«Τα Happenings, το κίνημα του Μπρουταλισμού και η διάσταση συνθετών-κοινού στις νέες τάσεις των αρχών του 20ου αι.»

 «Τα Happenings, το κίνημα του Μπρουταλισμού και η διάσταση συνθετών-κοινού στις νέες τάσεις των αρχών του 20ου αι.» 


Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 

Ενότητα Α΄: Τα Happenings και η ευρωπαϊκή τέχνη των αρχών του 20ου αι.

Ενότητα Β΄: Το αρχιτεκτονικό κίνημα του Μπρουταλισμού.

Ενότητα Γ΄: Η διάσταση συνθετών-κοινού στις τάσεις των αρχών του 20ου αι. 

Επίλογος  

Βιβλιογραφία .

Παράρτημα εικόνων 



Εισαγωγή

 


Το Happening είναι μια πρωτοποριακή μορφή τέχνης, ένα είδος δημιουργικής έκφρασης που συνδέεται στενά με την τέχνη των επιδόσεων, η οποία έχει τις ρίζες της στις θεωρίες της εννοιολογικής τέχνης του 20ου αιώνα και τον ντανταϊσμό.

Η μπρουταλιστική αρχιτεκτονική είναι ένα κίνημα που άνθισε τη δεκαετία του 1950 και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ξεκινώντας από το νεωτεριστικό αρχιτεκτονικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα.

Την ίδια περίοδο, Ευρωπαίοι συνθέτες, όπως ο Σένμπεργκ και ο Βάιλ πολιτογραφούνται Αμερικανοί και επιδρούν καθοριστικά τόσο την ακαδημαϊκή μουσική εκπαίδευση, όσο και τη βιομηχανία του Χόλυγουντ.

Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας, αναφερόμαστε στα Happenings και σχολιάζουμε τη σχέση των έργων αυτών με την ευρωπαϊκή τέχνη του α΄ μισού του 20ου αι. και την εμπειρία που είχαν αποκομίσει οι καλλιτέχνες από αυτήν.

Στη δεύτερη ενότητα αναφερόμαστε στον αρχιτεκτονικό όρο Brutalism και σχολιάζουμε ένα παράδειγμα από την Ευρώπη.

Στην Τρίτη ενότητα, σχετικά με τη μουσική των Σένμπεργκ και Βάιλ, επιχειρούμε να τοποθετηθούμε κριτικά με βάση συγκεκριμένα κομμάτια που επιλέξαμε, στη φράση του εγχειριδίου  (ΕΑΠ, τ. Γ. σ.243): «Και όσο η νέα μουσική ηχούσε διαφορετικά τόσο λιγότεροι άνθρωποι την άκουσαν, ενώ το ακροατήριο που ενδιαφερόταν γι’ αυτή βαθμιαία «γκετοποιούνταν» και το κατά πόσο είναι δυνατό να ισχύει και στα δύο μουσικά έργα και αν όχι γιατί.

 

 

 

Ενότητα Α΄: Τα Happenings και η ευρωπαϊκή τέχνη των αρχών του 20ου αιώνα


Εικόνα 1: Joseph Beuys. How To Explain Pictures to a Dead Hare.1965


Ο Ντανταϊσμός υπήρξε ένα βίαιο και αμφιλεγόμενο καλλιτεχνικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα, που ξεκίνησε στη Ζυρίχη της Ελβετίας και προέκυψε ως αντίδραση στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εθνικισμό, αλλά και σ’ οτιδήποτε θεωρήθηκε υπαίτιο για τις καταστροφές, ενώ εκφράζεται από την απόρριψη των παραδοσιακών αξιών, συμβάσεων και προτύπων αστικής κουλτούρας, επηρεασμένο από άλλα πρωτοποριακά κινήματα όπως ο κυβισμός, ο φουτουρισμός,  ο κονστρουκτιβισμός και ο εξπρεσιονισμός.[1]

Δημιουργώντας έργα ζωγραφικής ή γλυπτά μαζικής κουλτούρας και εμπορικής τέχνης, η Ποπ Αρτ (Pop art, λαϊκή τέχνη) είχε ως στόχο να θολώσει τα όρια μεταξύ της «υψηλής» τέχνης και της «χαμηλής» κουλτούρας. Αυτό που ξεκίνησε από τους φουτουριστές και τους ντανταϊστές στη δεκαετία του 1910 και του 1920, ως πρόκληση στο χώρο των τεχνών, εξελίχθηκε από καλλιτέχνες της Pop art, κατά τη δεκαετία του 1950, με δημιουργό τον Άλαν Κάπροου, (Allan Kaprow, 1927-2006), σαν μια νέα μορφή τέχνης, η οποία αναφερόταν ως Happenings (χάπενινγκ, γεγονότα, συμβάντα, τελούμενα, δρώμενα). Τα γεγονότα αυτά δεν περιοριζόταν στην απλή και αποσπασματική παρατήρηση του θεατή, καθώς ο καλλιτέχνης των Happenings απαιτούσε από κείνον να συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα, τα οποία δεν είχαν ένα σαφές ή συνεπές στυλ, καθώς ποικίλλουν σημαντικά στο μέγεθος και την πολυπλοκότητα. Ωστόσο, όλοι οι καλλιτέχνες που διοργάνωσαν τα Happenings λειτούργησαν με τη θεμελιώδη πεποίθηση ότι η τέχνη θα μπορούσε να εισαχθεί στη σφαίρα της καθημερινής ζωής. Αυτή η στροφή, ως μια αντίδραση κατά της μακρόχρονης κυριαρχίας της τεχνικής αισθητικής του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού (Abstract Expressionism), ήταν μια νέα μορφή τέχνης, που διογκώθηκε από τις κοινωνικές αλλαγές που έλαβαν χώρα κατά τη δεκαετία του 1950 και του 1960. Καθώς το κύριο συστατικό των Happenings ήταν η συμμετοχή του θεατή, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να προστεθεί το τυχαίο στοιχείο, μετουσιώνοντας την εμπειρία σε συμβάν (Happening), η παρουσίαση του δρώμενου εξελίσσονταν και δεν ήταν ποτέ όμοια με την προηγούμενη φορά, σε αντίθεση με τα προηγούμενα έργα τέχνης που ήταν εξ ορισμού στατικά. Θεμελιώδης σκοπός των Happenings ήταν να αντιμετωπιστούν ή και να εξαλειφθούν οι συμβατικές απόψεις περί τέχνης, συγγενές στοιχείο με το Νταντά.[2]

Ένα παράλληλο κίνημα με τις ίδιες περίπου επιρροές, υπήρξε κατά την ίδια περίοδο και το Φλούξους (Fluxus, ρευστός) οι καλλιτέχνες του οποίου επεδίωξαν να αλλάξουν την ιστορία του κόσμου κι όχι μόνο της τέχνης. Ο μεγάλος, εκκεντρικός, Γερμανός καλλιτέχνης Γιόζεφ Μπόις (Joseph Beuys, 1921-1986), υπήρχε μέλος αυτού του κινήματος, οργάνωσε πολλά και ποικίλα δρώμενα (Happenings) στα πλαίσια του κινήματος, αλλά και έξω απ’ αυτό, τα οποία είχαν ως στόχο την ανατροπή της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου, που είχε επιβληθεί από τον ορθολογισμό του σύγχρονου πολιτισμού, χρησιμοποιώντας πολλά και ποικίλα υλικά, διάφορες μορφές έκφρασης, αλλά και τον εαυτό του σε πολλούς και διάφορους ρόλους.[3]

Στο καλλιτεχνικό δρώμενο Πώς εξηγεί κανείς τις εικόνες σε έναν νεκρό λαγό (How to Explain Pictures to a Dead Hare, Gallery Schmela, Ντίσελντορφ, 1965) ο Μπόις, είχε καλυμμένο το κεφάλι και το πρόσωπό του με μέλι και φύλλα χρυσού και μια πλάκα σιδήρου δεμένη στη μια του μπότα, ενώ εμφανιζόταν να κρατά στα χέρια του ένα νεκρό λαγό. Ο Μπόις ψιθύριζε συχνά στο νεκρό ζώο πράγματα σχετικά με τους πίνακές του, που κρέμονταν στους γύρω τοίχους, σαν να του διηγιόταν μια μακάβρια νυχτερινή ιστορία, καθισμένος σε μια καρέκλα. Έβαζε το νεκρό λαγό να αγγίζει τα έργα του, ενώ μετέβαλλε περιοδικά το θορυβώδες ρυθμό του σεναρίου, περπατώντας γύρω από τον στενό χώρο. Οι επισκέπτες βρισκόταν έξω από την κλειδωμένη γκαλερί, ενώ μπορούσαν να παρατηρήσουν τη σκηνή μόνο μέσα από τα παράθυρα, εισέρχονταν στο χώρο μετά από αρκετή ώρα και συμμετείχαν σιωπηρά. Κάθε στοιχείο της αίθουσας επελέγη ειδικά για το συμβολισμό του, καθώς και για την κυριολεκτική του σημασία: το μέλι για τη ζωή και τις δημιουργικές δυνάμεις των μελισσών, ο χρυσός για τον πλούτο και την αλχημική φύση του, ο λαγός ως παρουσία του θανάτου, το μέταλλο ως αγωγός αόρατων ενεργειών και ούτω καθεξής.[4]

Τα happenings των Ευρωπαίων καλλιτεχνών, που εμφανίζονταν ως επαναστάτες και αυτόκλητοι δικαστές της κοινωνίας, διέφεραν αισθητά από εκείνα των Αμερικανών συναδέλφων τους, καθώς ενίοτε υπήρξαν περισσότερο εγκεφαλικά και πιο ασαφή στην προσπάθειά τους να διερευνήσουν ακραίες καταστάσεις κοινωνικής συμπεριφοράς.[5]

Πολλοί όμως είναι εκείνοι που εμφανίστηκαν επικριτικοί και αμφισβητίες της Ποπ Αρτ και των Happenings, καθώς αρνούνταν ακόμη και την ιδιότητα της τέχνης, θεωρώντας πως ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά σνομπισμός και ιδιοτροπία της μόδας, ενώ θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί όπως η μουσική Ποπ ή ως «το γιε-γιε των γραφικών τεχνών». Θεωρούσαν ακόμη πως όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της υπερκατανάλωσης, του κατακλυσμού των διαφημίσεων, αλλά και των υπερκερδών που αποκόμιζαν οι καλλιτέχνες από τις εφήμερες αυτές παραστάσεις τους. Στηλίτευαν επίσης τα χάπενινγκς, ως την ανάγκη να εμφανίσουν οι καλλιτέχνες την τέχνη τους ως θέαμα, σε ακριβοπληρωμένες παραστάσεις, «εξαναγκάζοντας» τον θεατή να συμμετάσχει στην κατασκευή του «έργου τέχνης», έστω κι αν λερώσει τα ρούχα του ή να ταλαιπωρηθεί στον «οίστρο της δημιουργίας».[6]

 

Ενότητα Β΄: Το αρχιτεκτονικό κίνημα του Μπρουταλισμού


Εικόνα 2: James Stirling, Faculty of History - University of Cambridge,building, 1964-1967.

 

Η μεταπολεμική Μεγάλη Βρετανία, στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αναζητά την πολιτική και πολιτιστική της ταυτότητα, στην αρχιτεκτονική και σ’ όλα τα επίπεδα, καθώς βρίσκεται στο τέλος της Αυτοκρατορικής της αίγλης και μεγαλοπρέπειας, μετά την ανεξαρτησία των Ινδιών το 1945, ενώ οι κοινωνικές συγκρούσεις που προηγήθηκαν κατά την περίοδο της ύφεσης, εξομαλύνονται.[7]

Η κοινωνική ανασυγκρότηση που ξεκινά την ίδια περίοδο, με νομοθετική μέριμνα της Βρετανικής Πολιτείας και στην αρχιτεκτονική στηρίζεται στα Σουηδικά πρότυπα, ενώ οι «λαϊκές λεπτομέρειες» που υιοθετούνται, ικανοποιούν όλες τις πολιτικές αποχρώσεις. Οι υποστηρικτές ενός «άκαμπτου νεωτερισμού», κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισαν να ρέπουν προς μια λιγότερο αυστηρή θεώρηση για την κατασκευή της χτιστής μορφής, ενώ η εξανθρωπισμένη πλέον μορφή του Μοντέρνου Κινήματος, προβάλλεται από κείνους ως «Νέος Ανθρωπισμός», με σύγχρονη, προοδευτική διάσταση. Η «ριζοσπαστική αντίδραση» που υποδηλώνει ο όρος «Νέος Μπρουταλισμός», εμφανίζεται αρχικά στην Αγγλία.[8]

Ο ελαφρώς ειρωνικός όρος Μπρουταλισμός (Brutalism, Brutalismus ή New Brutalism) από το beton brut του Λε Κορμπυζιέ (Le Corbusier, 1887-1965), χρησιμοποιούνταν στην αρχιτεκτονική από το 1954, προτείνοντας μια ριζοσπαστική μορφή Μοντερνισμού, που αγκάλιασε τις σκληρές γραμμές και μια χρηστική έλλειψη διακοσμήσεων, με τη χρήση εμφανούς ακατέργαστου σκυροδέματος, αναδεικνύοντας την «ηθική ειλικρίνεια», έναντι αυτών των υλικών. Ο Μπρουταλισμός, προοδευτικό, εκσυγχρονιστικό, μερικές φορές αμφιλεγόμενο στυλ, στο μεταίχμιο του Μοντερνισμού και του Μεταμοντερνισμού, ένα από τα σπουδαιότερα κινήματα της αγγλοσαξονικής προέλευσης αρχιτεκτονικής, συνδέεται ως ηθικό κίνημα, με τον κοινωνικό ρεαλισμό.[9]

Ο Βρετανός αρχιτέκτονας Τζέιμς Στέρλινγκ (Sir James Stirling, 1926-1992) στο κτίριο της Σχολής Ιστορίας του Cambridge, που έχτισε ο ίδιος το 1964 «χρησιμοποίησε την διαγώνιο ως κύριο άξονα της οργάνωσης της κάτοψης», ενώ παράλληλα διεύρυνε τη χρήση του τούβλου και του γυαλιού, φτάνοντας στο σημείο η γυάλινη επιφάνεια να υπερκαλύπτει το περίβλημα του τούβλου.[10]

Ίσως το κόσμημα του Μπρουταλισμού να είναι το κτίριο της Σχολής Ιστορίας του Κέιμπριτζ, το οποίο κοσμεί τις σελίδες των εγχειριδίων αρχιτεκτονικής στο Ηνωμένο Βασίλειο και πέραν αυτού. Κάθε αρχιτεκτονικό μέλος έχει έναν ακριβή ρόλο στη σύνθεση του κτιρίου, με την εκπληκτική γυάλινη οροφή, ένα «πλωτό γυάλινο σύννεφο», να δημιουργεί έναν καταρράκτη φωτός.[11]

 

  

Ενότητα Γ΄: Η διάσταση συνθετών - κοινού στις τάσεις των αρχών του 20ου αι.


Εικόνα 3: Arnold Schönberg, 1874-1951.

Ο Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schönberg, 1874-1951) μελέτησε βιολί σε ηλικία οκτώ ετών, ενώ πολύ σύντομα επιχείρησε τις πρώτες του συνθέσεις. Ο Σένμπεργκ προχώρησε με γοργά βήματα στη μουσική και γρήγορα εισήχθη στη Βιεννέζικη μουσική ελίτ, ως ότου ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανακόψει προσωρινά την πορεία του. Περίπου την ίδια ώρα που ο Βασίλι Καντίνσκι ζωγράφιζε τα πρώτα του αφηρημένα έργα, ο Σένμπεργκ εγκατέλειπε την τονικότητα, καθώς η «μέθοδος σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους» τον καθιέρωσε σύντομα στους πιονέρους της σύγχρονης μουσικής σκέψης.[12]

Ο Σένμπεργκ, περιγράφεται στην πρώτη του περίοδο ως «μεταβαγκνερικός ρομαντικός», ενώ η δεύτερη περίοδός του χαρακτηρίζεται από τον «ατονικό-εξπερεσιονισμό». Σπουδαία επίτευξη της περιόδου αυτής είναι τα Πέντε Κομμάτια για Ορχήστρα, Έργο 16 και ο Φεγγαρίσιος Πιερότος (Pierrot Lunaire, 1912), Έργο 21, το πρώτο ατονικό του αριστούργημα.[13]

Η κύρια μέριμνα του Σένμπεργκ ήταν η προσέγγιση του προφορικού λόγου και της μουσικής, λύνοντας το πρόβλημα με το «ομιλούμενο τραγούδι» (Sprechstimme), ένα καινούριο ύφος κατά το οποίο «η φωνητική μελωδία εκφέρεται προφορικά μάλλον παρά άδεται σε ακριβή ύψη και με αυστηρή ρυθμική».[14]

Η κατάληξη της προσπάθειας αυτής είναι μια «εξώκοσμη, αλλόκοτα εντυπωσιακή φωνητική γραμμή, η οποία προσεγγίζει την τελειότερη εκδοχή της στον Φεγγαρίσιο Πιερότο», το διασημότερο έργο του, με μια θέση στα δεσπόζοντα αριστουργήματα του μουσικού μοντερνισμού.[15]

Επιλέγοντας από είκοσι ένα ποιήματα, ο Σένμπεργκ σχεδίασε ένα έργο τριών μερών. Στο πρώτο μέρος, ο Πιερότος ονειροπολεί, μεθυσμένος από το φεγγάρι. Το δεύτερο μέρος τον βρίσκει σε έναν βίαιο, βλάσφημο και εφιαλτικό κόσμο, ενώ στο τρίτο μέρος ταξιδεύει, στοιχειωμένος από νοσταλγικές σκέψεις, σ’ ένα παραμυθένιο παρελθόν.

Ο Πιερότος, αποτελεί για τον Σένμπεργκ τον «παραδειγματικό καλλιτέχνη του πρώιμου 20ου αιώνα, ένας αποξενωμένος, μισητός από την κοινωνία που υποφέρει από τις πληγές του, αλλά ταυτόχρονα είναι περήφανος γι’ αυτές», ζει για να εκφράζει με τον τρόπο του την αλήθεια για τον κόσμο και την κοινωνία, όπως όλοι οι εξπρεσιονιστές, καθώς αντιπροσωπευτικό έργο του εξπρεσιονιστικού κινήματος είναι ο Πιερότος του Σένμπεργκ.[16]

Ο Κούρτ Βάιλ (Kurt Julian Weill, 1900-1950), Γερμανός εβραϊκής καταγωγής, υπήρξε μαθητής του Φερούτσιο Μπουζόνι και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο το 1920, ενώ συνεργάστηκε με τον Μπέρτολτ Μπρέχτ, σε κάποια από τα κορυφαία τραγούδια της εποχής.[17]

Το Mack the Knife (Μακ ο σουγιάς), αρχικά «Die Moritat von Mackie Messer», είναι ένα τραγούδι του Γερμανού συνθέτη Κουρτ Βάιλ, σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ για το μουσικό τους δράμα Die Dreigroschenoper ή Όπερα της πεντάρας, όπως είναι ευρέως γνωστή, η οποία δημιούργησε αίσθηση στο ευρύ κοινό, ήδη από την πρεμιέρα της στο Βερολίνο το 1928, στο Θέατρο του Φράγματος των Ναυπηγών (Schiffbauerdamm Theatre).

Στην καρδιά της ιστορίας του «Mack the Knife» υφίσταται μια μεγάλη ειρωνεία, καθώς ένα τραγούδι που αναφέρεται σ’ έναν ψυχρό σειριακό δολοφόνο, γραμμένο από έναν μαρξιστή συγγραφέα κι έναν αριστερό συνθέτη, μια μουσική σύνθεση κι ένα τραγούδι που σκόπευε να αποκαλύψει τις υποκρισίες της αστικής ηθικής, κατέληξε να γίνει μια τεράστια παγκόσμια εμπορική επιτυχία, κυρίως δε στις ΗΠΑ, ενώ χρησιμοποιήθηκε ακόμη και σε μια διαφημιστική εκστρατεία του 1980 για τα χάμπουργκερ των McDonald's («Mac tonight»).[18]

Ο Βάιλ, υπό την επιρροή του Μπρεχτ, επέστρεψε οριστικά στις λαϊκές φόρμες, ενώ επιθυμούσε, όπως ο Στραβίνσκι, να αναβιώσει την «όπερα-νούμερο», στα πλαίσια όμως του σημαντικού θεατρικού έργου, γεμάτου από τη λαϊκή μουσική των καμπαρέ». Με τον Βάιλ τα «αποκλίνοντα ρεύματα του λαϊκού μουσικού θεάτρου και της όπερας, συγχωνεύονται σ’ ένα μουσικό θέατρο κοινωνικής συνείδησης», καθώς το θέατρο των Μπρεχτ και Βάιλ, είναι αντί-Βαγκνερικό και αντί-εξπρεσιονιστικό.[19]

Ως συνέπεια της «μαζικής κατανάλωσης», το φιλόμουσο κοινό των αρχών του 20ου αιώνα, απομακρυνόταν από τις σύγχρονες μουσικές τάσεις, καθώς οι «γλώσσες της τέχνης» δεν ήταν πια κοντά στις συνήθειες του ευρύτερου κοινού. Το φαινόμενο της πρωτοπορίας (αβανγκάρντ), ήταν δηλωτικό της αδυναμίας των καλλιτεχνών να προσεγγίσουν το ευρύ κοινό, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, καθώς το μεγαλείο του παρελθόντος είχε και την ξεκάθαρη στήριξη της άρχουσας τάξης. Στα έργα του Σένμπεργκ, κυρίως μετά το 1920, οι θεατές αντιλαμβάνονται τις τονικές αλλαγές της μουσικής του κι όσο εκείνοι αδιαφορούσαν, τόσο αυτή σταδιακά «γκετοποιούνταν».[20]

Σε αντίθεση με τα έργα του Σένμπεργκ, όπως ο Φεγγαρίσιος Πιερότος, τα έργα του Βάιλ, όπως το Mack the Knife, ήταν προσιτά στο ευρύ κοινό, λόγω των επιλογών του συνθέτη, όπως αυτό αποδεικνύεται και από την τελική πορεία τους.

 

 

Επίλογος

 

Τα Happenings έλκουν την καταγωγή τους σε νεωτεριστικά κινήματα όπως ο ντανταϊσμός, ο κυβισμός, ο φουτουρισμός,  ο κονστρουκτιβισμός, ο εξπρεσιονισμός και τα  Μπάουχαους της Βαϊμάρης.

Ο μπρουταλισμός είναι η αρχιτεκτονική που μας αρέσει να μισούμε, έτσι περιγράφουν κάποιοι τη μπρουταλιστική αρχιτεκτονική. Πιθανόν δεν υπήρξε άλλο αρχιτεκτονικό στυλ που ήταν δαιμονοποιημένο και μισητό όσο και ο μπρουταλισμός, ειδικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 70, του '80 και του '90.

Η πρωτοποριακή μουσική (Avant-garde music), είναι μια μορφή μουσικής που θεωρείται πως βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πειραματισμού και της καινοτομίας για την κριτική της στις υπάρχουσες αισθητικές συμβάσεις και την απόρριψη του status quo και την πρόθεσή της να αμφισβητήσει ή να αποξενώσει το κοινό.

Ωστόσο, οι θεατές απομακρύνονται σταδιακά από τις νεότευκτες μουσικές του Σένμπεργκ και των ομοϊδεατών του καλλιτεχνών, καθώς οι τελευταίοι αδυνατούν να τους προσελκύσουν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλουν.

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

  • Cambridge in Concrete: the boom years of Brutalism, Πρόσβαση: 23/04/207, http://www.cam.ac.uk/research/news/cambridge-in-concrete-the-boom-years-of-brutalism .
  • Cheal, David, The Life of a Song: «Mack the Knife», Financial Times, Πρόσβαση: 22/04/2017, https://www.ft.com/content/90df12d6-b87f-11e5-b151-8e15c9a029fb .
  • Dumont, JeanGilbert, Ποπ Αρτ, Ο θρίαμβος της ασυναρτησίας, εφημερίδα Ημέρα, φύλλο 17/10/1965.
  • Εμμανουήλ, Μ., Πετρίδου, Β., Τουρνικιώτης, Π., Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, Τόμος Β, Εικαστικές τέχνες στην Ευρώπη από τον 18ο  ως τον 20ο αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
  • Happenings, The Art Story: Modern Art Movements, Artists, Ideas and Topics, πρόσβαση: 20/04/2017, http://www.theartstory.org/movement-happenings.htm .
  • Machlis, J. & Forney, K., Η Απόλαυση της Μουσικής: Εισαγωγή στην ιστορία - μορφολογία της Δυτικής Μουσικής, μετ. Πυργιώτης, Δ., Εκδόσεις Fagotto, Αθήνα, 1996.
  • Μάμαλης Ν., Ο 20ος αιώνας, στο Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, Τόμος Γ΄, Η μουσική στην Ευρώπη, ΕΑΠ, Πάτρα 2008: σελ. 239-331.
  • Πετρίδου, B., Ζιρώ, Ό., Τέχνες και αρχιτεκτονική από την αναγέννηση έως τον 21ο αιώνα, Εκδόσεις Κάλλιπος, 2015.
  • Joseph Beuys Biography, Art, and Analysis of Works, The Art Story πρόσβαση: 20/04/2017, http://www.theartstory.org/artist-beuys-joseph.htm .
  • Σάλτσμαν, Έρικ, Εισαγωγή στη μουσική του 20ου αιώνα, μετάφραση Γιώργος Ζερβός. Έκδοση, 2η έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989.
  • Σιώψη, Αναστασία, «Αισθητικές προσεγγίσεις στον Pierrot Lunaire (1912), op. 21, του Arnold Schoenberg», Πόρφυρας, τομ. ΚΔ’, 107-110, φυλ. 110, Ιαν.-Μαρ. 2004: 561-574.
  • Frampton, Kenneth, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Iστορία και Κριτική, Θεμέλιο, Αθήνα 2009.
  • Χαραλαμπίδης, Άλκης, Η τέχνη του 20ού αιώνα. Η μεταπολεμική περίοδος, τ. ΙΙΙ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1995.

 

 

Παράρτημα εικόνων

 

Εικόνα 1: Joseph Beuys. How To Explain Pictures to a Dead Hare.1965, πρόσβαση: 23/04/2017, https://gr.pinterest.com/pin/277182552037929177/.

Εικόνα 2: James Stirling, Faculty of History - University of Cambridge,building, 1964-1967, πρόσβαση: 23/04/2017, https://gr.pinterest.com/ricardo290688/architecture/

Εικόνα 3: Arnold Schönberg, Πρόσβαση: 23/04/2017, http://www.br.de/radio/bayern2/wissen/radiowissen/arnold-schoenberg-zwoelftoener-100.html.

 



[1] Εμμανουήλ-Πετρίδου-Τουρνικιώτης, σ. 98-99.

[2] Χαραλαμπίδης, Άλκης, σελ. 100-105, Happenings, The Art Story: Modern Art Movements, Artists, Ideas and Topics, πρόσβαση: 20/04/2017.

[3] Εμμανουήλ-Πετρίδου-Τουρνικιώτης, σελ. 152-153.

[4] Εμμανουήλ-Πετρίδου-Τουρνικιώτης, σελ. 152-153, Joseph Beuys Biography, Art, and Analysis of Works, The Art Story πρόσβαση: 20/04/2017.

[5] Εμμανουήλ-Πετρίδου-Τουρνικιώτης, σελ. 153.

[6] Dumont, JeanGilbert, Ποπ Αρτ, Ο θρίαμβος της ασυναρτησίας, εφημερίδα Ημέρα, φύλλο 17/10/1965.

[7] Frampton, Kenneth, σελ. 235.

[8] Frampton, Kenneth, σελ. 235.

[9] Χαραλαμπίδης, Άλκης, σελ. 371.

[10] Frampton, Kenneth, σελ. 239.

[11] Cambridge in Concrete: the boom years of Brutalism, Πρόσβαση: 23/04/2017.

[12] Machlis, J. & Forney, K., σελ. 373-374.

[13] Στο ίδιο, σελ. 374.

[14] Στο ίδιο, σελ. 375.

[15] Machlis, J. & Forney, K., σελ. 375.

[16] Σιώψη, Αναστασία, σελ. 562.

[17] Μάμαλης Ν., σελ. 280.

[18] Cheal, David, The Life of a Song: «Mack the Knife», Financial Times, Πρόσβαση: 22/04/2017.

[19] Σάλτσμαν, Έρικ, σελ. 147.

[20] Μάμαλης Ν., σελ. 243.


ΕΑΠ ΕΠΟ20 - Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη - 4η, 2016-2017

*Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 



#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!