ό.π., σελ. 60-62.

[12] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 262.

[13] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 264.

[14] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 264.

[15] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 269.

[16] Μποχώτης Θανάσης, Γιανουλόπουλος Γιάννης, Σκοπετέα Έλλη, Μαργαρίτης Γιώργος, Πετμεζάς Σωκράτης, Χατζηιωσήφ Χρήστος, Χριστίνα Αγριαντώνη, Προκόπης Παπαστράτης, Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, επιμέλεια: Χρήστος Χατζηιωσήφ, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σελ. 81.

[17] Μποχώτης Θανάσης, ό.π., σελ. 81.

[18] Μποχώτης Θανάσης, ό.π., σελ. 82-83.

[19] Μποχώτης Θανάσης, ό.π., σελ. 83.

[20] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 278.

[21] Βεντήρης Γεώργιος, ό.π., σελ. 89-90.

[22] Χουρχούλης Διονύσης, Γενικό Επιτελείο Στρατού - Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών συσχετισμών: το τρίγωνο Λονδίνου-Βερολίνου-Πετρούπολης και οι ανακατατάξεις στη νοτιοανατολική Ευρώπη», στο «100 χρόνια από τη διεξαγωγή των Βαλκανικών Πολέμων», Επιμέλεια: Ανχης (ΤΘ) Βασίλειος Αναστασόπουλος, Θεοφάνη Κοπανιτσάνου, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Αθήνα 7-8 Φεβρουαρίου 2013, Αθήνα, 2013, σελ. 412.

[23] Βεντήρης Γεώργιος, ό.π., σελ. 94.

[24] Χουρχούλης Διονύσης, ό.π., σελ. 412.

[25] Βεντήρης Γεώργιος, ό.π., σελ. 94.

[26] Χουρχούλης Διονύσης, ό.π., σελ. 414.

[27] Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – ό.π., σελ. 289.

 


 [W1]Οι αρχικές αντιλήψεις του ήταν αυτές αλλά όταν κλήθηκε στην Αθήνα πίστευε ότι είχε παρέλθει η στιγμή για ριζικές λύσεις. 

Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη