Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897

Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ή «πόλεμος των τριάντα ημερών» ή και «Μαύρο '97» ήταν πόλεμος μεταξύ της Ελλάδας και της |Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά το έτος 1897, ως απόρροια της τότε έκβασης του Κρητικού προβλήματος.
Σημειώνεται ότι ο πόλεμος αυτός του 1897 απετέλεσε την πρώτη πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, κατά την οποία και δοκιμάσθηκε σε εκστρατεία τόσο ο τότε πολεμικός μηχανισμός της όσο και πολεμικό δυναμικό της, 67 χρόνια μετά από την απόκτηση της ανεξαρτησίας της.
Η οθωμανική κυβέρνηση είχε ως γνωστό αναγνωρίσει με την Συνθήκη του Βερολίνου (1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό κανονισμό του 1868, με τις προσδιοριζόμενες μεταρρυθμίσεις (γνωστή ως Σύμβαση Χαλέπας). Οι διορισθέντες όμως υπό του Σουλτάνου γενικοί διοικητές της Κρήτης παραβίαζαν την συμφωνία εκείνη με αποτέλεσμα να προκύψουν η Κρητική επανάσταση του 1885, η επανάσταση του 1888 και εκείνη του 1889.
Το 1894 διοικητής Κρήτης διορίσθηκε ο τέως Ηγεμόνας της Σάμου, ο Καραθεοδωρής πασάς, που πράγματι επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (Χαλέπας) και που δυστυχώς όμως συνάντησε την έντονη αντίδραση των Τούρκων της νήσου. Των αντιδράσεων εκείνων ακολούθησαν ταραχές που κατέληξαν σε σοβαρή ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αποτέλεσμα δύο χρόνια μόλις μετά να εκραγεί η νέα Κρητική επανάσταση του 1896.
Έτσι τουρκικές ενισχύσεις άρχισαν να φθάνουν και να αποβιβάζονται στη Κρήτη ενώ παράλληλα ελληνικές ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα άρχισαν να καταφθάνουν προς ενίσχυση των Ελλήνων επαναστατών. Tότε άρχισαν και να καταπλέουν στα ύδατα της Κρήτης πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα η κατάσταση να χειροτερεύει. Με την επέμβαση όμως των Μεγάλων Δυνάμεων τελικά ο Σουλτάνος παραχώρησε τις ζητούμενες εγγυήσεις, για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, και προσωρινά φάνηκε να είχε αποκατασταθεί η ηρεμία.
Όμως οι Τούρκοι της νήσου δεν φαίνονταν και τόσο ικανοποιημένοι βλέποντας ότι με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί, ουσιαστικά, η διοίκηση της Κρήτης παραδίνονταν στους Έλληνες. Έτσι από τον Ιανουάριο του 1897 ο ερεθισμός αυτός μεταξύ των δύο εντοπίων λαών έφθασε σε μεγάλη ένταση. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ακολουθούμενο το ένα του άλλου ξέσπασαν στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ΄ αυτά και ο εκεί τουρκικός στρατός.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 ο πρόξενος της Γαλλίας στα Χανιά τηλεγραφούσε στην Κυβέρνησή του:
Χθες η πάλη διήρκεσε όλην την ημέραν και ως λέγεται τα θύματα είναι πολυάριθμα. Οι Χριστιανοί προσδραμόντες αθρόως εκ του εσωτερικού απέκλεισαν τα Χανιά. Κατέχω αποδείξεις ότι η σύγχρονος αυτή εξέγερσις των Μωαμεθανών εν Ηρακλείω, Ρεθύμνω και Χανίοις είναι αποτέλεσμα οδηγιών εκ Κωνσταντινουπόλεως προς πρόκλησιν ταραχών όπως παρακωλυθεί η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Είναι άξιο προσοχής το ότι στο τηλεγράφημα οι Κρήτες διακρίνονται σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και όχι με εθνικά ονόματα λαών.
Πράγματι οι ταραχές εκείνες έλαβαν μεγάλη έκταση. Οι Τούρκοι έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων, ενώ μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πόλης κατέφυγε στα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων. Τότε ακριβώς οι Έλληνες της Κρήτης κήρυξαν νέα επανάσταση ζητώντας πλέον την ένωση με την Ελλάδα καθόσον αγήματα πεζοναυτών από τα ξένα πολεμικά πλοία αποβιβάστηκαν στα Χανιά.

Ο τότε Πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης καθώς και οι υπουργοί του Αλέξανδρος Σκουζές (υπουργός εξωτερικών) και Νικόλαος Μεταξάς (υπουργός Στρατιωτικών) δέχονταν τους μύδρους της παράφορης δημαγωγικής ρητορείας του αρχηγού της τότε αντιπολίτευσης Δημητρίου Ράλλη ότι ειδικά ο Πρωθυπουργός είναι ανίκανος να χειριστεί το εθνικό ζήτημα. Έφθασε μάλιστα, ο Δ. Ράλλης, στο σημείο ν΄ απειλεί επανάσταση, ακόμη και με κίνδυνο εμφυλίου, δηλώνοντας κατά την συνεδρίαση της Βουλής στις 21 Ιανουαρίου 1897.
''Εάν η μοίρα καταδίκασε την Ελλάδα να υποστεί εκ νέου την πολιτική της κυβερνήσεως του Θ. Δηλιγιάννη, οίαν υπέστη κατά το παρελθόν, ήθελον τεθή επικεφαλής όπως υψώσω την σημαίαν της επαναστάσεως κατά του καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερο συντελεί ή να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα.''
Συνέπεια των λόγων αυτών ήταν οι επαναλαμβανόμενες οχλαγωγικές συγκεντρώσεις στους δρόμους της Αθήνας που επακολούθησαν. Οι κατηγορίες δε που διαδίδονταν κατά της Κυβέρνησης και κατά του Βασιλέως δεν είχαν προηγούμενο. Ανεύθυνοι όπως πάντα εθνοσωτήρες άρχισαν να διαδίδουν και ενσπείρουν σύγχυση και υποψίες ότι Κυβέρνηση και Βασιλιάς ακολουθούν πολιτική υποτέλειας στην Αγγλία που δεν επιθυμούσε η Ελλάδα ν΄ αναλάβει καμία άμεση αλλά και αποτελεσματική ενέργεια υπέρ του Κρητικού αγώνα.
Ένα επίσης περίεργο και πανίσχυρο τότε σωματείο που είχε δημιουργηθεί η Εθνική Εταιρεία με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα. Είχε δε αυτό αποκτήσει τόση δύναμη ώστε να επηρεάζει και τον στρατό και μάλιστα με την αξίωση να ρυθμίζει την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Χώρας με κύριο σκοπό τον πόλεμο και μόνο τον πόλεμο προς την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Και πολύ ορθά ούτε ο Βασιλεύς αλλά ούτε και η Κυβέρνηση ήλθαν σε σύγκρουση με τις τόσο αντιδραστικές εκείνες δυνάμεις, ικανές να διεγείρουν ακόμη και τον όλεθρο του εμφυλίου αφού ο βαθμός της εξ αυτών διάβρωσης του κρατικού μηχανισμού ήταν άγνωστος, εμπρός στην αναγκαιότητα της συσπείρωσης του λαού εκείνες τις ώρες. Όμως τρεις μέρες μετά, μέσα στην έξαψη εκείνη του λαού, μόλις έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στη Κρήτη αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίσθηκε, στο δίκαιο της άμυνας και της οφειλόμενης προστασίας, η αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στη Κρήτη υπό την αρχηγία του δευτερότοκου Πρίγκιπα Γεωργίου με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη μεγαλόνησο.
Στις 25 Ιανουαρίου αποπλέουν τα πρώτα τορπιλλοβόλα, στις 27 Ιανουαρίου το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτό Ύδρα με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αριστείδη Ράινεκ, ακολουθούμενο από τα Μυκάλη και Πηνειός ενώ στις 29 Ιανουαρίου το τορπιλοβόλο Ιωνία με γενικό Διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον Πρίγκιπα Γεώργιο και άλλα μεταγωγικά.
Όμως και η απόφαση αυτή δεν στάθηκε ικανή τουλάχιστον να περιορίσει τους ρήτορες των οχλαγωγικών εκδηλώσεων αλλά και ούτε την ικανοποίηση της αντιπολίτευσης που κατηγορούσε τώρα την Κυβέρνηση πως ναι μεν, αλλά, δεν διέταξε τον στόλο να βομβαρδίσει τις παράλιες τουρκικές συνοικίες της Κρήτης. Έτσι η πίεση για αποστολή στρατού άρχισε να φουντώνει. O Πρωθυπουργός τότε υπέκυψε και ζήτησε επίσημα από τον Βασιλέα Γεώργιο την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο ότι αυτό ισοδυναμούσε με πρόκληση πολέμου. Ο Βασιλεύς Γεώργιος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό χαρακτηρίζοντας μια τέτοια επιχείρηση στρατού άνευ διεθνούς κάλυψης ως "''ληστοπραξία''".

Ο Πρωθυπουργός όμως φοβούμενος σε περίπτωση ματαίωσης αποστολής εξέγερση του λαού επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία, υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Το μικτό αυτό απόσπασμα στάλθηκε στις 1 Φεβρουαρίου με το Αλφειός (ατμομιοδρόμων) και το επίτακτο Ιωνία και δύο άλλα πλοία όπου και αποβιβάσθηκε στον όρμο Κολυμπάρι, δυτικά των Χανίων. Στις 7 Φεβρουαρίου άρχισε την επίθεσή κατά του πύργου των Βουκολιών και την επόμενη κατάφερε περίλαμπρη νίκη κατά 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού οθωμανικού στρατού στη μάχη των Λειβαδιών.
Ενοχλημένες όμως οι Μεγάλες δυνάμεις από την παρουσία αυτή που είχαν στο μεταξύ αποβιβάσει αγήματα, οι Ναύαρχοι αυτών απαγόρευσαν του λοιπού κάθε κίνηση και πολεμική ενέργεια του ελληνικού αυτού μικτού σώματος.
Την ίδια όμως μέρα που απέπλεε το τορπιλοβόλο με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και η δύναμη του μικτού αποβατικού σώματος εκ 1.200 αξιωματικών και οπλιτών υπό τον Βάσσο, μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού, που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι της Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Ποτιέ), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Χάρρις), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχο Άντριεφ), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Μπράχ), και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Κανεβάρο), που είχαν καταπλεύσει στη Κρήτη αποβίβαζαν αγήματα στα Χανιά εκ 50 - 100 ανδρών ανά εθνικότητα υπό Ιταλό Πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, και με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Αμέσως μετά οι σημαίες των παραπάνω Μ. Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της Τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε το ελληνικό μικτό απόσπασμα του Βάσσου υπό τις συνθήκες αυτές αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων ν΄ αποβιβασθεί στη θέση Κολύμπρι (24 χλμ. δυτικά των Χανίων).
Την επομένη 2 Φεβρουαρίου ο συνταγματάρχης Βάσσος από την Μονή Γωνιές (Β. του Κολυμπάρι) εξέδωσε εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων προκήρυξη προς τον Κρητικό λαό με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης. Και ενώ αποφασίσθηκε την επομένη σε συνεργασία και με τον ναύαρχο Ράινεκ η κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας παραλιακή οδό τούτον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής και του επέδωσε μήνυμα -; εντολή του τοποτηρητή ότι αφενός η Κρήτη έχει τεθεί υπό την προστασία των 5 Μ. Δυνάμεων αφετέρου ο ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει ν΄ απόσχει κάθε πολεμικής επιχείρησης, το δε μικτό απόσπασμα να παραμείνει εκεί που βρίσκεται χωρίς καμία ενέργεια.
Παρά της παραπάνω όμως διακοίνωσης ακολούθησαν η μάχη των Βουκολιών και η μάχη των Λειβαδιών μετά τις οποίες το μικρό αυτό σώμα κατά μήνα Μάρτιο ανακλήθηκε και ενσωματώθηκε στη δύναμη της Θεσσαλίας.
Στις 5 Φεβρουαρίου1897 οι παραπάνω Μ. Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στη Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα. Μάλιστα έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα ν΄ ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη. Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς την λύση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσεως της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας αλληλοκατηγορούμενοι οι πάντες για «εσχάτη προδοσία» αν η Κρήτη αυτονομούνταν, ζήτησε την ένωση κατόπιν δημοψηφίσματος.
Μετά την άρνηση αυτή της Ελλάδας να συμμορφωθεί στην περί αυτονομίας της Κρήτης απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων η Οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.
Αμέσως μετά την άρνηση της Ελλάδας στη Διακοίνωση των Συμμάχων για την αυτονομία της Κρήτης, την ίδια μέρα δηλαδή της επίδοσης - άρνησης στις[18 Φεβρουαρίου κηρύσσεται επίσημα γενική επιστράτευση (που όμως είχε ξεκινήσει τρεις μέρες πριν), με πολλές ατέλειες, κατά την οποία κλήθηκαν τελικά 10 κλάσεις εφέδρων. Η τουρκική επιστράτευση είχε ξεκινήσει νωρίτερα, ακανόνιστα αλλά και πολύ πρόχειρα ενώ η έλλειψη οικονομικών μέσων επαύξανε την αταξία επιστράτευσης των Τούρκων.
Το 1897 η ελληνοτουρκική παραμεθόριος στη Θεσσαλία βρισκόταν στις ΝΑ. προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων σχηματίζοντας ένα '''Υ''' με τη βάση του παρά το χωριό Ζάρκος. Ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε για τον Τούρκο Διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η ελληνική διοίκηση πιστή μέχρι τότε στα γαλλικά πρότυπα πολεμικής τακτικής είχε εμπιστευθεί την οργάνωση της άμυνας στον Γάλλο στρατηγό Βίκτωρ Βοσσέρ της γαλλικής αποστολής στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα Μελούνας (Β. του Τυρνάβου) και Ρεβένι (Ν. του Τυρνάβου) αμφότερα δυτικά της Λάρισας.
Ο ελληνικός στρατός εκστρατείας που συγκροτήθηκε απετέλεσε τρεις μεραρχίες. Την 1η (Ι) με Διοικητή τον Μακρή και 2η (ΙΙ) με διοικητή τον συνταγματάρχη |Γεώργιο Μαυρομιχάλη που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία και η 3η (ΙΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλος Μάνο, στη περιοχή της Άρτας. Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίσθηκε, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12/25 Μαρτίου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που έφθασε στο στρατηγείο του και ανέλαβε στις 17/29 Μαρτίου από τον υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή και με αρχηγό του επιτελείου τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον λοχαγό Χρήστο Χατζηπέτρο. Τότε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ήταν ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός με βαθμό στρατηγού. Η σύνθεση της τότε ελληνικής μεραρχίας περιελάμβανε:
* 2 ταξιαρχίες, συγκροτούμενη έκαστη από 2 συντάγματα πεζικού.
* 4 ανεξάρτητα τάγματα ευζώνων.
* 1 σύνταγμα πυροβολικού.
* 1 σύνταγμα ιππικού και
* 2 λόχους μηχανικού.

Έτσι η δύναμη της Ηπείρου ήταν όπως η προαναφερόμενη της Μεραρχίας ενώ της Θεσσαλίας ήταν διπλάσια (2 Μεραρχίες). Η δε δύναμη του στρατού θεσσαλίας ανέρχονταν σε 38.000, 500 ιππείς και 96 πυροβόλα, ενώ της Άρτας σε 16.000 άνδρες και 40 πυροβόλα.

Αντίθετα ο τακτικός σουλτανικός στρατός (ο επιλεγόμενος επίσημα "Ασκερί Νιζαμιγιέ Σαχανέ") εκστρατείας που συγκροτήθηκε αντίστοιχα αποτελούνταν από 8 μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού (3πλάσιες δυνάμεις των ελληνικών). Εξ αυτών 2 μεραρχίες πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο ενώ η κύρια δύναμη των 6 μεραρχιών πεζικού και της μεραρχίας ιππικού διατέθηκε στα Θεσσαλικά σύνορα. Η σύνθεση της τότε τουρκικής μεραρχίας ήταν:
* 15-18 τάγματα πεζικού, δηλαδή από 5-6 συντάγματα περίπου
* 3-6 πεδινές πυροβολαρχίες,
* 1 ίλη ιππικού

Η τουρκική μεραρχία ιππικού περιελάμβανε 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες. Εκτός όμως της τακτικής αυτής δύναμης ο τουρκικός στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία αποτελούμενη από 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού. Έτσι η συνολική τουρκική δύναμη εις μεν τα Θεσσαλικά σύνορα έφθανε τους 92.500 άνδρες πεζικού, 1300 ιππείς, με 186 πυροβόλα εις δε της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Επίσης παρά τον τουρκικό στρατό υπήρχε γερμανική εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό στρατηγό φον ντερ Γκολτς.
Αρχηγός του τουρκικού εκστρατευτικού στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς που είχε ως σύμβουλό του τον Γερμανό φον Γρούμβκοφ και αρχηγό του επιτελείου τον Σεφκέτ μπεη. Διοικητές των μεραρχιών ήταν οι στρατηγοί Χαϊρή (1ης), Νεσκάτ (2ης), Μεμντούχ (3ης), Χαϊντέρ (4ης), Χακή (5ης), Χαμντή (6ης) και Σουλεϋμάν της του ιππικού.
Στην Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει έξι μεραρχίες με 58.000 πεζούς, 1500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό την διοίκηση του Εντέμ Πασά με αρχηγείο την Ελασσόνα, ενώ μια έβδομη ήρθε αργότερα. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, και διοικούνταν από τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο Α' της Ελλάδας με στρατηγείο τη Λάρισα. Ο Ελληνικός στόλος του 1897 πραγματικά κυριαρχούσε στην θάλασσα, αφού ήταν μεγαλύτερος του Τουρκικού.
Μία μέρα πριν φθάσει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος στο στρατηγείο, 2.600 άτακτοι από την Εθνική Εταιρεία πέρασαν τα σύνορα προσπαθώντας να ξεσηκώσουν σε επανάσταση την Μακεδονία όπου και σημειώθηκαν οι πρώτες αψιμαχίες. Εξ αφορμής αυτού στις 6 Απριλίου ο Εντέμ Πασάς διέταξε γενική επίθεση.
Το σχέδιό του Τούρκου αρχηγού (δια του γερμανικού επιτελείου του) ήταν να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά, και το ταχύτερο δυνατόν ή να κυκλώσει τους Έλληνες ή να φθάσει στο Πηνειό όπου με προγεφύρωμα αυτόν ν΄ απωθήσει τους Έλληνες στη Στερεά, πλην όμως στη πράξη συνάντησε σθεναρή πλευρική αντίσταση ενώ το κέντρο του αντίθετα προχώρησε. Έτσι το αρχικό σχέδιο συνέχεια μεταβαλλόταν με συνέπεια τις αργές μετακινήσεις των τουρκικών σχηματισμών.
Το σχέδιο του ελληνικού επιτελείου όπως το είχε παραδώσει ο Γάλλος Βοσσέρ και είχε προηγουμένως επεξεργασθεί και εγκρίνει ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη ήταν κυρίως αμυντικό, βασισμένο όμως στη γαλλική τακτική, δηλαδή της ανάπτυξης ανοικτών πεδίων εμπλοκής με τις γνωστές οδυνηρές ατέλειες, τις ίδιες ακριβώς που είχε αντιμετωπίσει και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη μάχη του Φαλήρου, ειδικά όταν ο εχθρός είναι αριθμητικά υπέρτερος.
Η Υψηλή Πύλη διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Βασίλειο της Ελλάδας στις 5/18 Απριλίου1897. Συγκεκριμένα στις 10.30 το πρωί ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Ασήμ Μπέης επέδωσε στον Έλληνα υπουργό εξωτερικών Α. Σκουζέ την διακοίνωση περί διακοπής των διπλωματικών σχέσεων. Ένα 24ωρο όμως πριν, τη νύκτα της 16ης προς 17η του μηνός, η Τουρκία κατηγόρησε την Ελλάδα για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Πεδίκα. Το πρωί δε της προηγουμένης, δηλαδή στις 17 Απριλίου (ν.η.) το Σουλτανικό υπουργικό συμβούλιο και ο Σουλτάνος αποφάσισαν να διατάξουν τον οθωμανικό στρατό ν΄ απωθήσει τις τελευταίες καταλήψεις των Ελλήνων και να περάσει στην επίθεση ενώ το ίδιο βράδυ οι Τούρκοι παρέδωσαν στο Έλληνα πρέσβη στη Κωνσταντινούπολη Μαυροκορδάτο το διαβατήριό του.
Στο Μάτι οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί καλύπτοντας τον δρόμο για τον Τύρναβο. Εδώ έγιναν σκληρές μάχες στις 21 και 22 με τους Έλληνες να προσπαθούν να υπερκεράσουν το Τούρκικο δεξί πλευρό. Αυτό δεν έγινε δυνατό αλλά στις 23 το αριστερό των Τούρκων έκανε νέα προέλαση και όταν όλες οι Τουρκικές δυνάμεις μπόρεσαν να ευθυγραμμιστούν πίεσαν τις ελληνικές πτέρυγες. Το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο διέταξε υποχώρηση δημιουργώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα υποχώρησαν περνώντας την Λάρισα η οποία και εκκενώθηκε. Η Λάρισα καταλήφθηκε στις 27 αφού οι τουρκικές δυνάμεις δεν καταδίωξαν τις ελληνικές και προχώρησαν αργά.
Κοντά στα Φάρσαλα ο Ελληνικός στρατός επανήλθε σε τάξη και σχημάτισε νέα γραμμή, σχεδιάζοντας αντεπίθεση, όμως το ηθικό των στρατιωτών είχε πέσει. Είχαν περάσει άλλωστε πίσω από τις στρατηγικές θέσεις της Λάρισας και του Βελεστίνο. Τελικά στάλθηκε σιδηροδρομικώς μια μεραρχία στο Βελεστίνο, αλλά έτσι οι ήδη κατώτερες ελληνικές δυνάμεις διαιρέθηκαν σε δύο κομμάτια με απόσταση 60 χιλιομέτρων ανάμεσά τους. Στις 27 Απριλίου μια τουρκική αναγνωριστική δύναμη αναχαιτίστηκε στο Βελεστίνο και έγιναν μάχες στις 29 και 30 με τους Έλληνες να κρατούν υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Κωνσταντίνου Σμολένσκη.
Οι Τούρκοι εν τω μεταξύ έκαναν ετοιμασίες και στις 5 Μαΐου επιτέθηκαν στα Φάρσαλα με τρεις μεραρχίες απωθώντας τις ελληνικές δυνάμεις από τις θέσεις που είχαν πάρει μπροστά από την πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ και ο ελληνικός στρατός συμπτύχθηκε με σχετική τάξη στον Δομοκό. Το Βελεστίνο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του Σμολένσκη, οι οποίες συμπτύχθηκαν στον Αλμυρό μόλις ολοκληρώθηκε με ασφάλεια η ανασύνταξη στον Δομοκό. Οι Έλληνες είχαν τον χρόνο να οχυρωθούν μέχρι την νέα επίθεση στον Δομοκό από τον Εντέμ Πασά στις 17 με τρία σημεία κρούσης. Το δεξί αναχαιτίστηκε και το κέντρο υπέστη σοβαρές απώλειες. Το αριστερό όμως προέλασε μέχρι τις ελληνικές γραμμές, οπότε και αυτή η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε την νύχτα, όπως και η Φούρκα την επόμενη. Ο Σμολένσκη έφτασε στις 18 από τον Αλμυρό και διατάχτηκε να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν όμως, αφού ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός στις 20 Μαΐου μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου.
Τελικά με την μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, στις 20 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε ειρήνη. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό σαν πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και να δώσει ένα μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση για να πληρώσει το ποσό αυτό υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου όλες τις θεωρούμενες επαρκείς προσόδους για αποζημίωση. Για την εξόφληση του δημόσιου χρέους εκχωρήθηκαν στο ΔΟΕ τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς. Η συνθηκολόγηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ταπεινωτική για τους Έλληνες και το ελληνικό έθνος, αφού έχασαν προσωρινά (μέχρι το 1908) ορισμένες από τις ελευθερίες για τις οποίες αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάσταση του 1821.

Πηγή ΒΙΚΙΠΕΔΙΑ


ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ, ΒΑΡΔΑΛΗ:

ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ  ΣΚΟΤΩΘΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ (στοιχεία από το Δήμο Λάρισας) 

A/A

ΟνοματεπώνυμοΗμερομηνία  ΘανάτουΤόπος Θανάτου Τόπος Γέννησης
1ΑΓΟΡΟΥ, ΚΩΝ.06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΚΑΤΩΧΩΡΙ
2ΑΚΡΙΒΟΥΛΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΣΟΦΟΜΠΑΣΙ
3ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ06/05/1897ΔΡΑΧΑΝΙΝΖΑΓΟΡΑ
4ΑΣΒΕΣΤΑΣ, ΒΑΙΟΣ01/04/1897ΔΟΜΟΚΟΣΚΑΤΩΧΩΡΙ
5ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΩΜΑΣ07/05/1897ΠΑΛΙΟΚΟΥΛΙΑΝΕΜΠΕΓΛΕΡ
6ΗΡΑΚΛΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ01/05/1897ΤΑΡΑΤΣΑΜΕΛΙΣΣΑ
7ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΑΓΙΑΣ
8ΚΟΥΡΤΗΣ, ΕΥΘΥΜΙΟΣ06/04/1897ΜΠΟΥΡΝΑ ΤΡΥΠΑΔΡΙΣΚΟΥΛΙ
9ΚΥΡΙΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΩΜΑΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΠΙΤΣΑΡΑ
10ΜΟΥΝΤΟΥΚΟΥΛΗΣ, ΚΩΝ/ΝΟΣ07/04/1897ΚΛΕΦΤΟΓΕΝΤΙΚΙ(ΜΕΝΕΞΕΝ)ΣΟΥΜΠΑΣΙ
11ΜΥΛΩΝΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ06/04/1897ΜΕΛΟΥΝΑΑΜΠΕΛΑΚΙΑ
12ΝΙΕΤΟΥΛΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΟΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΕΛΟΥΝΑΣΕΛΙΤΣΑΝΗ
13ΝΤΟΒΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΧΑΤΖΟΜΠΑΣΙ
14ΝΤΟΚΟΥΛΗΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ06/04/1897ΓΚΡΙΤΖΟΒΑΛΙΤΥΡΝΑΒΟΣ
15ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ08/04/1897ΒΡΥΣΕΣΤΥΡΝΑΒΟΣ
16ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ06/04/1897ΓΚΡΙΤΖΟΒΑΛΙΤΥΡΝΑΒΟΣ
17ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ23/05/1897ΤΕΚΕ-ΤΑΤΑΡΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΗ
18ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ08/04/1897ΓΟΔΑΜΑΤΟΠΟΥΣΛΑΡ
19ΠΛΑΣΤΑΡΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ07/05/1897ΤΑΡΑΤΣΑΤΟΠΟΥΣΛΑΡ
20ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝ/ΝΟΣ01/04/1897 ΤΥΡΝΑΒΟΣ
21ΣΒΟΛΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ07/05/1897ΤΑΡΑΤΣΑΤΥΡΝΑΒΟΣ
22ΣΕΡΜΕΤΗΣ, ΚΩΝ/ΝΟΣ05/04/1897ΓΚΡΙΤΖΟΒΑΛΙΠΛΑΤΑΝΟΥΣ
23ΣΟΦΑΔΙΤΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ07/04/1897ΓΚΡΙΤΖΟΒΑΛΙΒΑΡΔΑΛΗ
24ΤΣΕΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ01/04/1897ΒΕΛΕΣΤΙΝΟΣΥΚΙΑ
Σημείωση:Το Βαρδαλή και τα διπλανά χωριά του Θεσσαλικού κάμπου από το 1881 μέχρι και το 1912
                   υπάγονταν στο Νομό της Λάρισας και με νέο νόμο από κει και πέρα στην Φθιώτιδα.


Post a Comment

Αφήστε το μήνυμά σας, το σχόλιο ή τις παρατηρήσεις σας.

Νεότερη Παλαιότερη