Το τέλος του εμφυλίου πολέμου

Κάθε πράμα, όπως ξέρουμε όλοι μας, καλό ή κακό έχει το τέλος του. Έτσι κι ο εμφύλιος πόλεμος είχε το δικό του. Η ενίσχυση του Εθνικού στρατού στην αρχή απ’ τους Εγγλέζους κι αργότερα απ’ τους Αμερικάνους, είχε σαν αποτέλεσμα να διώξει τους αντάρτες από τα χωριά και να τους αναγκάσει να καταφύγουν στα βουνά.

Αργότερα όπως είναι γνωστό στο Γράμμο και στο Βίτσι σήμανε το οριστικό τέλος του πιο τραγικού και παράλογου πολέμου της Ελληνικής Ιστορίας, όπου χύθηκε πολύ αίμα και σκότωσε ο αδερφός τον αδερφό κι ο φίλος το φίλο και ο γείτονας το γείτονα και βρεθήκαμε οι Έλληνες χωρισμένοι στα δυο, γεμάτοι μίσος. Και χρειάστηκαν πενήντα χρόνια για ν’ αρχίσουμε να ξεχνούμε εκείνες τις διαφορές και τα μίση μας, που τα κουβαλήσαμε ακέραια κι εμείς που δεν πολεμήσαμε τότε και μόνο τα παιδιά των παιδιών, εκείνων που βρέθηκαν από τη μια ή την άλλη πλευρά, δεν θέλουν ν’ ακούσουν τίποτε για κείνα τα χρόνια της ντροπής της φυλής μας και καλά κάνουν.

Έτσι ήρθε η ώρα να γυρίσουν και οι καταδιωγμένοι πίσω στα χωριά. Έδιωξαν τις κουκουβάγιες και τα ξωτικά από τα σπίτια τους και μπήκαν μέσα.

Ήθελαν να γλείψουν τις πληγές τους και δεν είχαν σάλιο στο στόμα. Ήθελαν να τραγουδήσουν για την Άνοιξη που είχε ρθει κι είχαν ξεχάσει όλα τα τραγούδια της χαράς και μόνο τα μοιρολόγια τους είχαν απομείνει στο στεγνωμένο πικρό τους στόμα.

Κι ήταν τυχεροί κάποιοι που έφυγαν, έστω για μια λαθεμένη ιδέα. Αυτοί που έμειναν, ήταν γραμμένοι στις μαύρες λίστες. Ήταν προγραμμένοι κι έπρεπε να πληρώσουν. Τους φώναξαν λοιπόν στη χωροφυλακή. Εκεί είδαν πως δεν είχαν αρκετές πληγές και τους έδειραν να κάνουν κι άλλες. Ήταν όλοι αυτοί που είχαν χαρακτηριστεί σαν «Εθνικός κίνδυνος» και πήραν, ματωμένοι όπως ήταν, το δρόμο για τη φυλακή και την εξορία.

Κι εκείνοι που έμειναν στα σπίτια τους και τους είχαν γραμμένους στη λίστα των χαμένων, άρχισαν να πληρώνουν τ’ ανύπαρχτο, ανεξόφλητο χρέος τους, αυτοί και τα παιδιά τους, στη μητριά Πολιτεία. Όλα τα χαρτιά τους ήταν λερωμένα. Δεν εμφορούνταν από Εθνικά φρονήματα. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές, επειδή ο πατέρας τους ή πατέρας του πατέρα τους, ήταν μέλος του ΕΑΜ. Επειδή είχε κάνει στο πρώτο αντάρτικο και πολέμησε τους Γερμανούς. Επειδή διάβαζε Αυγή κι όχι Ακρόπολη. Και ο φάκελός του στην ασφάλεια τον χαρακτήριζε ως Α – Ξ (αριστερό – ξενόδουλο)

Τώρα λέμε πως εκείνα τα χρόνια, ήταν τα χρόνια του ψυχρού πολέμου και είμαστε έτοιμοι με θεωρητικές κατασκευές και ακαδημαϊκή διάθεση να εξηγήσουμε και να δικαιολογήσουμε τα όσα πρωτοφανή, εγκληματικά κι ανήκουστα γίνονταν τότε, σε βάρος του Ελληνικού λαού.

Πολλά σπίτια μετρούσαν τους δικούς τους και τους έβρισκαν λειψούς. Πολλοί είχαν αφήσει τα κόκαλά τους στα βουνά και τα λαγκάδια.

Άλλοι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς για τη Ρωσία, την Πολωνία ή την Τσεχοσλοβακία. Εκεί θα προσπαθούσαν να συμμαζέψουν τα σπασμένα κομμάτια του εαυτού τους, να δέσουν καλά την ψυχή τους στο αποκούμπι της ιδέας και να τοιμάσουν έναν άλλο γύρο. Έτσι πίστευαν τότε. Δεν ήξεραν οι κακόμοιροι την αλήθεια! Δεν τους την είπαν οι αρχηγοί και οι διαφωτιστές τους. Ίσως να μην την ήξεραν και κείνοι. Έπρεπε όμως σαν οδηγοί του λαού να την υποπτευτούν. Πως οι Μεγάλοι στη Γιάλτα, μοίρασαν την Ευρώπη και η Ελλάδα δόθηκε στους Εγγλέζους και τους Αμερικάνους μ’ ένα «ντα» του Ιωσήφ Στάλιν, που είχε στρίψει ευχαριστημένος τα μουστάκια του, για τα δικά του κομμάτια.

Χαμένοι οι πολιτικοί πρόσφυγες, στην απεραντοσύνη του Αγνώστου, μ’ ένα κομμάτι γαλάζιου όνειρου στην καρδιά, από κάποιο πράσινο χωριό στ’ Άγραφα η ένα άλλο στη Ήπειρο η τη Μακεδονία ή ένα όμορφο νησί του Αιγαίου, προσδοκούσαν πάντα την ευλογημένη ώρα του γυρισμού. Κι όταν τα μάτια έκλειναν το βράδυ, τα βήματά τους γύριζαν στο λιθόστρωτο της πατρικής αυλής, με έντονη τη γεύση του σπιτικού ψωμιού στο στόμα κι ηχούσαν στ’ αυτιά τους οι φωνές των αδερφών τους, ανάκατες με τα γαυγίσματα των σκύλων του χωριού. Μα όταν άνοιγαν τα μάτια δεν υπήρχε τίποτε. Και τότε πέρα μακριά, εκεί που τέλειωναν τα χτήματα του κολχόζ κι άρχιζε η ατέλειωτη στέπα πηδούσε ξαφνικά η ψυχή τους κι αναζητούσε τη χαμένη Πατρίδα, σ’ αυτόν τον ξένο τόπο που βρέθηκαν κυνηγημένοι, πολλές φορές σακάτηδες απ’ τις οβίδες που έσκασαν δίπλα τους, τότε που πολεμούσαν στο Δημοκρατικό Στρατό.

Κι ο κάθε πολιτικός εξόριστος έλεγε, πως κάποτε θα δοθεί αμνηστία, να ρθει στη Πατρίδα, να προλάβει τη μάνα πριν πεθάνει και ν’ ανταμώσει τ’ αδέρφια, τους συγγενείς και τους φίλους. Αλλά εδώ και πολλά χρόνια οι γέφυρες ήταν κομμένες κι αυτός απ’ την προγραφή πήγε στη διαγραφή, μέχρι που στοίχειωσε τ’ όνομά του στην οικογένεια, που για πολλά χρόνια δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτόν κι ούτε αυτός για κείνη και μόνο μια παλιά φωτογραφία τον ήθελε ακόμη να στέκει χαμογελαστός πάνω στο φράχτη του περιβολιού, δίπλα στις ανθισμένες αμυγδαλιές.

Παρατήρηση: Τα γεγονότα που αναφέρονται είναι όλα αληθινά.

Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά μου:

«ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΤΑΞΕ ΠΟΤΕ»

Σεραφείμ Χρήστου Χατζόπουλος




Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη