ΝΕΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΑΣ

Το Νέο Μοναστήρι είναι κεφαλοχώρι της πρώην επαρχίας Δομοκού, αλλά και έδρα του Δήμου Θεσσαλιώτιδας. Το συναντάμε 52 χιλιόμετρα μετά τη Λαμία και 16 από το Δομοκό.
Οι κάτοικοι του στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη). Πολλές οι εκδηλώσεις που γίνονται στα πλαίσια της διατήρησης της πολιτιστικής παράδοσης, με κορυφαία την εκδήλωση της Πρωτοχρονιάς, όπου όλοι οι κάτοικοι πιασμένοι σε ένα κύκλο χορεύουν χορούς της Βόρειας Θράκης. Ανεβαίνοντας ένα χιλιόμετρο πιό πάνω από το χωριό, συναντά κανείς το πιο καλοδιατηρημένο κάστρο του 4ου-5ου π.Χ. αιώνα, την αρχαία Πρόερνα, κομμάτι του βασιλείου του ηρωικού Αχιλλέα. Στην περιοχή υπάρχουν 5 θέσεις ακόμα προϊστορικής σημασίας. Το Νέο Μοναστήρι βρίσκεται σε κομβικό σημείο καθώς είναι χτισμένο στα όρια τριών νομών. Είναι το τελευταίο βορινό χωριό του νομού Φθιώτιδας, εκεί όπου αρχινούν οι νομοί Λάρισας και Καρδίτσας αντίστοιχα. 
Στο σταυροδρόμι αυτό το 1954 αποφασίστηκε να χτιστεί το νέο χωριό, μετά από τον μεγάλο σεισμό που ισοπέδωσε το παλιό (παλιοχώρι). Πρόσφυγες (1924) από την Ανατολική Ρωμυλία οι κάτοικοι του παλιού χωριού ξανάχτισαν τα όνειρά τους στη νέα, τωρινή, θέση. Στο μέρος αυτό υπήρχαν αρχικά, μόνο οι στάνες κάποιων βοσκών από τα κοντινά βουνά των Τρικάλων, οι οποίοι ξεχειμώνιαζαν με τα ζωντανά τους. Τώρα πια οι νομάδες αυτοί αποτελούν ένα σημαντικό πληθυσμιακό κομμάτι του χωριού με συνοικισμό (βλαχομαχαλάς) που βρίσκεται στην αρχή του χωριού (κατεύθυνση από Δομοκό). 
Χωροταξικά αν και διακρίνεται αυτός ο διαχωρισμός , κοινωνικά δεν υφίσταται! Η συνύπαρξη υπήρξε ιδανική και αποτελεί έως και σήμερα μοχλός ανάπτυξης του τόπου. Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στους πρόποδες ενός κατάφυτου λόφου όπου βρίσκονται τα απομεινάρια του αρχαίου κάστρου της Πρόερνας. Η αρχαιολογική σκαπάνη κατά καιρούς έχει φέρει στο φως σημαντικά ευρήματα. Οι ανασκαφές συνεχίζονται με εντατικό ρυθμό, φανερώνοντας σταδιακά κρυμμένα μυστικά ενός αρχαίου κόσμου.
Σήμερα το Νέο Μοναστήρι μετά τον «Καποδιστριακό Νόμο» είναι η πρωτεύουσα του Δήμου Θεσσαλιώτιδας . Άλλα εφτά, όμορφα, ιστορικά χωριά απαρτίζουν τον Δήμο. Η Εκκάρα, η Αγόριανη, τα Γαβράκια, οι Βελεσσιώτες, ο Θαυμακός, το Βαρδαλή, η Αγραπιδιά, η Σοφιάδα και τα Πετρίλια. «Το Νέο Μοναστήρι είναι το νεότερο χωριό της επαρχίας Δομοκού από τον οποίον απέχει 16 χιλιόμετρα. Βρίσκεται μέσα στο θεσσαλικό κάμπο και το διασχίζει στη μέση ο παλιός Εθνικός δρόμος Λάρισας – Λαμίας και κατέχει το βόρειο μέρος της επαρχίας. 
Είναι το τελευταίο χωριό του νομού Φθιώτιδας προς τη Λάρισα και μάλιστα εκεί που ενώνεται ο Εθνικός δρόμος Καλαμπάκας – Τρικάλων – Καρδίτσας με τον παλιό Εθνικό δρόμο Θεσσαλονίκης – Αθήνας σε θέση "κλειδί " συγκοινωνίας. Οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονται από το Μεγάλο Μοναστήρι της επαρχίας Καβακλίου, του νομού Φιλιππουπόλεως της ελληνικότατης Ανατολικής Ρωμυλίας. Το χωριό αυτό βρίσκεται χτισμένο 14 χ/τρα βόρεια του Καβακλίου και μάλιστα στις νότιες πλαγιές του υψώματος Μοναστήρ Μπαϊρ, από το οποίο πήρε το όνομα. Στην ψηλότερη κορυφή σώζονται ερείπια αρχαίου κάστρου σαν του Γυναικόκαστρου. Στα 1924 είχε 1600 κατοίκους. Από αυτούς άλλοι ήταν Μοναστηριώτες, δηλαδή ντόπιοι κάτοικοι και άλλοι Αρβανίτες, δηλαδή πρόσφυγες Έλληνες που πήγαν εκεί από την Ήπειρο για να γλιτώσουν από τις διώξεις του Αλή Πασά. Είχε τότε τετραθέσιο Ελληνικό Δημοτικό σχολείο με 100 μαθητές. 
Το χωριό εκείνο, δηλαδή το Μεγάλο Μοναστήρι, είχε έκταση 129.000 στρέμματα από τα οποία 43.000 ήταν καλλιεργήσιμα και 86000 δάση και λιβάδια. Οι σημερινοί Νεομοναστηριώτες ήρθαν στην Ελλάδα σιδηροδρομικώς και κατέβηκαν στο Χαρμάνκοϋ (Ελευθέρια) Θεσσαλονίκης το Σεπτέμβριο του 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας – Βουλγαρίας. Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στο Παλιό Αγιονέρι (Βουρλάντσα) του νομού Κιλκίς. Το χωριό αυτό απέχει από την Θεσσαλονίκη 31 χιλιόμετρα και είναι πίσω από το Βαθύλακο 3 χιλιόμετρα. Εκεί πέρασαν το χειμώνα μέχρι τον Απρίλιο του 1925. δεν τους άρεσε όμως εκεί, γιατί όπως έλεγαν «ήταν κοντά στα σύνορα». Τότε μία επιτροπή προσφύγων αποτελούμενη από τους :
• Στέργιο Βουβαλούδη
• Σιδέρη Γιαλαμούδη
• Στάϊκου Βασιλειάδη και
• του ιερέα Μιχαήλ Παπαμιχαήλ
ήρθε στην Παλιά Ελλάδα και συναντήθηκε με το Δήμο Ι. Καράλη, ο οποίος τους παρουσίασε στον τότε βουλευτή Φθιώτιδας Ευστάθιο Μαλαμίδα. Αυτός τους υποσχέθηκε να τους εγκαταστήσει στο τσιφλίκι του Μαραθέα, αφού πρώτα τα απαλλοτριώσει, πράγμα που έγινε, ύστερα από πολλές νομικές διαδικασίες αλλά οι άνθρωποι του Μαραθέα δεν το ήθελαν και αντέδρασαν δυναμικά όπως θα δούμε και παρακάτω. Έτσι τον Απρίλιο του 1925 μια μεγάλη εμπορική αμαξοστοιχία πήρε τις 216 οικογένειες, που αποτελούνταν τότε το χωριό, με τα υπάρχοντα τους από τη Θεσσαλονίκη και τους κατέβασε στο σιδηροδρομικό σταθμό του Δομοκού. Εκεί κάνανε Πάσχα, γιατί όταν ήρθαν ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και ο Μαραθέας δεν επέτρεπε την εγκατάσταση τους. Άρχισε τότε κλεφτοπόλεμος με πολλά επεισόδια μεταξύ των Νεομοναστηριωτών και των τραμπούκων του Μαραθέα. Κάθε μέρα άκουγες την κλαγγή των γκράδων του Μαραθέα που άλλοτε τουφεκούσαν στον αέρα για εκφοβισμό και άλλοτε έριχναν στο ψαχνό για να μην μπουν στο τσιφλίκι του.
 Ύστερα όμως από την επέμβαση της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων Φθιώτιδας και την προσωπική φροντίδα του βουλευτή Ευσταθίου Μαλαμίδα, μπόρεσαν και εγκαταστάθηκαν τελικά οι Νεομοναστηριώτες στα δύο παλιά τούρκικα χωριά, από τα οποία έφυγαν μετά το 1881 οι Τούρκοι για την Τουρκία και οι λίγοι Έλληνες για την Αγραπιδιά. Αυτά ήταν η Τσόμπα και το Μπικλερέρ. Στη συνέχεια αναφέρουμε μια αξιοθαύμαστη περιγραφή εγκατάστασης των Νεομοναστηριωτών από τον αείμνηστο συγγραφέα Μόσχο Χ. Τερζίδη, που τα έζησε όλα αυτά από κοντά: «Οι Νεομοναστηριώτες εγκαταστάθηκαν στην Τσόμπα τον Απρίλη του 1925 με τα λίγα υπάρχοντα τους και με πολλή αγάπη για τον καινούργιο τόπο, που χρόνια τώρα ονειρεύονταν. Γέμισε ο κάμπος με ομοιόμορφες κωνικές σκηνές, με αμάξια ξεζεμένα, με αμάξια φορτωμένα, όσο έπαιρναν, γέροι και γριές, νέοι και νέες, παιδιά μικρά και μεγάλα, μητέρες με νεογέννητα, ταλαιπωρημένοι από το πολύμηνο ταξίδι, αντίκρυζαν τώρα την καινούργια τους πατρίδα. Άνθρωποι προ παντός εργατικοί, με θερμή ιδιοσυγκρασία μα φιλήσυχοι, με χοντρούς κάπως τρόπους, μα με ευαίσθητη ψυχή, με φτωχή γλώσσα μα με πλούσια καρδιά και έξυπνο πνεύμα.».
Το χωριό, στο όπου έμειναν από το 1925 μέχρι το 1955, καταστράφηκε ολόκληρο από τους καταστρεπτικούς σεισμούς της 30 ης Απριλίου 1954 και έφυγε από την Τσόμπα (όπου σήμερα έμεινε έρημο και μόνο οι πέτρες των σπιτιών και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου μαρτυρούν ότι εκεί έμειναν άνθρωποι κάποτε) και ήρθε στην Πρόερνα – Γυναικόκαστρο, όπου βρίσκεται σήμερα.
ΟΝΟΜΑ ΧΩΡΙΟΥ : Το πρώτο όνομα Μοναστήρι το πήρε από το Μεγάλο Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας της Βουλγαρίας από το οποίο κατάγονται οι περισσότεροι κάτοικοι. Πρώτα το ονόμασαν «Μαλαμιδοχώρι» προς τιμήν του βουλευτή Μαλαμίδα, που το ίδρυσε. Επικράτησε όμως το Νέο Μοναστήρι. Τα δύο άλλα ονόματα είναι τούρκικα, δηλαδή Τσόμπα και Μπικλερέρ. Αυτά ήταν συνοικισμοί της κοινότητας Τσουφλάρ και αργότερα Σοφιάδας. Στην απογραφή όμως του 1896 φέρεται με την ονομασία «Συτενή» ή «Νέα Τσόμπα» με πληθυσμό 77 κατοίκους, οι οποίοι αργότερα έφυγαν σε άλλα χωριά μεγαλύτερα.
Σήμερα το Νέο Μοναστήρι αποτελεί την πρωτεύουσα του δήμου Θεσσαλιώτιδας και το πρώτο χωριό του νομού Φθιώτιδας (καθώς έρχεσαι από Φάρσαλα). Βρίσκεται ανατολικά της Καρδίτσας στα όρια τριών νομών: Φθιώτιδας, Λάρισας και Καρδίτσας. Ο πληθυσμός του αποτελείται από 80% ντόπιους Νεομοναστηριώτες και 20% από Βλάχους και Σαρακατσιαναίους».


 (ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ κ. ΜΕΛΠΩΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ)

Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη