«Ο Ευριπίδης και η τραγικότητα της Μήδειας»

 

«Ο Ευριπίδης και η τραγικότητα της Μήδειας»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

Προλεγόμενα 

Θέμα: Ο Ευριπίδης και η τραγικότητα της Μήδειας 

Συμπέρασμα 

Βιβλιογραφία 


Προλεγόμενα


Η Μήδεια, μια τραγωδία πάθους και σύγκρουσης της λογικής με τον ακραίο παραλογισμό, το άλογο στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης, διδάχθηκε το 431 π.Χ.

Εδώ ο Ευριπίδης αναλύει την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και αποκρυπτογραφεί τις αντιδράσεις σε ακραίες συνθήκες.[1]

Κεφαλαιώδες μέρος της τραγωδίας αποτελεί ο «αγών λόγων» μεταξύ των δύο συζύγων, της Μήδειας και του Ιάσονα, που ρίχνει άπλετο φως στους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου, ενώ συνοψίζει τις προθέσεις τους και τις πράξεις που θα επακολουθήσουν, μέσα από την αντιπαραβολή ανθρώπων, ιδεών, τρόπου ζωής και εν τέλει, δύο ετερόκλητων κόσμων και πολιτισμών.[2]

Η αέναη πάλη μεταξύ θηλυκού και αρσενικού, λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις και οδηγεί, μοιραία και αναπόφευκτα, σε οριακές αντιδράσεις τους ήρωες και κυρίως την σύζυγο και μητέρα Μήδεια, που εξοντώνει την ίδια της τη γέννα, ταυτόχρονα με τη δική της ανθρώπινη υπόσταση, τυφλωμένη από ένα αβυσσαλέο πάθος και μίσος.

Ο κορυφαίος τραγικός ποιητής, με ευρηματικούς δραματολογικούς τρόπους και μοτίβα που ξεπερνούν συχνά τα στερεότυπα της εποχής, κατόρθωσε να εξιλεώσει, ως ένα βαθμό, την ηρωίδα του, εμφανίζοντάς την ως μια τραγική μορφή.

Σε τούτο το δοκίμιο, αναζητούμε και ερευνούμε διεξοδικά, τα γνωρίσματα της προσωπικότητας, τα στοιχεία της υπόθεσης, καθώς και τις δραματικές τεχνικές τις οποίες χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης, προκειμένου να προσδώσει τραγικότητα στην Μήδεια, αλλά και σε τι συνίσταται η τραγικότητα αυτή.

 


Ο Ευριπίδης και η τραγικότητα της Μήδειας

 

Στα έργα του Ευριπίδη η γυναίκα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο και καταγράφεται ανεξίτηλα στο υποσυνείδητο του θεατή, με κλασικότερο παράδειγμα την εξωτική πριγκίπισσα της Κολχίδας, τη φοβερή ιέρεια, πινδαρική μάγισσα και προφήτισσα Μήδεια, την οποία ενέπλεξε αριστοτεχνικά και οδυνηρά ρεαλιστικά, σε μια ερωτική και οικογενειακή διαμάχη.[3]

Η οργισμένη Μήδεια, εκδικείται τον Ιάσονα για την αθέτηση των όρκων του και την ερωτική του απιστία με τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, επαγόμενη τους άγραφους αντρικούς νόμους, σκοτώνοντας τους γιους τους Φέρητα και Μέρμερο. Παρότι θεωρείται απίθανο να επικροτούσαν οι Αθηναίες σύζυγοι μια τέτοια βίαιη και αποτρόπαιη συμπεριφορά, εντούτοις τα δράματα του Ευριπίδη δείχνουν ευνοϊκή διάθεση, παρά τις επικρίνουν.[4]

Η Μήδεια, θύμα και θύτης συνάμα, εμφανίζεται ως γυναίκα ενστικτώδης και παρορμητική, σαν ένα ακραίο φυσικό φαινόμενο, εν δυνάμει θανατηφόρο, σκληρή και εξαιρετικά επικίνδυνη, περήφανη, πονηρή, ψυχρά αποτελεσματική, πραγματική μάγισσα, προερχόμενη από μια κοινωνία στην οποία οι δεσμοί αίματος αφορούν την ίδια τη ζωή κι όχι κοινωνικές επαφές. Η αντιφατικότητα των λόγων της ηρωίδας, που τη μια αγκαλιάζει τα τέκνα της και την άλλη σαν κακός δαίμων τα θανατώνει, η ορθή και διαυγής σκέψη της και το ασίγαστο πάθος, συνθέτουν την ιδιαίτερη προσωπικότητά της, ενώ ο Ιάσονας, ένας συγκαταβατικός, ευκαιριακός και αδίστακτος άνθρωπος, γεμάτος αυταπάτες και απεχθή αυταρέσκεια, αποζητά την κοινωνική αποδοχή, δεινός ρήτορας και ορθολογιστής, που υποτιμά όμως τις δυνατότητες της Μήδειας.[5]

Οι άλλοι δύο κύριοι χαρακτήρες, ο Κρέοντας και ο Αιγέας, σκιαγραφούνται ως αδύναμοι και φοβισμένοι, με λίγα θετικά χαρακτηριστικά. Η χαρακτήρες της Τροφού και του Παιδαγωγού, ιδιαίτερα όμως των παιδιών, σκιαγραφούν την ηρωίδα με πιο ανθρώπινη συμπεριφορά, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την τραγικότητά της.

Η Ασιάτισσα Μήδεια, εγγονή του Ήλιου, μολονότι προέρχεται από τη μακρινή ανατολή, αγγίζει βαθιά με την αγόρευσή της την αθηναϊκή κοινωνία του 5ου αιώνα.

Ο Ευριπίδης, στην Μήδειά του, επικεντρώνεται στο ζήτημα της κοινωνικής κατωτερότητας των γυναικών («Από όλα πάλι τα πλάσματα που έχουν πνοή και λογικό οι γυναίκες είμαστε το πιο αξιολύπητο», στ. 230-231).[6]

Οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές, όπως ο Ευριπίδης, θεωρούν τις γυναίκες ιδιαίτερα σημαντικές, κρίνοντας και από τον αριθμό των έργων με γυναικείους χορούς. Ο Ευριπίδης, παρουσιάζει τη Μήδεια να επιδιώκει την ευμένεια του χορού των Κορινθίων γυναικών, παρότι αισθάνεται ξένη προς τον τόπο («Ο ξένος οφείλει ασφαλώς να εναρμονίζεται απολύτως με την πόλη», στ. 222, «Είμαι το λάφυρο που έφερε από βάρβαρη χώρα», στ. 256), ανιστορώντας τα δεινοπαθήματα των γυναικών και την μοιραία καθυπόταξη στους άντρες (στ. 230-251), ασκώντας ταυτόχρονα κριτική σε θεσμούς με βαθιά θεμέλια στην αθηναϊκή κοινωνία, όπως η προίκα («…ξοδεύοντας χρήμα και χρήμα […] κύριο του κορμιού μας…», στ. 232-234), αλλά και τον κοινωνικό στιγματισμό από το ενδεχόμενο διαζύγιο («Γιατί ο χωρισμός για τη γυναίκα είναι στίγμα», στ. 237).[7]

Επισημαίνει ουσιαστικά τη δουλεία των γυναικών, καθώς είναι κλεισμένες στο σπίτι κι η ευτυχία τους εξαρτάται από την επιλογή συζύγου, καταδικασμένες να έχουν «καρφωμένο το βλέμμα σε μια μόνο ψυχή», παρότι οι άντρες κυκλοφορούν ελεύθεροι και ζουν τη ζωή τους (στ. 241-248), ενώ αντικρούει το τελευταίο αντρικό επιχείρημα, πως εκείνοι μάχονται στον πόλεμο, λέγοντας: «Θα προτιμούσα να σταθώ τρεις φορές πλάι στην ασπίδα παρά να γεννήσω μία» (στ. 250-251).

Σε πρώτο πλάνο, η σφοδρή ερωτική αντιζηλία, η οργή και το άσβεστο μίσος μιας προδομένης γυναίκας («Όταν όμως αισθανθεί αδικημένη στο κρεβάτι, δολοφονικότερη ψυχή δεν υπάρχει», 265-266), ενώ ο Ιάσονας εμφανίζεται, ως αχρείος και χειρότερος όλων («…ο άντρας μου, αποδείχθηκε ο χειρότερος όλων», στ. 229).

Οι χοροί του Ευριπίδη συμπάσχουν με τους ήρωες του έργου, καθώς αντιδρώντας παρορμητικά, εκφράζουν την επιθυμία να ήταν ψευδές το βίωμά τους.[8]

Τρομοκρατημένος εδώ ο χορός, επιδιώκει μάταια να αλλάξει γνώμη στην ισχυρή και ατρόμητη Μήδεια, προσπαθώντας να τη νουθετήσει («Και θα μπορέσεις να θανατώσεις, γυναίκα, το σπλάχνο σου;[…] η πιο δυστυχισμένη γυναίκα», στ. 816-818), όμως εκείνη είναι αμετάπειστη («Έτσι θα πληγωθεί ο άντρας μου όπως δεν πληγώθηκε ποτέ», στ. 817). Η Μήδεια αποσπά την υπόσχεση του χορού πως δεν θα μιλήσει, καθώς εκδικείται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον όλων των γυναικών, σε μια άδικη, ανδροκρατούμενη κοινωνία («Από σένα πάντως θέλω μονάχα τούτο [...] να μη μιλήσεις», στ. 259-263).

Στην καταλυτική συνάντησή της με τον Κρέοντα, η Μήδεια, ως ικέτιδα, εκμαιεύει μικρή διορία ώστε να προετοιμαστεί για στην εξορία, επιστρατεύοντας δόλια μέσα για να τον καθησυχάσει («Άφησέ με να μείνω αυτή τη μία ημέρα[…] στην εξορία», στ. 340-341).

Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί συχνά τον αγώνα λόγων, τη δημόσια αντιπαράθεση, σε ρητορικά ζεύγη λόγων, με αυστηρή δομή, σαφή όρια και εσωτερικές μεταβάσεις, που δεν λειτουργούν καταλυτικά στην εξέλιξη της πλοκής. Στη Μήδεια η διαμάχη της ηρωίδας με τον Ιάσονα (στ. 446-626), συμβάλει ζωτικά στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων και στα κυρίαρχα μοτίβα του έργου.[9]

Ο Ιάσων επιρρίπτει ευθύνες στη Μήδεια για την επικείμενη εξορία («Εσύ, ενώ μπορούσες να ζεις σ’ αυτή τη γη [...] θα εξοριστείς από τη χώρα», στ. 449-450), ενώ  αναφέρει ως όλα γίνονται για καλό, προσφέροντας ταυτόχρονα οικονομική στήριξη («Νοιάζομαι για το δικό σου το καλό, γυναίκα […] και να μη στερηθείς τίποτα», στ. 460-462).

Η Μήδεια στηλιτεύει την αθέτηση των γαμήλιων όρκων (στ. 492-495), του καταλογίζει αχαριστία και δολερότητα (στ. 546-549) και απαριθμεί τις ευεργεσίες της στον Ιάσονα, υπενθυμίζοντάς του ότι άφησε τους δικούς της και την πατρίδα, δολοφονώντας τον αδελφό της για χάρη του κι ήταν η ίδια που τον έσωσε (στ. 475-487), αλλ’ αυτός ασυγκίνητος, επισημαίνει τη βαρβαρική της καταγωγή και την τύχη που την έφερε στην πολιτισμένη Ελλάδα («ζεις σε γη ελληνική και όχι βάρβαρη […] και απόχτησες όνομα», στ. 536-540).

Στις καθοριστικές δραματικές παρεμβάσεις του Ευριπίδη, συγκαταλέγεται ο ερχομός του Αιγέα, του άτεκνου Αθηναίου βασιλιά, που φτάνει στην Κόρινθο από τους Δελφούς. Η Μήδεια τον επισκέφθηκε, ως μάγισσα με τα μαγγανευτικά της βότανα και τον διαβεβαίωσε πως θα τεκνοποιούσε («Εγώ θα σε λυτρώσω από την [….] Τέτοια βοτάνια κατέχω», στ. 717-718), ενώ εκείνη διεκδίκησε ως αντάλλαγμα την προστασία του. Ο Αιγέας, που δεν γνώριζε τα τερατώδη σχέδιά της, υπόσχεται να της δώσει καταφύγιο στην Αθήνα.

Έχοντας πια σιγουρέψει την καταφυγή της, προσχεδιάζει τα καταχθόνια σχέδιά της («…Τώρα θα συντρίψω, φίλες, τους εχθρούς, θα θριαμβεύσω…», στ. 764-767), ετοιμάζει το φόνο της Γλαύκης («Αν πάρει τα στολίδια […] κακό θάνατο θα λάβει, και αυτή και όποιος την αγγίξει», στ. 787-788) και αποφασίζει να σκοτώσει τα ίδια της τα παιδιά («Τα παιδιά μου θα τα σκοτώσω», στ. 792). Καλεί τον Ιάσονα και προσποιείται πως ζητά συγγνώμη («Ιάσονα, ζητώ να με συγχωρήσεις για όσα έχω πει», στ. 869-870) και κομίζει το δηλητηριασμένο χιτώνα με το στέμμα, χάρισμα του θεού Ήλιου, ως δώρο στη Γλαύκη (στ. 947-951).

Η Μήδεια ευρισκόμενη σε νοσηρή ψυχική κατάσταση, διχασμένη ανάμεσα στο πάθος και τη λογική, αμφιταλαντεύεται μπροστά στο «τραγικό δίλημμα», αντιπαλεύει με τον εαυτό της, για το φόνο των παιδιών της, μιλώντας για κείνα με αγάπη σε μια συνταρακτική, ανατριχιαστική σκηνή (στ. 1020-1080). Μετά τον στιγμιαίο δισταγμό, δικαιολογεί την πράξη της ως το μοναδικό τρόπο εκδίκησης, για την τιμωρία του Ιάσονα και της οικογένειας του Κρέοντα (στ.1079-1080).

Καθώς η Μήδεια συλλογίζεται τις ενέργειές της, ένας αγγελιοφόρος φτάνει και την πληροφορεί για την άγρια επιτυχία του σχεδίου της (στ. 1125-1126). Η Γλαύκη έχει πεθάνει από τον δηλητηριασμένο χιτώνα, το ίδιο και ο Κρέοντας, μέσα σε βασανιστικούς πόνους.

Στη συνέχεια η τραγική ηρωίδα, οριστικοποιεί την απόφασή της να γίνει παιδοκτόνος, επικαλούμενη την αδήριτη ανάγκη της φρικαλέας πράξης της («Ανάγκη αδήριτη. Πρέπει να πεθάνουν»…», στ.1240 κ.ε.), καθώς χάνει τον έλεγχο και δεν μπορεί πια να καταλαγιάσει την οργή της.

Η Μήδεια, ως «αλύγιστη γυναίκα», υλοποιεί το αποτρόπαιο έγκλημά της, εκτός σκηνής, ενώ τα παιδιά την εκλιπαρούν για τη σωτηρία τους, προκαλώντας έλεο και φόβο στους  θεατές και θρήνο στο χορό (στ. 1970-1280).

Ευθύς, ο Ιάσονας μαθαίνει τη δολοφονία της Γλαύκης και του Κρέοντα και ορμώντας στη σκηνή για να τιμωρήσει τη Μήδεια, μαθαίνει πως τα παιδιά του έχουν χαθεί από το χέρι της ίδιας τους της μητέρας (στ. 1306-1310).

Στην κατακλείδα του έργου, ο Ευριπίδης παραβιάζει θεατρικές συμβάσεις της εποχής, εμφανίζοντας τη Μήδεια πάνω στο μαγικό άρμα του Ήλιου, ως «ἀπὸ μηχανῆς θεός», με τα άψυχα σώματα των παιδιών της, χλευάζοντας και λοιδορώντας τον Ιάσονα, ενώ δεν του επιτρέπει να δει τα νεκρά παιδιά τους και να τα αποχαιρετήσει για τελευταία φορά (στ. 1410 κ.ε.), προφητεύοντας το τέλος του («Εσύ, ελεεινέ, θα λάβεις, όπως σου αρμόζει, θάνατο ελεεινό, […] της Αργώς», στ. 1386-1387).

Η Μήδεια φεύγοντας με το μαγικό άρμα, έχοντας απολαύσει θριαμβικά την εκδίκησή της, περνά από την τραγική διάσταση του ανθρώπινου πόνου και της ανορθοδοξίας, στη δαιμονική σφαίρα, όπου και χάνεται.[10]

Το έργο τελειώνει με την θρηνωδία του χορού, για τα τραγικά κι απρόσμενα δεινά που θα προκύψουν από τη θέληση των θεών.

Ο Ευριπίδης, ο τραγικότερος των ποιητών, δραματοποιεί την ανθρώπινη δυστυχία, εξωθώντας την ανθεκτικότητα των θεατών στο ακρότατο σημείο, με ορισμένες αφόρητες σκηνές, όπως ο ανατριχιαστικός θάνατος της Γλαύκης στη Μήδεια, με σκοπό να προβοκάρει τα αισθήματα του κοινού («Οι σάρκες της, καθώς τις έτρωγε το φαρμάκι με αόρατα σαγόνια, […] ήταν ένα θέαμα φριχτό…»,  στ. 1195-1220).[11]

Η Μήδεια διαφέρει από τον αριστοτελικό τραγικό ήρωα, καθώς θεωρείται περισσότερο τραγική μορφή, παρά τραγικός χαρακτήρας, είναι όμοιος με μας και δεν θα έπρεπε να νιώθουμε έλεος και φόβο για έναν ανόμοιό μας.[12]

Ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί επαναλαμβανόμενες εικόνες για να αποδώσει έντονη έμφαση και αντίθεση, όπως το άγγιγμα των χεριών στη Μήδεια, συμβολίζοντας ιερό όρκο ή τρυφερή οικειότητα, άλλοτε τον θάνατο και την καταστροφή.[13]

Η γλαφυρή γλώσσα του Ευριπίδη είναι γεμάτη με ολοζώντανες εικόνες, όπως όταν η τροφός της Μήδειας αναφέρεται στο φοβερό βλέμμα της, που παρομοιάζει με βλέμμα ταύρου (« Μόλις τώρα είδα πώς αγριεύτηκε με τα παιδιά το μάτι της, μάτι οργισμένου ταύρου», στ. 92).[14]

Τα γεγονότα των θανάτων της Γλαύκης και του Κρέοντα, όπως και η άγρια παιδοκτονία, διαδραματίζονται εκτός σκηνής και περιγράφονται περίτεχνα από κάποιον αγγελιοφόρο, αντί να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια των θεατών.

Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες των ευριπίδειων δραμάτων είναι πιο ευάλωτοι κι ανυποστήρικτοι, σε σχέση με άλλων τραγικών ποιητών, καθώς δεν υπαινίσσονται θεϊκές παρεμβάσεις, ενώ οι ήρωες είναι περισσότερο θύματα των παθών τους και των συγκυριών.[15]

Ο Ευριπίδης επέλεγε συνειδητά τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης λιτότητας στους διαλόγους, πάντα εντός της κοσμιότητας και του μέτρου του τραγικού είδους, ώστε αυτοί να καθίστανται απολύτως συμβατοί με τα αντιηρωικά πρόσωπα και δεδομένα της πλοκής.[16]

 

Συμπέρασμα

Στη Μήδεια του Ευριπίδη, παρουσιάζεται αριστοτεχνικά το αχαλίνωτο ερωτικό πάθος και οι μύχιες πτυχές του. Στην καρδιά της τραγωδίας βρίσκεται μια σειρά βίαιων ανθρωποθυσιών που προκύπτουν από μια παθιασμένη ερωτική σχέση.

Η πανίσχυρη μάγισσα, μετατρέπεται σε μια οργισμένη απατημένη σύζυγο, γεμάτη μίσος και δίψα για εκδίκηση, την πρωτόγονη, βίαιη ανθρώπινη παρόρμηση, με αδρές πινελιές μητρικής τρυφερότητας της τραγικής μάνας, προκαλώντας έτσι σύγκρουση συναισθημάτων.

Η Μήδεια είναι μια τραγική εγκληματική φιγούρα, όχι πάντως αναίτια, ενώ προσπαθεί αρχικά να αντιπαρέλθει την τραγική της κατάσταση με δύναμη και αξιοπρέπεια.

Ο Ευριπίδης καινοτομεί για την εποχή του, μια περίοδο βίαιων κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων και αλλαγών. Παρουσιάζει και στηλιτεύει με αλληγορικό τρόπο, μέσα από το έργο του, μια σειρά από παθογένειες της κοινωνίας, όπως ήταν η κατώτερη θέση της γυναίκας σ’ αυτή.

Επίσης, καυτηριάζει περίτεχνα την άποψη περί ανωτερότητας των Ελλήνων σε σχέση με τους «βάρβαρους» λαούς και την ελλοχεύουσα ξενοφοβία, μέσω της αντίθεσης μεταξύ του «πολιτισμένου» Ιάσονα και της «βαρβάρισας» Μήδειας.

Οι θέσεις του είναι εν πολλοίς ακραίες, γι’ αυτό και τα έργα του δεν είχαν τη δέουσα απήχηση την εποχή που διδάχθηκαν, αλλά πολύ αργότερα, όταν πια οι συνθήκες το επιτρέπουν και ίσως το απαιτούν. 

  


  *Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


Βιβλιογραφία

 

  • Ξιφαρά, Π. «Ο βίος και το ποιητικό έργο του Ευριπίδη», στο: Ανδριανού, Ε., Ξιφαρά, Π., Ο Δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 83-110.
  • Gregory, J., Η τραγωδία του Ευριπίδη, στο: Gregory, J. (επιμ.), Όψεις και θέματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. 31 εισαγωγικά δοκίμια, μτφρ. Μαρία Καίσαρ, Όλγα Μπεζαντάκου, Γαρυφαλλιά Φιλίππου, επιμέλεια Δανιήλ Ι. Ιακώβ, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σ.σ. 354-366.
  • Easterling, P. E., Σοφοκλής, στο Easterling P. E. - Knox B.M.W., επιμ., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Ν. Kονομής κ.α., Αθήνα 19942.
  • Ευριπίδης, Μήδεια, μτφρ. Θ. Κ. Στεφανόπουλος, επιμέλεια σειράς Θ. Κ. Στεφανόπουλος. 1η έκδ. Κίχλη, Αθήνα 2012.
  • Kitto, H. D. F., Η αρχαία ελληνική τραγωδία, μτφρ. Λ. Ζενάκος. 5η έκδ. Παπαδήμας Δημ. Ν., Αθήνα 1993, σ.σ. 254-270.
  • Lesky A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τ. Β΄, μτφρ. Ν.Χ. Χουρµουζιάδης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989, σ.σ. 51-73.
  • Page, D. L., Ευριπίδη Μήδεια, μτφρ. Μ. Γιατρομανωλάκης, Καρδαμίτσα, 1990.


[1] Ξιφαρά, σελ.88.

[2] Ίδιο, σελ. 88.

[3] Easterling, σελ. 439.

[4] Ίδιο, σελ. 438.

[5] Ξιφαρά, σελ. 88.

[6] Ευριπίδη, Μήδεια,  μτφρ. Θ. Κ. Στεφανόπουλος, όπως και στη συνέχεια.

[7] Gregory, σελ. 365-366.

[8] Ίδιο, σελ. 365-366.

[9] Gregory, σελ. 357-358.

[10] Lesky, 72.

[11] Easterling, σελ. 450.

[12] Kitto, σελ. 254.

[13] Gregory, σελ. 354.

[14] Ίδιο, σελ. 354.

[15] Easterling, σελ. 450.

[16] Easterling, σελ. 447.

ΕΛΠ31 - Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο - 3η, 2016-2017

*Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη