Ο Στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης (και η μάχη στο Φούρκα Δερβένι..)

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ήρωας του 1821
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης (1794 - 1864) ήταν πολεμιστής, έμπορος, πολιτικός, στρατηγός και ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε το 1797 στην περιοχή Αβορίτι Δωρίδας.
Σπουδαίος αγωνιστής του 1821 αλλά και αυτοδίδακτος συγγραφέας.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης.
Οι συμπολεμιστές του έδωσαν, λόγω του αναστήματος του, το επίθετο Μακρυγιάννης. Όταν φονεύθηκε ο πατέρας του, το 1804, προσελήφθη ως γραμματέας του Αλή Πασά, από τον Αθανάσιο Λιδωρίκη, κοντά στον οποίο μεγάλωσε στην Άρτα και τα Γιάννενα. Το 1817 άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο, από το οποίο και μέσα σε τρία χρόνια απέκτησε σημαντική περιουσία. Το 1820 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Από εκείνη τη στιγμή και μετά συμμετέχει πολλές μάχες και το 1824 γίνεται Στρατηγός. Αγωνίστηκε με θάρρος, σύνεση και προνοητικότητα σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα. Το 1825 ο στρατός του Ιμπραήμ επιτέθηκε στους Μύλους του Άργους με περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες στρατό και ο Μακρυγιάννης με 300 στρατιώτες κατάφερε να τον αντιμετωπίσει.
Υπερασπίστηκε με πάθος την Ακρόπολη το 1826 προβάλλοντας αντίσταση στον Κιουταχή, καθώς για περισσότερο από ένα χρόνο είχε οριστεί φρούραρχος. Κατά τη διάρκεια των μαχών είχε τραυματιστεί πέντε φορές και τα τραύματα του αυτά θα τον βασάνιζαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη μάχη της Αθήνας (Ακρόπολη - Περιοχή Ηρώδειου), σε ένα βράδυ, τραυματίστηκε τρεις φορές κατά την διάρκεια υπεράσπισης ενός συμπολεμιστή του. Συνήθιζε με τα τεχνάσματα και τις στρατηγικές του ανταρτοπόλεμου να εξαπατά τον αντίπαλο. Ένα από τα μέγιστα πατριωτικά του προτερήματα, ήταν επίσης ότι όσες φορές του προτάθηκε από τις προσωρινές κυβερνήσεις (κατά τη διάρκεια της επανάστασης) η παραχώρηση περιουσίας, μεγάλης ή μικρής, αυτός τις απαρνήθηκε στο όνομα της ελευθερίας της πατρίδας και της ανιδιοτέλειας. Ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης και αναγνώρισης είχε χτίσει με τους περισσότερους Αθηναίους και Υδραίους, λόγω αυτής του της ανιδιοτέλειας.
Ο Μακρυγιάννης εκτός από την πολεμική του δράση είχε ενεργή συμμετοχή και στα πολιτικά πράγματα. Μετά την αναδιοργάνωση του Ελληνικού Κράτους ο Μακρυγιάννης είχε διατελέσει μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα, με αποτέλεσμα να δικαστεί για εσχάτη προδοσία. Καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο για να μετατραπεί σε η ποινή σε κάθειρξη 10 ετών.
Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν τα 24 γράμματα της αλφαβήτου, χωρίς τόνους, πνεύματα και σημεία στίξης. Μετά το τέλος της επανάστασης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του. Αποτελούν δε σημαντικότατη, μοναδική και πολυτιμότατη ιστορική πηγή. Ήρθε σε αντίθεση με τους οπαδούς του Καποδίστρια, και αργότερα με τον Όθωνα. Πρωτοστάτησε στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Το 1852 καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία ότι σχεδίαζε την δολοφονία του Όθωνα, αλλά το 1854 αφέθηκε ελεύθερος. Το 1864 ονομάστηκε αντιστράτηγος, και πέθανε λίγο μετά στην Αθήνα σε ηλικία 67 ετών.

Απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του

Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Μολονότι έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού, δε βαστούσε από τζάκι. Ήτανε παιδί μιας φτωχής οικογένειας τσομπάνηδων και γεωργών της Ρούμελης. Να πως μας μεταδίδει ο ίδιος τη γέννησή του:
«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12).
Άλλο απόσπασμα:
«Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και δια τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι' αυτός τα συμφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη την θρησκεία ...'Οσα έπαθε η πατρίς δια τους "νόμους" και το καλό αυτεινών και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων. Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα τα σπήλαια και ζούνε με τα θερία και ρημώσαμε τους τόπους και εγίναμε η παραλυσία του κόσμου. 'Ολα αυτά μου δώσαν αφορμή να μάθω γράμματα εις τα γεράματα, να τα σημειώσω όλα. 'Ενας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ας γράψη άλλος δια 'μένα ό,τι γνωρίζη. Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή. 'Οτι έχω το μερίδιό μου, 'σ αυτείνη την πατρίδα θα ζήσω εγώ και τα παιδιά μου. 'Οτ' ήμουν νέος και στραβογέρασα από αυτά τα δεινά της πατρίδας, πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου εις διάφορους αγώνες της πατρίδος και αποκαταστάθηκα μισός άνθρωπος και τον περισσότερον καιρό είμαι εις τα ρούχα αστενής από αυτά. Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν μου σήκωσε την ζωή μου και ευκαριστώ και την πατρίδα μου οπού με τίμησε βαθμολογώντας κατά την τάξη, κατά τις περίστασες, ως τον βαθμόν του τρατηγού και ζω ως άνθρωπος μ' εκείνο οπού ευλόγησε ο Θεός χωρίς να με τύπτη η συνείδησή μου, χωρίς να γυμνώσω κανέναν ούτε μίαν πιθαμή γης.»
'Ηρθαν και οι δυο έξω, συναχτήκαμε όλ' οι αρχηγοί κι' απλοί στρατιωτικοί 'σ ένα μέρος κι' ο Δυσσέας μαζί, διαβάσαμε τις διαταγές της Κυβερνήσεως. τους είπαμε: "Σ το στρατόπεδον φέρνουν ζαϊρέ οι δημογέροντες κι' ό,τι άλλα του πολέμου κάνη χρεία. Αν έχετε τα μέσα, χρήματα, ακολουθάτε την δουλειά σας, όμως να μην είστε άδειγοι από τα μέσα, και τότε θ' αμελήσουνε και οι δημογέροντες, και μείνη το στρατόπεδον απρομήθευτον και διαλυθή, ότι οι Τούρκοι ξαπλώθηκαν πολλοί και μας ήρθαν πολλά πλησίον, πιάσαν όλα τα στενά κ' ετοιμάζονται να μπούνε μέσα.
Κι' αφού περάσουνε από τα στενά, δεν τους βαστούμε. Και καθεμέρα έχομε πόλεμον μ' αυτούς και οι άνθρωποι μπαϊλντισαν, και να μην μείνουν και νηστικοί και διαλυθούνε και κιντυνέψη Ρούμελη και Πελοπόννησο όλη. 'Οτ' είναι πολλή Τουρκιά κι' όλο συνάζονται. Κι' αν έχετε τα μέσα, καθίστε και 'νεργάτε, ειδέ, αγροικηθήτε με την Κυβέρνησιν να σας ευκολύνη τα μέσα κι' αναφέρετε κι' ό,τι σας είπαμε".
Αναφέρθηκαν τόσες φορές χωρίς να λάβουν απάντησιν. Σηκώθηκαν και πήγαν οπίσου εις την Κυβέρνησιν να της πούνε την κατάστασιν των στρατεμάτων και το προχώρεμα των Τούρκων, και οι άνθρωποι ακατάπαυτα πολεμούν, και τρέξιμον νύχτα και ημέρα, μπαϊλντίσαμεν να βαστούμε τους Τούρκους εις τα στενώματα, να μην περάσουνε κι' αφανιστή ο τόπος. Αφού φύγαν αυτείνοι δια την Κυβέρνησιν να μιλήσουνε κι' ό,τι τους διατάξουν ν' ακολουθήσουνε..
.
Άλλο απόσπασμα:

Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΔΕΡΒΕΝ ΦΟΥΡΚΑ ΤΟ 1822

 "Οι Τούρκοι όλο κουβαλιώνταν. Είχαμε στείλη έναν τζασίτη εις το Ζιτούνι και ήρθε και μας είπε ότι θα κινηθούν από τρεις μεριές να μπούνε μέσα, από το Πατρατζίκι να πέσουνε από πάνου τον ζυγόν, από τις Θερμοπύλες κι' από τη Νευρόπολη τ' ορδί του Σαλώνου. Είχαμεν πιάση τη Νευρόπολη τον Απρίλιον μήνα, τα 1822, καρσί από το Ζιτούνι. Του Δυσσέα τ' ορδί ήταν 'σ την Δρακοσπηλιά και Μπουντουνίτζα κι' ολόγυρα 'σ αυτά τα μέρη. Οι Τούρκοι τους ήρθε είδηση από Πελοπόννησον, από Αθήνα, από 'Εγριπον ότι στενεύτηκαν πολύ εκεί οι δικοί τους και να τους προφτάσουνε μιντάτια και ζαϊρέδες.
Πήγαν οι 'Ελληνες εις την Φούρκα Ντερβένι, τους έκαμαν ένα καρτέρι των Τούρκων και τους σκότωσαν καμπόσους και τους πήραν λάφυρα και ζαϊρέδες πλήθος και ζώα. 'Υστερα συνάχτηκαν Τούρκοι πολλοί, και με τα σπαθιά εις το χέρι αναχώρησαν οι 'Ελληνες άβλαβοι. Οι Τούρκοι ήρθαν απόκάτου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας και γύρα 'σ αυτά τα μέρη, τα τρογυρινά, κι' όλο ετοιμάζονταν δια να μπούνε μέσα και φύλαγαν κι' αυτές τις θέσες.
Διαλέγονται δια νυχτός ο αθάνατος Παπά Αντριάς, ο Θιοχάρης, ο Παπακώστας, ο Τρακοκομνάς και τους πέφτουν και τους δίνουν ένα χαλασμόν διαβολεμένον, και πέρασαν από πέρα το γιοφύρι πίσου οι Τούρκοι και τους κόπηκε η ορμή τους η μεγάλη, αφού έβλεπαν και τον τόπον εκείνον των Βασιλικών, των Θερμοπύλων κι' όλες αυτές τις θέσες οπού ήταν τα κόκκαλα των δυο πασσάδων, οπού 'ρθαν με τον Μπαγεράμπασσα κ' ήταν περίτου από εννιά χιλιάδες Τουρκιά κι' άλλοι τρεις πασσάδες με πλήθος γκαμήλια κι' αμάξια κι' άλλα ζώα φορτωμένα ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, κανόνια κι' άλλα είδη του πολέμου, να μπούνε μέσα -ήταν την πρώτη χρονιά- δια να φοδιάσουνε τα κάστρα κι' όλα τα μέρη¨.


Πηγή : greekbooks, ΒΙΚΙΠΑΙΔΙΑ, Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη.

Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη