«Αθανάσης Διάκος», ένας μεγάλος Έλληνας, του Δημήτρη Β. Καρέλη

«Αθανάσης Διάκος», ένας μεγάλος Έλληνας
Του Δημήτρη Β. Καρέλη
«Ενόμισα καθήκον να διατηρήσω αμεταποίητον το προσφιλές όνομα και εν τη επιγραφή του ονόματός μου»
«Αθανάσης Διάκος»
Ο ήρωας, ο  ευσεβής αθλητής, το πρότυπο ηθικού και φυσικού κάλλους, ο αληθής και γνήσιος γόνος του μεσαιωνικού αρματολισμού, ο σεμνός μαχητής, ο απόστολος  αποδεχόμενος εν πλήρει πνεύματος ηρεμία τις βασάνους του μαρτυρίου, ο Αθανάσιος Διάκος, γεννήθηκε στη Μουσουνίτσα της Παρνασσίδας.
Ο παππούς του, Αθανάσιος Γραμματικός, συμμετείχε στο αρματολίκι του διαβόητου Κωνσταντάρα από την Αγία Ευθυμία και στη συνέχεια δημιούργησε δική του ομάδα η οποία έγινε φόβος και τρόμος των Οθωμανών της Δωρίδας και της Παρνασσίδας. Ο Αθανάσιος Γραμματικός απέκτησε τρεις γιους, τον Μήτρο, τον Κωστούλα, τον Νίκο και μια θυγατέρα την Στάμω. Ο Μήτρος κι ο Κωστούλας έζησαν, πολέμησαν και πέθαναν μαχόμενοι στα βουνά της περιοχής, δίπλα στον Καπετάν Ανδρούτσο.
Ο μόνος επιζήσας εκ των τριών αδελφών Νίκος, αφιερωθείς παιδιόθεν στον ποιμαντικό βίο, έζησε στη Μουσουνίτσα, όπου και πέθανε το 1809, αφήνοντας πίσω του δύο γιους τον Μήτρο, επονομαζόμενο Μασσαβέτα, ως υιοθετηθέντα από τον Ιωάννη Μασσαβέτα, ατέκνου συζύγου της αδελφής του πατέρα του και θείας του Στάμως και τον Αθανάσιο. Ο τελευταίος γεννήθηκε κατά μία άποψη περί τα 1792 κατά δε τον Ιωάννη Φιλήμονα, περί τα 1786.
Ο Αθανάσιος μόλις έφηβος, εισήχθη από τον πατέρα του ως δόκιμος (καλογεροπαίδι) στη μονή του Αγίου Ιωάννου του ΙΙροδρόμου, κοντά στην Αρτοτίνα Φωκίδας, όπου μετά από λίγο και χειροτονήθηκε Διάκονος. Ο ιερατικός χαρακτήρας του σε συνδυασμό με το μετέπειτα πολεμικό του πνεύμα, τον κατέστησαν σύντομα πρότυπο ευσέβειας και γενναιότητας.
Η περιλάλητη  ομορφιά του νεαρού Αθανάσιου, αν και κείνος βρισκόταν κλεισμένος στο Μοναστήρι, κίνησε το ενδιαφέρον κάποιου Φερχάτβεη εκ των αγάδων της Δωρίδας, βαθύπλουτου και λάγνου, ο οποίος πεθύμησε να δει από κοντά «το άνθος όπερ έθαλλεν εν τας αγκάλαις της εκκλησίας». Μόλις έγινε γνωστή η πρόθεση του Αγά, ο Αθανάσιος Διάκος φεύγει κρυφά από τη μονή, με την προτροπή του Ηγουμένου, και καταφεύγει στα όρη της Δωρίδας όπου δρούσαν οι συμμορίες του Δήμου Σκαλτζά και του Γούλα. Από κει απηύθυνε απειλητική επιστολή προς τον αισχρό Οθωμανό, βάζοντας μέσα στο φάκελο και το φρεσκοξυρισμένο του γένι, σύμβολο του αγώνα κατά των εχθρών της Ελλάδας, τον οποίο έκτοτε κήρυττε διαρκώς. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου αγά και μετά από καβγά τον σκότωσε.
Μετά τα γεγονότα και για μεγάλο διάστημα, θήτευσε και διακρίθηκε κοντά στους Σκαλτζά και Γούλα και έλαβε τον τίτλο του αποσπασματάρχη, μπαίνοντας στο μάτι του Φερχάτη, Βοεβόδα Σαλόνων (Άμφισσας), καθώς δεν τήρησε το έθιμο κατά το οποίο έπρεπε πάντες οι αρματολοί της επαρχίας να προσέρχονται μετά δώρων και να συγχαίρουν τον άρχοντα. Μόνος ο Διάκος, ως αντιπρόσωπος του Σκαλτζά, δεν έστερξε να υποβληθεί στην υβριστική ταπείνωση. Ο δε Φερχάτης έλαβε αφορμή απ’ το γεγονός αυτό και τον κατηγόρησε στον Αλή Πασά ως ταραξία, δεν κατάφερε όμως να τον φονεύσει παρά τη σχετική άδεια που έλαβε.
Μετά από λίγο καιρό ο Αθανάσιος Διάκος, μιμούμενος το παράδειγμα των διασημότερων της Ελλάδος πολεμιστών, μετέβη στα Ιωάννινα και μέχρι του έτους 1816 υπηρέτησε στο λόχο των σωματοφυλάκων του Τεπελενλή Αλή Πασά, καθώς την εποχή εκείνη η αυλή του τρομερού Βεζύρη είχε μεταμορφωθεί σε αληθινή εφεδρεία του Ελληνισμού. Ο Αθανάσιος Διάκος παρέμεινε ως αρματολός  στο στρατό του Αλή Πασά μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Όταν ο Ανδρούτσος διορίστηκε καπετάνιος των αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος έγινε πρωτοπαλίκαρο του. Έκτοτε άρρηκτοι δεσμοί φιλίας και αδελφότητας συνέδεσαν τους δύο πολεμιστές. Όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έφυγε από τη Λιβαδειά υπό το φόβο του Μπαμπά Πασά, ο Αθανάσιος Διάκος κατέλαβε επάξια τη χηρεύουσα θέση του οπλαρχηγού της πόλης. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος με τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας, λαμβάνοντας  τον τίτλο του «κολονέλου» (συνταγματάρχης). Ο Αθανάσιος Διάκος ως οπλαρχηγός στη σημαία του που ήταν λευκή, είχε ως έμβλημα από την μία πλευρά την εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και από την άλλη τη  φοβερή ρήτρα «Ελευθερία ή Θάνατος»! Η σφραγίδα του Διάκου ήταν ωοειδής και έφερε ως σύμβολο τον δικέφαλο αετό των βυζαντινών αυτοκρατόρων,  επί κεφαλής δε τον Σταυρό και με  κεφαλαία γράμματα  Ο Θ Ν Κ, «ο Θεός νικά», όμοια και  απαράλλακτη με τη σφραγίδα  Πανουργιά. Από τη θέση τού αρχηγού του  αρματολικιού της Λιβαδειάς οργάνωσε ομάδα πολεμιστών ξεγελώντας τούς Τούρκους πώς ήθελε να χτυπήσει τον Ανδρούτσο που σήκωσε κεφάλι. Την 1 Απριλίου 1821 κυρίευσε το φρούριο της πόλης. Σύντομα και με τη βοήθεια και άλλων καπεταναίων ελευθέρωσε όλη την Ανατολική Στερεά.
Μαθαίνοντας πως Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ κατέβαιναν για να πνίξουν την επανάσταση έτρεξε προς τις Θερμοπύλες και κατέλαβε τη γέφυρα του Σπερχειού (Γεφύρι της Αλαμάνας) μαζί με τετρακόσιους περίπου πολεμιστές, όπου  κατέστησαν απόρθητο ακρόπολη το Χάνι της Αλαμάνας, ενώ οι άλλοι οπλαρχηγοί πιάνουν τις γύρω θέσεις.
Στη μάχη στις 22 Απριλίου 1821, έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν.
Ο σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο ο Διάκος συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Βακογιάννης που όρμησαν ξιφήρεις να το σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Το πτώμα του αδελφού του Διάκου, του Μήτρου Μασσαβέτα, χρησίμευσε μάλιστα ως τελευταίο οχύρωμα καθώς πίσω απ’ αυτό αγωνίστηκε πληγωμένος ο Αθανάσιος Διάκος.
Ο Διάκος μεταφέρεται σιδηροδέσμιος  από τους Τούρκους στην Λαμία, μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους!» συμπληρώνοντας, «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Ο ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνης, ο καταγόμενος από το  γένος των Παλαιολόγων Βρυόνων, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεσποτών της Μουζακίας στην Αλβανία,  που γνώριζε το Διάκο, ζήτησε από τον θηριώδη τύραννο Κιοσέ Μεχμέτ να του χαρίσει τη ζωή λέγοντάς του πως θα βοηθούσε να αλλαξοπιστήσουν πολλοί Έλληνες, όμως εκείνος ήταν ανένδοτος δηλώνοντας πως πρέπει να «δώσωμεν ιμπρέτι (τρόμο) στους ραγιάδες».
Καταδικάστηκε σε «δια πασσάλου θάνατον», ανασκολοπισμό (σούβλισμα), ποινή που εκτελέστηκε την ίδια μέρα, στις 24 Απριλίου, μέσα σε φρικτά βασανιστήρια για τον Αθανάσιο Διάκο. Το απεχθές έργο του δημίου ζήτησε και ανέλαβε ο Χαλήλμπεης,  σημαίνων Τούρκος της Λαμίας, ο οποίος έπεισε τον Μεχμέτ πασά.
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτύριο με ανείπωτο ηρωισμό. Κατά τον Φιλήμονα ο Θανάσης Διάκος στράφηκε προς τους Αλβανούς και είπε «Δεν βρίσκεται από σας κανένα παλληκάρι να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλιτώσει από τους Χαλδούπιδες!». Το τελευταίο παράπονο του μεγάλου ήρωα ήταν: «Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρη, Τώρα που ανθίζουν τα κλαριά που βγάν’ η γη χορτάρι». Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διάκος σουβλίστηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο.
Όπως μαρτυρά ο ανιψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωμα του ήρωα πετάχτηκε τελικά σε έναν μεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σημερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Εικάζεται πως οι ντόπιοι Έλληνες χριστιανοί, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαΐα. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου συγκλόνισε και ταυτόχρονα εμψύχωσε τους αγωνιστές.
Η πολιτεία για να τιμήσει τον μεγάλο Έλληνα ήρωα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με επίσημα αποκαλυπτήρια, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' , της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Η ζωή του και η μαρτυρική του θυσία ενέπνευσαν τη λαϊκή μούσα...
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ
Ανέβα Μήτρε στου  βουνού,  κατάκορφα στη ράχη
Πάρε το μάτι τ’ αητού και τ’αλαφιού το πόδι
Και την αγρύπνια του λαγού και στήσε καραούλι
Κι αν δεις χιλιάδες τον εχθρό,  άλογο και πεζούρα
Με τον Κιοσέ Μεχμέτ πάσα τον ύπνο μη μου κόψης
Στάσου, πολέμα μοναχός. Κι αν δεις μες το φυσσάτο
Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη
Πέτα ροβόλα κράξε με… Σύρε με την ευχή μου!
………………
Έσκυψ’ ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη
Κ’ εφίλησε γλυκά- γλυκά το πατρικό του χώμα
Έβραζε μέσα του ή καρδιά και στα ματόκλαδά του
Καθάριο φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ
Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιει σε τέτοια βρύση!
Δημήτρης Β. Καρέλης
Πηγές:
  • Αθανάσης Διάκος - Αστραπόγιαννος υπό Αριστοτέλους Βαλαωρίτου, (1867).
  • Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λάμπρου Κουτσονίκα - Ταγματάρχου, (1864).
  • Γεωργίου Κρέμου, «Ιστορικά Επανορθώματα» (1883).
  • Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως (1859-1861), τ. 3, σ. 195, 196
Νεότερη Παλαιότερη