«Οι νοσταλγικοί χειμώνες των παιδικών μας χρόνων, στα χωριά του Δομοκού», του Δημήτρη Καρέλη

 
 Χρονογράφημα

 Οι νοσταλγικοί χειμώνες των παιδικών μας χρόνων, στα χωριά του Δομοκού

 «Απ’ αστραπή κι από βροντή, από βροχή και χιόνι,

 από καμπούρη και σπανό, ο θεός να σε γλιτώνει!»


 Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης


 Οι νοσταλγικοί χειμώνες των παιδικών μας χρόνων, στα χωριά του Δομοκού, είχαν τη μυρωδιά των ψημένων κάστανων, του λουκάνικου στη στόφα, της καψάλας του ψωμιού στο τζάκι και του μυρωδάτου καμένου ξύλου, στην ξυλόσομπα.

Τα χιόνια ήταν τότε συχνότερα και πυκνότερα από σήμερα, ενώ οι παγωνιές μεγάλες. Το χιόνι έφτανε συχνά «ένα γόνα» και τα χιονάτα ανεμοσούρια, έμοιαζαν με  στραφταλιστούς μαρμαροσωρούς. Θυμάμαι πως, γύρω στη γιορτή μου, του Αη-Δημητριού, πάντα θα’ριχνε την πρώτη πασπάλη στα βουνά της Γούρας και το Δεκάξι, σημάδι πως ο χειμώνας έφτανε δριμύς. «Ήλιους και βροχή που παντρεύοντ’ οι φτωχοί, ήλιους και χιόνι παντρεύοντ’ οι αρχόντοι!», έλεγαν τότε.

«Ρίξε, Αντριά μ’ ρίξε», φώναζαν οι γιαγιάδες τ’ Αγίου Αντρέα, κι εμείς κρυφοκοιτάζαμε απ’ το παραθύρι τη λάμπα στην κολώνα της ΔΕΗ, για να δούμε το πρώτο «κουκουσέλι»* να πέφτει και τις πρώιμες νιφάδες να χορεύουν στο τρεμάμενο φως. Μόλις οι κρυστάλλινες χιονονιφάδες κάλυπταν, με το πρώτο, κάτασπρο κι αστραφτερό τους πέπλο, τη δροσάτη γη, χαράς ευαγγέλια για μας τους μικρούς μαθητές, που δε θα πηγαίναμε στο σχολείο μας στο Δομοκό, καθώς τα σχολικά του ΚΤΕΛ Λαμίας, δεν θα περνούσαν τη «Ράχη», εξαιτίας του χιονιού και του παγετού. Το ’81, με δυο μέτρα χιόνι, κάναμε πάνω από ένα μήνα να δούμε την τάξη μας.

Για τους μικρούς που πήγαιναν στο δημοτικό, ήταν αλλιώς, γιατί συνήθως οι δάσκαλοι έμεναν στα χωριά, καθώς οι συγκοινωνίες ήταν δύσκολες, οι δρόμοι χωματένιοι και απροσπέλαστοι, για να πηγαινοέρχονται στη βαρυχειμωνιά. Ωστόσο, μόλις ο δρόμος ξεπάγωνε λιγάκι, ήμασταν πανέτοιμοι και ρωμαλέοι, να μπούμε στα «πούλμαν», που θα μας οδηγούσαν και πάλι στο γυμνάσιο και το Λύκειο στο Δομοκό.

Παλιότερα, ως την δεκαετία του ’70, τα πράγματα ήταν απείρως δυσκολότερα για εκείνους τους μαθητές της επαρχίας μας, που έμεναν σε μικρά κι ανήλιαγα δωμάτια στο Δομοκό κι έπρεπε μόνοι να φροντίζουν για την υποτυπώδη τροφή και τη θέρμανσή τους.

Εκτός όμως από τα δύσκολα, είχαμε και το παιχνίδι, καθώς δεν είμαστε τότες μυγιάγγιχτοι, όπως τώρα που μεγαλώσαμε… λιγάκι! Ποιος από μας δεν έκανε τότε σκι στο χιόνι, με… σακούλα από λίπασμα ή τσίγκο, στον οποίο ανεβαίναμε ομαδικώς και παρασέρναμε στο διάβα μας βάτα και πουρναριές, έχοντας «άγνοια κινδύνου»! Ακόμα, πιάναμε και σπάζαμε τα «κρούσταλλα», τους παγωμένους σταλακτίτες, που κρεμόταν από τις στέγες και συχνά έφταναν και ξεπερνούσαν το ενάμιση μέτρο, οι οποίοι έπεφταν με πάταγο στο χώμα, προς τέρψιν των παιδικών μας οφθαλμών!

Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ο κλασικός χιονοπόλεμος, που μας άφηνε με τα χέρια «ξυλιασμένα», να τα φυσάμε με τα χνώτα μας να ζεσταθούν, «μη και τα δει η μάνα έτσι»! «Γιάντα πέσαν τα χιόνια; Για να πονούν τα νύχια», έλεγε μια παλιά παροιμία, δηλαδή, όλα για κάποιο λόγο γίνονται, αλλά: «μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια»! Για τους μικρότερους, υπήρχε ακόμη η χαρά του «χιονάνθρωπου», με το κάρβουνο στα μάτια και το καρότο στη μύτη!

Ως το Γενάρη ήταν συνήθως τα δύσκολα, γιατί η νύχτα είναι μεγάλη κι μέρα μικρή και τα χιόνια κρατούσαν περσότερο. Ωστόσο, «Τον Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα» και «τα λόγια του είναι στέρεα σαν του Μαρτίου το χιόνι», λέγανε  οι παλιοί, για κάποιους που δεν λογάριαζαν πολύ τα λόγια τους, καθώς τότες τα χιόνια λιώνουν εύκολα, επειδή κοντεύει η άνοιξη.

Για να μετράμε το ύψος του χιονιού, είχαμε τότε και… ειδικές μονάδες μέτρησης:

-Παρδάλες= εναλλασσόμενα σημεία με χιόνι και καθαρό χώμα (όταν έλιωνε).

-Πασπάλη= Χιόνι λίγων εκατοστών που κάλυπτε τα πάντα (πασπαλίζω= επιπάσσω).

-Ένα παπούτσι χιόνι= χιόνι στο ύψος του παπουτσιού.

-Μια μπότα χιόνι= ομοίως, στο ύψος της μπότας.

-Ένα γόνα χιόνι= ως το γόνατο, τότε αρχίζαμε να το καταλαβαίνουμε.

-Ένα κώλο χιόνι= ασχολίαστο (πολύ το χιόνι!).

-Ένα μέτρο χιόνι.

-Δυο μέτρα χιόνι.

-Μας έθαψε!

 Αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας τότε το λευκό χειμωνιάτικο τοπίο, το ξεροβόρι κι η παγωνιά που μούδιαζε τα ροδαλά μας μάγουλα και ξέραινε απόριζα τις κόκκινες μυτούλες μας. 

Οι μνήμες όμως σήμερα θερμές και τα μάτια μας υγρά, καθώς ανακαλούμε θύμισες παλιές, σκιές ονείρου θολερού, ξεθωριασμένου…

 Κι αν κάτι δεν μπόρεσα ή δεν ήθελα να θυμηθώ, «γράψτε το στο χιόνι»…

 

 *Κουκουσέλι: χιόνι στρογγυλό κάπως σκληρό, που δεν είναι όμως χαλάζι. 


  

Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

 

© 2021 – Καρέλης Δημήτρης



Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη