«Το Μοναστήρι της Παναγίας Αντίνιτσας» του Δημήτρη Β. Καρέλη

 

«Το Μοναστήρι της Παναγίας Αντίνιτσας» του Δημήτρη Β. Καρέλη

 Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

 Οδοιπορώντας προς τις κατάφυτες βορειοδυτικές πλαγιές της Όθρυος, στη Φθιώτιδα, σε υψόμετρο 900 μέτρων, συναντάμε το παλιό  Μοναστήρι της Παναγίας της Αντίνιτσας, εις μνήμην του Γενεσίου της Θεοτόκου, λίκνο πίστης και φωτεινό φάρο αγώνων, για τη Φθιώτιδα. Φανταστική είναι εντεύθεν η θέα της μονής της Αντίνιτσας, είτε προς την πεδιάδα του Σπερχειού, τις Θερμοπύλες, το Μαλιακό κόλπο, ως και την Εύβοια, ενώ μαγευτική ήταν κάποτε η θέα αφ’ υψηλού, της γαλαζοπράσινης λίμνης του Νεζερού προς, τα ΒΔ και του οροπεδίου του Δομοκού.

Ο Γερμανός περιηγητής και αρχαιολόγος Φρίντριχ Στάλιν, ανέφερε σχετικά με την επίσκεψή του σε τούτο τον δοξασμένο και άγιο τόπο: « ¾ της ώρας μακριά προς το νότο και περίπου 170 μ. χαμηλότερα από το φρούριο, βρίσκεται το Μοναστήρι της Αντίνιτσας, περίφημο για το σαν βάλσαμο αέρα και για μια ιαματική πηγή. Πάνω απ’ αυτή την πηγή στους βράχους, βλέπει κανείς αναρίθμητα απολιθωμένα οστά ζώων (μαστόδοντων). Στην εκκλησία βρίσκεται ένα ανάγλυφο με δύο στήθη, προφανώς το αφιέρωμα κάποιας θεραπευμένης εδώ γυναίκας, και δύο επιγραφές, και σ’ ένα τείχος υποστήριγμα κάτω από τη εκκλησία, ένα μεσαιωνικό ανάγλυφο οικοσήμου με παράσταση ενός αετού πάνω από έναν πύργο, τα οποία ανάγλυφα είναι εντοιχισμένα».[1]

Κατά την επικρατέστερη άποψη, το προσωνύμιό της έχει σχέση με την αρχαία πόλη Αντίνη ή Αντινοΐτισσα, που φημολογείται πως ίδρυσε στην Όθρη, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αδριανός, τον Β΄ μ.Χ. αιώνα. Για την ονομασία του μοναστηριού ωστόσο, υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη στηρίζεται στην παράδοση και οφείλει την ονομασία στην προέλευση της καταγωγής της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου από το Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Κατά την εκδοχή αυτή, το όνομα της Παναγιάς της Αϊδινιώτισσας, κατέληξε να προφέρεται από παραφθορά, «Παναγιά Αντίνισσα, Αντίνιτσα ή Αντινίτζα». Η παράδοση λέει πως, όταν ξεκίνησαν οι σφαγές στην πόλη του Αϊδινίου (Τουρκ.: Αϊντίν, Aydın), δύο Αϊδινιώτες, πιθανώς κληρικοί, έφυγαν για να ζητήσουν καταφύγιο στην κεντρική Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους και τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Αϊδινίου. Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, όταν οι δύο Αϊδινιώτες, έχοντας μαζί τους την ιερή εικόνα της Παναγίας Αϊδινιώτισσας, νύχτωσαν κοντά στην σημερινή Αντίνιτσα, αποφάσισαν να διανυχτερεύσουν εκεί, συνεχίζοντας τον δρόμο τους το επόμενο πρωί. Όταν ήρθε το φως της ημέρας και ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν, η εικόνα της Παναγίας ήταν τόσο βαριά που ήταν αδύνατον να την σηκώσουν και να συνεχίσουν τον δρόμο τους. «Φοβερός είναι ο τόπος αυτός», μουρμούρισαν οι δύο Αϊδινιώτες. Κάθισαν και προσπάθησαν να ερμηνεύσουν, με απλά σύνεργα του νου, το θαυματουργό εκείνο γεγονός. Με θεία φώτιση κατανόησαν, ότι το σημάδι αυτό πρέπει να εκληφθεί ως επιθυμία της Παναγίας να παραμείνει στον τόπο αυτό για πάντα. Έτσι, στην όμορφη τούτη πλαγιά της Όθρης αποφάσισαν και έκτισαν το σπιτικό της Αϊδινιώτισσας Παναγιάς, που έμεινε στην ιστορία σαν Μοναστήρι της Αντινίτσας.

Η δεύτερη εκδοχή, όπως πρώτος ο Ευστάθιος Δράκος αναφέρει, συσχετίζει το όνομα Αντινίτσα με την παλαιά κώμη Αντίνα, της οποίας τα ερείπια σώζονται ακόμη στην περιοχή, ενώ την θέση αυτή ασπάζεται και ο Αθανάσιος Φλώρος, ο οποίος γράφει: «Την γνώμη αυτή του Δράκου ευρίσκω ορθή». Με την εκδοχή αυτή τάσσεται και ο ακαδημαϊκός, αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας  Αναστάσιος Ορλάνδος, σε διεξοδική μελέτη γα το καθολικό της Μονής, το 1930, ο οποίος κατέγραψε: «Του εσωτερικού δ’ όντος εξ ολοκλήρου ασβεστοχρίστου, δεν σώζεται ουδ’ η κτιτορική αυτής επιγραφή» και μετά από την λεπτομερή μελέτη των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του με συγκριτικά στοιχεία από μονές του Αγίου Όρους, αλλά και της ευρύτερης βαλκανικής χερσονήσου καταλήγει:«δεν δυνάμεθα να αναγάγωμεν το καθολικόν της Αντινίτσης εις χρόνους προγενεστέρους τής αλώσεως. Η μάλλον πιθανή χρονολογία κατασκευής του εξετασθέντος ναού είναι το δεύτερον ήμισυ τού 15ου αιώνος, περίοδος εκ της οποίας πολύ ολίγα μνημεία τής αρχιτεκτονικής μας διεσώθησαν». Ο ιστορικός Ιωάννης Βορτσέλας αναφέρει ότι «πιθανώς εκτίσθη λήγοντος του Μεσαίωνος», «το δ’ επώνυμον της Μονής κατά την γνώμην του επισκεψαμένου τας Μονάς της Ελλάδος και συλλέξαντος ιστορικάς τινας περί αυτών ειδήσεις κ. Ευστρ. Δράκου Μοσχονησίου, εξεπήγασεν εκ τινος παρακειμένης αυτόθι επί μεγάλου προβούνου παλαιάς κώμης Αντίνης ή Αντίνου καλουμένης, ης τα ερείπια σώζονται». 

Επομένως λοιπόν, η ονομασία της Μονής έχει πιθανότατα σχέση με την αρχαία πόλη Αντίνη  και λιγότερο μπορούμε να την συνδέσουμε με την πόλη Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Κατά την αρχαιότητα φέρεται να υπήρχε εκεί ναός ή βωμός της Δρυμαίας Αρτέμιδος, της οποίας οι λαξεμένοι σε λίθο μαστοί της, βρίσκονταν εντοιχισμένοι στη δυτική πλευρά του παλαιού Καθολικού της Μονής. Στην περιοχή υπήρχε όντως αρχαία, πιθανότατα Ελληνιστική ή Ρωμαϊκή πόλη, που ίσως ταυτίζεται με την προαναφερόμενη Αντίνη (Αντινίσση, Αντινοΐτισσα), ωστόσο η άποψη αυτή δεν τεκμηριώνεται απόλυτα. Ο αρχαιολόγος και τοπογράφος Υβ Μπεκινιόν (Yves Bequignion), που πέρασε τη από κει τη δεκαετία 1930-40, έγραψε για τη θέση της μονής ότι το μοναστήρι που βλέπει κανείς τώρα εκεί, κτίστηκε κοντά σε μια πηγή, πάνω σε θέση αρχαία ενώ ο M. Daux και ο M. de la Coste, πιστεύουν ότι υπήρξε εκεί αρχικά ένα ιερό, που στη συνέχεια προστατεύτηκε από μια σκοπιά.

Κατά την Τουρκική κατοχή, τις εξεγέρσεις και επαναστάσεις των Ελλήνων, η Μονή, έλαβε ενεργό μέρος, αποτελώντας κέντρο αντίστασης και ορμητήριο αγωνιστών. Η θέση της Μονής ήταν ιδανική για κρησφύγετα των αρματωμένων, αλλά και άμαχου πληθυσμού. Το 1821, με ηγούμενο τον Αγαθόνικο Καλλίνικο (1821-1834), οι μοναχοί της μονής πρωτοστάτησαν στον αγώνα και στο 1822 οι οπλαρχηγοί Ζαφειράκης και Γάτσος ελευθέρωσαν τον οπλαρχηγό Καρατάσο που με 200 άνδρες του είχε αμπαρωθεί στα κελιά της Αντινίτσας, αγωνιζόμενος ενάντια στις Τουρκικές δυνάμεις.

Τα όρια της Μονής Αντινίτσας ήσαν και τα επίσημα όρια Τουρκίας και Ελλάδας, από το 1832 ως το 1881, ενώ φιλοξενούσε εκεί και τους στρατώνες της συνοριακής φρουράς. Κατά την εθνική ανεξαρτησία, η Μονή με βάση το διάταγμα του 1833 του Όθωνος, διαλύθηκε και συγχωνεύθηκε με την Μονή Αγάθωνος. Το 1834 την επισκέφθηκε ο Βασιλιάς Όθωνας, όπως φαίνεται από τη διασωθείσα προσφώνηση του ηγουμένου. Ψηλότερα από  τη Μονή Αντινίτσης  υπήρχε το χωριό Μακρολείβαδο, χτισμένο στο Ελληνικό έδαφος, από κατοίκους της Δραμάλας Δομοκού, που παρέμεινε σε Τουρκικό έδαφος, μετά την απελευθέρωση του 1832. Η μονή αναφέρεται επίσημα ως ανεξάρτητος οικισμός, μετά την απελευθέρωση, το 1845 (ΦΕΚ 32Α - 08/12/1845) να προσαρτάται στο δήμο Λαμιέων ως Μονή Γενέσιον της Θεοτόκου ή Αντινίτσης. Έκτοτε και έως σήμερα, ανήκει διοικητικά στο Καλαμάκι Λαμίας. Στα μέσα του 19ου αιώνα, αναφέρεται ο «πανοσιώτατος ιερομόναχος και ηγούμενος της Ιεράς μονής Αντινίτσης, Κύριος Θεοφάνης Κωνσταντίνου». Σε μαρμάρινη επιγραφή που βρίσκετε στη μονή, αναγράφεται ότι: «η Μονή αυτή, επικαλούμενη Αντινίτζα ανακαινίσθη επί της Ηγουμενίας Ιακώβου Δήμου, εκ Θεσσαλίας, το 1873», ενώ στα κατοπινά χρόνια η μονή φέρεται να ήταν σχεδόν έρημη. Την Ιερά Μονή Αντινίτσης επισκέφτηκε ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄, κατά την προεκλογική περίοδο την άνοιξη του 1865, για να επιθεωρήσει την οροθετική (συνοριακή) γραμμή, ο οποίος έτυχε θερμότατης και ενθουσιώδους υποδοχής από τους ντόπιους κατοίκους. Στη μονή, συναντήθηκε με τον Τούρκο διοικητή Θεσσαλίας, ο οποίος έσπευσε να τον συναντήσει και να τον χαιρετήσει, εκ μέρους του Σουλτάνου και της Οθωμανικής κυβέρνησης. Οι Τούρκοι προξένησαν αρκετές βλάβες στο μοναστήρι, όταν το κατέλαβαν κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο το «Μαύρο 1897». Στις διαβάσεις γύρω από το μοναστήρι, διεξήχθησαν σοβαρές μάχες κατά την υποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων και των φιλελλήνων Γαριβαλδινών (ερυθροχιτώνων), κόντρα στις πολυάριθμες δυνάμεις του Χαμδή-πασσά. Η επανακατάληψη διήρκεσε, όπως αναφέρει ο Βορτσέλας, για ένα ολόκληρο χρόνο από τις  7 Μαΐου 1897 μέχρι και τις 14 Μαΐου 1898. Το Μοναστήρι καταστράφηκε ολοσχερώς, από τις ναζιστικές-κατοχικές δυνάμεις, τη Δευτέρα του Πάσχα 1944. Τα κελιά της Μονής Αντινίτσης, του 15ου αιώνα, ανατινάχτηκαν με δυναμίτιδα και πυρπολήθηκαν, ενώ ταυτόχρονα ανατίναξαν το παρακείμενο Σανατόριο και εκτέλεσαν τους νοσηλευόμενους φυματικούς. Από την καταστροφή διέφυγε μόνο η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας. Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αντινίτσας, πέθανε στις 17 Απριλίου 1944, μετά την ανατίναξη της Μονής, από την οποία μόλις είχε σωθεί. Το καθολικό της Μονής, που καταστράφηκε, ήταν χάρμα οφθαλμών όπως υποστηρίζεται από τους μελετητές. Ήταν αθωνικού τύπου, τετρακιόνιος σταυροειδής μετά τρούλου. Το αρχαιότερο Καθολικό, ο κυρίως ναός της Μονής, μεταβυζαντινών χρόνων, μιμούνταν τα αγιορείτικα καθολικά, έχοντας τον Κωσταντινοπολιτικό σταυροειδή τύπο, με πλάγιους χορούς και μικρά τρουλωτά παρεκκλήσια δεξιά και αριστερά του Ιερού Βήματος. Όμοιες κατόψεις, προς το παλαιό, κατεστραμμένο καθολικό της Αντινίτσης, παρουσιάζουν και τα καθολικά: Μονής Τσάγεζι (Θεσσαλίας), Αγάθωνος (Ύπατης) και Γαλατάκη (Εύβοιας). Το καθολικό της Αντίνιτσας συμφωνεί, ως προς την κάτοψη, προς την δεύτερη κατηγορία των ναών του Άθω και είναι, κατά τα λεγόμενα, μεταγενέστερο του 13ου αιώνος. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο, ο Ναός πρέπει ωστόσο να είναι προγενέστερος του 1568. Άλλωστε και η τοιχοδομία της Αντινίτσης ήταν πολύ επιμελεστέρα αυτής του καθολικού του Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, κάτι που υποδεικνύει χρόνους πολύ προγενεστέρους των μέσων του 16ου αιώνος. Στον εξωτερικό τοίχο, που ήταν εξ ολοκλήρου ασβεστόχριστος, δεν σωζόταν καμία κτιτορική επιγραφή του Ναού. Σπουδαίο και χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελούσαν τα οργανικώς προς τον ναό συνενωμένα, τρία τον αριθμό, παρεκκλήσια, εξ ων τα δύο μεν ήταν προσκολλημένα στην «πρόθεση» και το «διακονικόν», με τα οποία επικοινωνούσαν  εσωτερικά  με θήρες, το δε τρίτο και μεγαλύτερο, στην νότια πλευρά του έσω νάρθηκα, συγκοινωνούσαν μ’ αυτόν, μέσω εσωτερικής θύρας. Στην αυλή της μονής υπήρχε και πώρινη τοξωτή κρήνη φέρουσα υπεράνω του κρουνού και εντός κόγχης εντοιχισμένη, μαρμάρινη, ελαφρώς ανάγλυφη πλάκα (εικ. 8), στην οποία εικονίζεται πολυγωνικός φρουριακός περίβολος (κάστρο) ισοδόμως κτισμένος, μετά τοξωτής πύλης και σειράς τοξοτών θυρίδων. Στο εσωτερικό του περιβόλου υψώνονται τρεις στρογγυλοί πύργοι μετά θυρίδων και επάλξεων, εκ των οποίων ο μέσος είναι υψηλότερος των άλλων. Υπεράνω δε των πύργων, εικονίζεται το άνω ήμισυ του αυτοκρατορικού (εστεμμένου) αετού έχοντος αναπεπταμένες τις πτέρυγες και στρέφοντος την κεφαλή προς αριστερά. Πρόκειται προφανώς για Φραγκικό οικόσημο, της Γενουατικής οικογένειας των Ιουστινιάνη (Τζουστινιάνι, Giustiniani), οι οποίοι έδρασαν επί φραγκοκρατίας στη Χίο (1346-1566), και της οποίας το κάστρο απεικονίζεται επί το θυρεού. Το οικόσημο της Αντινίτσης παρουσιάζει την μορφή που έλαβε μετά το 1413, όταν ο αυτοκράτωρ Σιγιμούνδος παρεχώρησε στους  Ιουστινιάνες τον αυτοκρατορικό αετό. Κλάδοι της οικογένειας Ιουστινιάνη υπήρξαν και σε άλλα μέρη της Ελλάδος όπως στη Σάμο και τη Φώκαια, ίσως δε κάποιος εξ αυτών να κατείχε κάποτε και κάποια γειτονική περιοχή προς τη μονή της Αντινίτσης, από την οποία προφανώς μεταφέρθηκε το οικόσημο στη μονή και εντοιχίστηκε πιθανώς από κάποιο φιλόκαλο ηγούμενο, στην κρήνη, επί Τουρκοκρατίας, όπως σαφώς δηλώνει ο τρόπος με τον οποίο έγινε η γεφύρωση του κενού της κόγχης (εικ. 8). Στον περίβολο υπήρχε σειρά ευτελώς κατασκευασμένων διώροφων κελιών.[2] Αντίγραφο του παλαιού Ναού είναι το σημερινό Καθολικό που ανεγέρθηκε το έτος 2000. Από το 1968 οι πιστοί της περιοχής άρχισαν μια προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων υπέρ της Μονής, με ειδική ερανική επιτροπή και το 1969 άρχισε η ανοικοδόμησή της. Με την φροντίδα του Ηγουμένου Αγαθόνικου Αναγνωστοπούλου το 1987, κατασκευάσθηκαν νέες πτέρυγες και κελιά, τραπεζαρίες, παρεκκλήσια και χώροι για τη φιλοξενία των προσκυνητών.

Στην θέση «Πελεκάνου», της περιφερείας του δήμου Λαμιέων, υπήρχε κατά το 19ο αιώνα, βακούφικος υδρόμυλος της μονής Αντινίτσης, ο οποίος νοικιάζονταν για μια δεκαετία. Υπό την ονομασία «Ορεινόν Αναρρωτήριον Αντινίτσης» λειτούργησε στην ίδια περιοχή από το 1935, το γνωστό Σανατόριο για τους πάσχοντες φυματικούς ολόκληρης της Φθιώτιδας και το οποίο καταστράφηκε από τον βομβαρδισμό των Γερμανών το 1944.

Στη Μονή φυλάσσονται σήμερα τεμάχια λειψάνων αγίων τα οποία εκτίθενται προς προσκύνηση. Περί της Μονής Αντινίτσης έγραψαν οι: Σωτηρίου εις την χριστιανική Αρχαιολογία του, ο Ορλάνδος εις την επετηρίδα Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών και ο Θεόκτιστος Αθ. Λαϊνάς, «Το μοναστήρι της Αντινίτσας».

Η μονή εορτάζει την 8η Σεπτεμβρίου.

 

*Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

karelisdimitris@gmail.com



[1] Friedrich Stählin, «Η Αρχαία Θεσσαλία», Εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008.

[2] Ορλάνδος, Αναστάσιος,  «Η επί της Όθρυος Μονή της Αντινίτσης», στο Eπετηρίς Eταιρείας Bυζαντινών Σπoυδών, έτος Ζ΄, Τόμοι 7-9, Αθήναι, 1930, σελ. 369-381.




















Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη